21/2/16

Ο πρώιμος Λούκατς

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ

Pablo Picasso, Μινώταυρος που επιτίθεται σε αμαζόνα, 23.5.1933, οξυγραφία, 19,4 x 26,8 εκ.


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ, Τραγωδία και ιστορία. Η κριτική του νεωτερικού πολιτισμού στο νεανικό έργο του Γκέοργκ Λούκατς 1902-1918, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 495

Στο πρώιμο έργο του Λούκατς, ο κόσμος ανιχνεύεται στη μορφική έγερση του έργου τέχνης, στο ανθιστάμενο ίχνος μιας αιώνιας, τραγικής, μορφής που θεωρείται στην υπεριστορική της διάσταση. Μια σκανδαλώδης τοποθέτηση, λόγω των ύστερων, υλιστικών αντιλήψεων του Λούκατς, που ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος, στην ανά χείρας μονογραφία του, επιχειρεί να αποδραματοποιήσει. Εννοιολογώντας χαρακτηριστικά έργα εκείνης της περιόδου, όπως την Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος (1909/1911), το Η ψυχή και οι μορφές (1910), την Χαϊδελβεργιανή Αισθητική (1912-14, 1916-18), αλλά και την Θεωρία του Μυθιστορήματος (1916), εκθέτει ερμηνευτικά, ένα δοκιμιακό έργο, που φιλοδοξούσε να επαναπροσδιορίσει την μοντέρνα κατάσταση.
Στην ερμηνευτική κατεύθυνση του Καβουλάκου, το τραγικό στον Λούκατς, είναι αυτό που καινοτομεί στη ζωή του υποκειμένου. Η τραγική μορφή, αχνοφαίνεται μέσα στο έργο της τέχνης, ως μια έγερση που αδυνατεί να εντοπιστεί και να διασωθεί στις ιστορικές, φορμαλιστικές της καθηλώσεις, στην κοινωνιολογική, περιεχομενική δηλαδή αναφορικότητα του έργου. Απέναντι στη διασπορά και ποικιλωνυμία αυτού του κατακερματισμένου λόγου, του υποκειμένου της νεωτερικότητας, που εξαντλείται σ' έναν ακραίο σχετικισμό, αναδύεται στη σκέψη του Λούκατς, η ανάγκη μιας σταθεράς, της σταθεράς του τραγικού όπου το υποκείμενο θα μπορεί να προσβλέπει και να εμπνέεται. Μια συμβαντική έγερση που ενοικεί μέσα στον κόσμο ως το Άλλο του κόσμου, κι εκθέτει το υποκείμενο της στην εξωκοσμική του αναφορά. Αυτή η κυριαρχική διαφορά του έργου τέχνης που θεμελιώνει το αισθητικό του περιεχόμενο αλλά και το αδύνατο πεπρωμένο της κατανόησής του. Μια αδυνατότητα βέβαια που ο Λούκατς θα επιχειρήσει να την εκτρέψει αργότερα, με την μαρξιστική του στροφή, στη δυνατότητα της Πράξης, στη εκπραγμάτιση μιας υπόσχεσης, στην ουτοπία, εν τέλει, του Πολιτικού.

Στην Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος, αυτό που ανθίσταται στην υποκειμενοποίηση του κόσμου, στην κατανοησιμότητα δηλαδή, της αναπαράστασής του, είναι μια ενέργεια του κοινωνικού πεδίου που μένει ανεντόπιστη στη συνείδηση του υποκειμένου και γι αυτό το λόγο μια ενέργεια που μορφοποιεί τη διαφορά της, αυτή τη διαφορά του έργου. Το Άλλο, εδώ, δεν είναι ένα μεταφυσικό ή ένα εξιδανικευμένο Άλλο, όπως αυτό του κλασσικού παραδείγματος, στο οποίο και αναφέρεται ο Λούκατς, αλλά μια ιστορικοκοινωνική ενέργεια που δεν αποδίδεται, αυτό το Άλλο λοιπόν του τραγικού ίχνους. Το λουκατσιανό τραγικό όμως, και σ' αυτή την υπεριστορική του διάσταση, δεν αδιαφορεί για τις ιστορικοκοινωνικές του καταγωγές, όπως διαπιστώνει ο Καβουλάκος, αλλά αντιθέτως είναι αυτές που συνδημιουργούν την μορφική του διάρκεια. Η μορφή αναλαμβάνει εδώ τον καταλυτικό της ρόλο, γίνεται μια ενοποιητική συνθήκη, της αιωνιότητας του τραγικού και της ιστορικότητας των περιεχομένων της. Ένα σημείο όπου διαφαίνεται η υλικότητα του έργου αλλά και το χάραγμα της απόκοσμης λάμψης του. Απ' τη σκοπιά των μορφών λοιπόν, ο Λούκατς, αναζητά εκείνο το περιεχόμενο που διαφεύγει των περιεχομένων, αυτό που ανθίσταται στην επικαιρότητα της καταγωγής του κι αφιερώνεται στην αιωνιότητα μιας ψυχικής πραγματικότητας. Σ' αυτή την αμφίδρομη, αν και άνιση σχέση, όπου ο Λούκατς, θα αναγορεύσει και το ψυχικό βίωμα ως τον καταλύτη όλων των εντάσεων που αποδίδουν στο έργο τη μορφή του, την καθολική του αξία, αλλά και την εξωγενή του διαφορά. Η τραγικότητα έτσι, είναι η αλήθεια της εαυτότητας, η φανέρωσή της, η φανέρωση του Θεού μπροστά στον Θεό, ενός Θεού όμως, που γίνεται κι ο ίδιος θεατής, και όχι δράστης, της ιστορικής του αποκάλυψης. Η απόσυρση, η αποξένωση, η μοναχικότητα μόνο. Αυτός ο ιδιότυπος, σαγηνευτικός μυστικισμός του νεαρού Λούκατς.
Η μορφή, στην Αισθητική του Λούκατς, είναι η δυνατότητα των πραγμάτων, η κυριαρχία τους, όπως χαρακτηριστικά λέει, η κυριαρχία της ενότητάς τους. Αυτή η πρωτοκαθεδρία του Αισθητικού που θεραπεύει τον κατακερματισμό του σχετικισμού και την πληθώρα των ψυχικών διαθέσεων. Απέναντι στην ποικιλωνυμία των στιγμιαίων βιωμάτων και αντιλήψεων, ο Λούκατς προτάσσει την μορφοποιητική δυνατότητα του υποκειμένου, το Πολιτικό δηλαδή του Αισθητικού, την ιστορική χειρονομία, όπως την διακρίνει στον Μεσαίωνα, ή την προσδοκά στην σοσιαλιστική εποχή που του διανοιγόταν. Μια μορφή λοιπόν που εμπνέει και καθοδηγεί το κοινωνικό σώμα και που μορφοποιεί, εν τέλει, και την ίδια τη ζωή, όπως σημειώνει ο Καβουλάκος. Στον ορίζοντα αυτής της οριακής προβληματικής, ο Λούκατς, αναγνωρίζει στη μορφή μια μοναδική δυνατότητα, καθώς στην έγερσή της, πραγματώνεται το αδύνατον μιας συμφωνίας, αυτής του ρομαντικού οράματος: η πραγμάτωση του εαυτού, όταν το εσωτερικό χάος της ψυχικής μας περιδίνησης μορφοποιείται, και αναδύεται το σχήμα μιας συγκίνησης, μιας συγκίνησης, που θα ναι πάντα για τον Λούκατς, απολύτως ηθική, αυτή η ηθική των μορφών της. Μια ηρωική ηθική, καθώς διανοίγει τον ορίζοντα μιας νέας ενεργητικότητας, μιας νέας αφοσίωσης του υποκειμένου. Από το κατακερματισμένο πεδίο του ατομικισμού περνάμε στο παράδειγμα μιας νέας υποκειμενικότητας, στην υποκειμενικότητα μιας μορφοποιητικής χειρονομίας που καταλύει και την αισθητική της εποχής της. Ο Λούκατς θα εντοπίσει εδώ μια σειρά λογοτεχνικών περιπτώσεων, που θα σκιαγραφηθούν στο έργο του, ως ελευσόμενες μορφές, πρόδρομοι μιας νέας αισθητικής δαπάνης. Τα τραγούδια έτσι του Στέφαν Γκέοργκ, τα μυθιστορήματα του Σαρλ-Λουί Φιλίπ, τα εμβληματικά ονόματα των Σνίτσλερ και Χοφμάνσταλ, αλλά και η μοναδική περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, θα είναι για τον νεαρό Λούκατς, τα πρόδρομα ίχνη της μοντέρνας μορφής.
Το έργο τέχνης στην Αισθητική του σκέψη, δεν είναι έτσι το εκφραστικό από-τύπωμα ενός βιώματος που κοινωνείται – η επί-κοινωνία άλλωστε είναι αδύνατη – αλλά ένα παράδοξο μόρφωμα που φέρει μεν το ιδιόχειρο μιας υπογραφής και μιας ιστορικότητας, αλλά που διασώζεται όμως στην αιώνια μορφική του διάρκεια. Όπως παραθέτει ο Καβουλάκος: “Ήδη στην πρώτη σελίδα της Χαϊδελβεργιανής Φιλοσοφίας της τέχνης ο Λούκατς περιγράφει τα έργα τέχνης ως μορφώματα που έχουν δημιουργηθεί από τους ανθρώπους, τα οποία – παρά το γεγονός ότι φέρουν πάνω τους τη σφραγίδα της δημιουργικής προσωπικότητας – είναι ανεξάρτητα απ' αυτήν και είναι καθαρά από μόνα τους σε θέση να ασκήσουν άμεσες επιδράσεις, μέσω της ιδιαίτερης δύναμης του εμμενούς σ' αυτά συμπλέγματος μεταξύ μορφής και υλικού, επιδράσεις που ως προς την βιωματική τους ουσία δεν μπορούν να διακριθούν σαφώς από εκείνες της συνηθισμένης βιωματικής πραγματικότητας, [επιδράσεις] στις οποίες όμως [...] εμφανίζονται στοιχεία μιας κανονιστικής συμπεριφοράς, μιας αναφοράς σε μια αξία”. Ο Λούκατς μιλά για την μοναδική, και παράδοξη μαζί, θέση του έργου τέχνης, δυο χαρακτηρισμοί που αποκαλύπτουν την αδιάθετη και ανερμήνευτη φύση του. Η μοναδικότητα της θέσης του είναι κι αυτή που παραδόξως προκαλεί και την κοινοχρησία του, μια κοινοχρησία όμως που αφήνει απρόσβλητο τον πυρήνα του, την τοπική της αλήθειάς του, τον τόπο της μορφικής του από-κάλυψης. Το βίωμα του, αν και άμεσο, τουλάχιστον απ' την πλευρά του θεατή του, είναι ένα βίωμα αβίωτο, και εν τέλει ανεντόπιστο στην προοπτική της κατανοησιμότητας και της αφηγησιμότητάς του. Αυτή ακριβώς η ρηξιγενής διάσταση της λειτουργίας του έργου της τέχνης, μέσα στο εγκαθιδρυμένο νόημα του κόσμου, της συνηθισμένης ζωής, όπως θα πει ο Λούκατς, ο συμβαντικός του χαρακτήρας, μια ριζική ετερότητα που διατίθεται και αποσύρεται μαζί, μια γέφυρα που χωρίζει, η θέαση αυτής της απόστασης, η απορία της, η κατανόηση της, η μη κατανόηση της, η ουτοπική έδρα του οικείου βιώματος, το καθολικό που εμπεριέχουμε και που συνεχώς μας διαφεύγει. Μια μεταφυσική δυσαρμονία, αυτή η απανθρωπιά του έργου, καθώς από την μια αναπαριστά την ιστορική του πραγματικότητα και από την άλλη ιχνογραφεί την άχρονη, καταγωγική του αφοσίωση, την κοσμική του απώλεια. Μέσα σ' αυτή την αδιανόητη πραγματικότητά του, μόλις και διαφαίνεται κι ο τραγικός του χαρακτήρας, κι η τραγικότητα των μοναδικών του υποκειμένων, του δημιουργού του βεβαίως αλλά και των θεατών του. Ο καλλιτέχνης θα είναι έτσι, για τον Λούκατς, μία αλύτρωτη ύπαρξη, ένα πρόσωπο πιο βουβό κι απ' τους κλεισμένους στον εαυτό τους ανθρώπους της συνηθισμένης ζωής. Αυτή η αποξένωση του καλλιτέχνη από κάθε πραγματικότητα, βιωματική ή αντικειμενική, που θα 'ναι για τον Λούκατς και η μεγάλη δωρεά του έργου, η τραγική δυνατότητα που κομίζει στο υποκείμενό του. Ένα πέραν της πραγματικότητας, που ναι η ίδια η γυμνότητα της ύπαρξης, η δωρεά της τραγικής της μορφής.
Στην εποχή της ήττας του μαρξισμού, το προμαρξιστικό έργο του Λούκατς, δεν ανακτά βεβαίως την απολεσθείσα του επικαιρότητα -αν την είχε χάσει ποτέ- αλλά την τραγικότητα μόνο της μοναδικής του ανάγνωσης. Μια μεταιχμιακή σκέψη, μεταξύ ιστορικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων, που επιχειρεί να διατυπώσει την ριζική απαίτηση των μοντέρνων καιρών. Οι ναΐφ χαρακτηρισμοί των δοκιμίων του, όπως “συνηθισμένη” και “ουσιαστική ζωή”, μαρτυρούν μια αμήχανη, μεταβατική ακόμη, σκέψη, που δοκιμάζεται στην προεργασία ενός ελευσόμενου φιλοσοφικού συστήματος, που θα εκ-φέρει και τις τελικές της διατυπώσεις. 

Ο Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: