ΓΙΑΝΝΗΣ
ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, Κυριαρχία και αντίσταση.
Μεταδομιστικές αναλύσεις της εκπαίδευσης, εκδόσεις Εκκρεμές, σελ. 270
Όσοι δρούμε στον χώρο αυτό, μπορούμε να
κατανοήσουμε από πρώτο χέρι τη ζωτική σημασία που έχουν οι θεσμοί της
εκπαίδευσης, μέσα από τους οποίους συγκροτείται το νέο άτομο ως υποκείμενο
σκέψης και δράσης, για την αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης και την
αναμέτρηση με τις σύγχρονες δομές κυριαρχίας. Συμβάλλουμε ενεργά στη διαμόρφωση
των ατόμων που θα αναπαράγουν ή θα ανατρέψουν τις ηγεμονικές μορφές των
ποικιλώνυμων κοινωνικών δεσμών. Όσοι στεκόμαστε κριτικά απέναντι στις εξουσίες
της αγοράς και της πολιτικής ολιγαρχίας, βρισκόμαστε έτσι αντιμέτωποι
καθημερινά με δύσκολες προκλήσεις.
Δεν
καλούμαστε μόνο να διαγνώσουμε τον ρόλο μας στην αναπαραγωγή της κατεστημένης
κοινωνικής συνθήκης, και να παρεμποδίσουμε τους ιδεολογικούς και άλλους μηχανισμούς
της εκπαιδευτικής μας λειτουργίας που συντείνουν σε αυτή. Καλούμαστε να
καλλιεργήσουμε σε μαθητές και φοιτητές αξίες, αντιλήψεις και πρακτικές, που θα
προάγουν την ισότητα και την ελευθερία, στα πλαίσια ενός θεσμού ο οποίος
εμφανίζει εγγενώς και εξαρχής στοιχεία ανισότητας και ιεραρχίας.
Η ίδια η θέση του δασκάλου-κατόχου της
«αλήθειας», ή έστω μιας ανώτερης επιστημονικής γνώσης, εγκαθιδρύει από την
πρώτη στιγμή ιεραρχίες που θα πρέπει να υποσκάψουμε εκ των ένδον, αν θέλουμε να
γίνουμε κοινωνοί ενός άλλου ήθους ισο-ελευθερίας. Πόσο μάλλον, όταν οι
ιεραρχίες και οι εξουσιαστικοί δεσμοί επιτείνονται από μια ιδεολογία της
εκπαίδευσης που εμπεδώνει κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες οξύνονται διαρκώς σε
μια οικονομία της αγοράς με καχεκτική δημοκρατία, ρατσιστικές διακρίσεις και
πατριαρχικά κατάλοιπα. Σε μια εποχή όπου η δημιουργία νέων σχέσεων και τρόπων
αντίληψης της ζωής είναι επιτακτικό αίτημα, ο αναστοχασμός γύρω από την παιδαγωγική
πράξη από τη σκοπιά ενός τέτοιου προβληματισμού είναι κατεξοχήν πολιτικός και
άκρως επίκαιρος.
Το βιβλίο του Γιάννη Πεχτελίδη, Κυριαρχία και αντίσταση, είναι μια
καινοτόμος και γόνιμη συμβολή σε αυτόν τον αναστοχασμό που προέρχεται από ένα
νέο επιστήμονα της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης. Ο Πεχτελίδης επιδίδεται σε μια
δημιουργική κριτική χρήση των θεωριών του «λόγου» που ανέπτυξαν μεταδομιστές
στοχαστές, κυρίως ο Michel
Foucault
και οι Ernesto
Laclau
και Chantal Mouffe. Τα κομβικά ερωτήματα γύρω από τα
οποία εξυφαίνεται η ανάλυσή του είναι: «Ποιος τύπος εξουσίας ασκείται στους
ανθρώπους μέσω της εκπαίδευσης και της διαμόρφωσης της προσωπικότητάς
τους;...Τι είδους αντιστάσεις αναπτύσσονται από τα παιδαγωγικά υποκείμενα
(μαθητές και εκπαιδευτικούς) στο επίπεδο της σχολικής καθημερινής πράξης, και
τι μας διδάσκουν οι αντιστάσεις;».[1]
Kινούμενος
με άνεση ανάμεσα σε γενικότερα θεωρητικά πεδία και σε συγκεκριμένες εμπειρικές
αναλύσεις των δομών κυριαρχίας και των δυναμικών της αντίστασης στο σχολείο, ο
Πεχτελίδης επιχειρεί μια πρωτότυπη –πολύ πιθανόν και σε διεθνές επίπεδο-
εφαρμογή της θεωρίας του λόγου και της ηγεμονίας των Laclau και Μοuffe στα εκπαιδευτικά πράγματα. Έτσι,
στα δύο πρώτα κεφάλαια του έργου του διατυπώνει μια «ηγεμονική θεωρία της
εκπαίδευσης». Επεξεργάζεται ένα γενικό περίγραμμα της λειτουργίας των
ηγεμονικών λογικών στο πεδίο της σχολικής γνώσης και πρακτικής, εξηγώντας πώς ο
κυρίαρχος φιλελεύθερος εκπαιδευτικός λόγος εμφανίζεται ως μια αναγκαία καθολικότητα
που θέλει να ελέγξει συνολικά την παιδαγωγική πράξη. Τείνει να περιβάλλει έτσι
το αναλυτικό πρόγραμμα με τον μανδύα του ουδέτερου και ορθολογικού,
επιβάλλοντας «αντικειμενικές» ταυτότητες (του καλού, ορθολογικού, αποδοτικού κ.ά.
μαθητή) στα παιδιά, ώστε να διαμορφώσει πειθήνια υποκείμενα για τις κοινωνίες
του ύστερου καπιταλισμού.
Αξιοποιώντας τα εννοιολογικά εργαλεία του
μεταδομισμού, ο συγγραφέας δεν αναδεικνύει μόνον τον κεντρικό ρόλο των σχέσεων
εξουσίας στη συγκρότηση του μαθητικού υποκειμένου. Επισημαίνει επίσης τις
αποτυχίες αυτών των μηχανισμών και των ηγεμονικών λόγων, που αφήνουν χάσματα
στα οποία οι μαθητές μπορούν να παρέμβουν για να συμβάλουν ενεργά στον
σχηματισμό των εκπαιδευτικών πρακτικών και ταυτοτήτων. Εγγράφει και αναλύει
έτσι, στο πεδίο της εκπαίδευσης, μια βασική θέση του μεταδομισμού των Laclau και Mouffe και, κυρίως, του Foucault: η εξουσία ασκείται πάνω σε
αντιστάσεις και διαπλέκεται εγγενώς με αυτές. Βασικός στόχος των μελετών του
είναι να φωταγωγήσει όχι μόνον τα συστήματα της κυριαρχίας στη σύγχρονη παιδεία,
αλλά και τις μικρές και μεγάλες τακτικές της αντίστασης των μαθητών, που θα
μπορούσαν να υποδείξουν πιο χειραφετητικές και πλουραλιστικές μορφές
παιδαγωγικής διάδρασης. Για παράδειγμα, «οι πρακτικές αλληλεγγύης και τα δίκτυα
συνεργασίας που αναπτύσσουν άτυπα οι μαθητές μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν
τις καθημερινές σχολικές υποχρεώσεις τους» αμφισβητούν το «επίσημο εκπαιδευτικό
πρότυπο της μοναχικής και ανταγωνιστικής εργασίας».[2]
Η τρίτη μελέτη της συλλογής εμπλουτίζει αυτή τη
μεταδομιστική θεώρηση της εκπαίδευσης ως εξουσιαστικού θεσμού, αντλώντας τώρα
έμπνευση από τον Foucault, για να σκιαγραφήσει τις
τεχνολογίες διακυβέρνησης του σχολείου, τις πειθαρχικές στρατηγικές και τους
τρόπους οργάνωσης του σχολικού χωροχρόνου, που «κανονικοποιούν» τη μαθητική
υποκειμενικότητα και παράγουν ιεραρχικές σχέσεις. Η διερεύνηση αυτή λειτουργεί
και ως γέφυρα, ανάμεσα στην επεξεργασία θεωρητικών σχημάτων μεταδομιστικής
ανάλυσης της εκπαίδευσης και στις πιο εμπειρικές εφαρμογές και αναφορές των
τελευταίων κεφαλαίων. Η ενδελεχής ανατομία των συγκεκριμένων μηχανισμών, με
τους οποίους η εκπαιδευτική εξουσία τυποποιεί και πειθαρχεί τις συμπεριφορές
των ατόμων, καλλιεργώντας επιμέρους έξεις στα παιδιά, οξύνει την κριτική
επίγνωση της εξουσιαστικής λειτουργίας των παιδαγωγών. Παράλληλα, η καταγραφή
ειδικών μικρο-τακτικών αντίστασης και απειθαρχίας, από τη μεταμόρφωση του χώρου
του θρανίου έως τον χλευασμό του επιτηρητικού βλέμματος, προβάλλει εδώ ανάγλυφα
τους μαθητές όχι ως αντικείμενα-σώματα που διαπλάθονται από τη βιοεξουσία, αλλά
ως ενεργά υποκείμενα ελευθερίας.
Κατανοώντας με οξυδέρκεια τη μεταδομιστική
σκέψη γύρω από την εξουσία, το τέταρτο κείμενο –που έχει βασιστεί στην
εθνογραφική έρευνα μιας σχολικής τάξης στην Αθήνα- περιπλέκει την εικόνα της
σύγκρουσης αντιστάσεων και κυριαρχίας. Φωτίζει τους τρόπους με τους οποίους οι
αντιστάσεις των μαθητών στην ηγεμονική μαθητική ταυτότητα αναπαράγουν και ενδυναμώνουν
άλλες κυρίαρχες ταυτότητες, του ετεροφυλοφιλικού κανόνα εν προκειμένω. Αυτό
γίνεται με τη χρήση βίας, αλλά και με τις «τεχνολογίες του εαυτού» -τον τρίτο
άξονα της φουκωικής ανάλυσης της «εμπειρίας»- δια των οποίων τα υποκείμενα
γίνονται συνεργοί των σχέσεων εξουσίας, αναλαμβάνοντας ενεργά την επιβολή των
ηγεμονικών προτύπων στον εαυτό τους. Η εξιχνίαση αυτών των αντιφατικών κινήσεων,
μέσα από τις οποίες οι αντιστάσεις συμπλέκονται με την κυριαρχία, συμβάλλει σε
μια πιο σύνθετη και κριτική σύλληψη των πολιτικών που απαιτούνται για την
προαγωγή της ισο-ελευθερίας, στην εκπαίδευση και ευρύτερα.
Η ανά χείρας συλλογή αυτών των μελετών κλείνει
αισιόδοξα, με μια υπόσχεση: για τις δυνατότητες ανοίγματος της δημοκρατίας μέσα
από αυτές τις πρακτικές ενεργού συγκρότησης του εαυτού, στα πλαίσια
δημιουργικών αντιστάσεων. Ο Πεχτελίδης ανατέμνει εδώ τον λόγο των μαθητών στην
εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, αναψηλαφώντας το «μυστικό» των νέων, την ιδιαίτερη
ζωντανή εμπειρία τους. Αυτή διαρρηγνύει τις καθιερωμένες κατηγοριοποιήσεις και
ανατρέπει τις κρατούσες κατασκευές της δημοκρατίας, του πολίτη, του νέου και
του μαθητή, φανερώνοντας προοπτικές και απροσδόκητες δυνάμεις σε «αδύναμες»
κοινωνικές ομάδες.
Οι διεισδυτικές και κάποτε πρωτοποριακές
μελέτες του Γ. Πεχτελίδη, για την εξουσιαστική συγκρότηση της παιδαγωγικής
πράξης και των υποκειμένων της, αναδεικνύουν τις κριτικές αιχμές, τις
αναλυτικές δυνατότητες αλλά, μοιραία, και τα ερμηνευτικά όρια των
μεταδομιστικών θεωριών που κινητοποιεί. Θα επιμείνουμε σε δύο: την ανεπαρκή
αναγνώριση και κατατριβή τους με το συναίσθημα (affect)[3]
και την απεμπόληση ενός ριζοσπαστικού ουτοπισμού, που θα διέκρινε τη δυνατότητα
μιας διαφυγής από το κλουβί των σχέσεων εξουσίας και ανισότητας, σε ορισμένες
στιγμές, έστω, ή διαστάσεις. Με δυο λόγια, από τη μεταδομιστική αυτή οπτική
λείπει το ερωτικό πάθος και ο ορίζοντας μιας ριζικής ισότητας και ελευθερίας,
που θα πρέπει, ασφαλώς, να ξαναστοχαστούμε κριτικά.
Ο George
Steiner
είναι ένας από τους πολλούς που, στην πραγματεία του Τα μαθήματα των δασκάλων,[4]
φωτίζει τη σημασία του σωκρατικού έρωτα στην παιδεία. «Ο ερωτισμός ... είναι
συνυφασμένος με τη διδασκαλία ... Ο χαρισματικός δάσκαλος και ο εμπνευσμένος
καθηγητής κρατούν στο χέρι, σε μια ριζικά ‘ολοκληρωτική’, ψυχοσωματική λαβή, το
ζωντανό πνεύμα των μαθητών ή των φοιτητών τους. Οι κίνδυνοι και τα προνόμια
είναι απεριόριστα».[5]
Πίστη, ζήλεια, αμφισβήτηση, προδοσία δασκάλου από μαθητή, και τανάπαλιν: τα
πάθη είναι πολύ ζωντανά και καυτά σε μια τέτοια ψυχοσωματική κοινωνία. «Να
αφυπνίζεις σ’ ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δυνάμεις, όνειρα που είναι πέρα από τα
δικά σου∙ να παρακινείς τους άλλους να αγαπήσουν αυτά που αγαπάς εσύ...αυτή η
περιπέτεια δεν μοιάζει με καμία άλλη».[6]
Οι δεσμοί κυριαρχίας και αντίστασης δεν είναι τα μόνα ή κύρια συστατικά της
εκπαιδευτικής διάδρασης. Μπλέκονται με τα πάθη αυτής της γεμάτης ένταση
ανθρώπινης συνάφειας, που μπορεί, ή και καλείται, να φθάσει στο υψηλό: «Η διδασκαλία, η καλή
διδασκαλία...σημαίνει να είσαι συνεργός της υπερβατικής δυνατότητας». Της
δυνατότητας κάθε ανθρώπου να δημιουργήσει τη σκέψη ή το έργο που θα ξεπεράσει
τα όρια του εαυτού μας και του παρόντος, φωτίζοντας νέους ορίζοντες.
Ο Jacques
Rancière είναι, από την άλλη, ένας από τους
πιο εύγλωττους κήρυκες μιας ριζικής ισότητας στην παιδαγωγική, που διασπά τον
μεταδομιστικό κλοιό μιας εξουσίας την οποία μπορούμε να υποσκάψουμε με έναν
αέναο αγωνισμό, χωρίς να μπορούμε να την υπερβούμε πλήρως. Για τον Rancière, η ισότητα δεν είναι «στόχος προς
επίτευξη, αλλά σημείο εκκίνησης, υπόθεση
που διατηρείται σε κάθε περίσταση».[7]
Η υπόθεση ότι η νοημοσύνη όλων, δασκάλων και μαθητών, είναι ίση, τίθεται ως
αξίωμα στην αρχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τη διέπει έως το τέλος. Αυτή
θεωρεί ότι οι διαφορές στις γνώσεις και στα έργα προκύπτουν από διαφορές στην
προσοχή και την προσπάθεια, όχι στις δυνατότητες, και υποστηρίζει τη χειραφετητική
θέση ότι κάθε άνθρωπος είναι ικανός να διδαχθεί μόνος του, χωρίς
δάσκαλο-φωτισμένο κηδεμόνα και φορέα μιας ανώτερης ικανότητας.[8]
Ο δάσκαλος δεν ενεργεί έτσι ως μια ανώτερη νοημοσύνη που κατευθύνει μια
κατώτερη, αλλά ως εκείνος που εισάγει τους μαθητές σε ένα πλαίσιο γνωστικών
προκλήσεων και τους καλεί να βγούνε μόνοι τους, ασκώντας τη δική τους
νοημοσύνη.[9]
Η διάνοια του μαθητή υπακούει μόνον στον εαυτό της, παρότι η επιθυμία του
υπακούει την επιθυμία ενός άλλου. Η εξισωτική αυτή στάση δεν εξασφαλίζει
προφανώς την εξάλειψη των ανισοτήτων στις συνθήκες και τα αποτελέσματα. Αλλά
εκφράζει ένα ριζοσπαστικό ήθος ισότητας που λειτουργεί δυναμικά, προάγοντας την
αυτο-χειραφέτηση του υποκειμένου, μέσα από μια καθοδήγηση που υποκινεί την
υπέρβασή της. Διατηρεί έτσι ζωντανό έναν ουτοπικό ορίζοντα πλήρους ισότητας πέρα
από τον αναγκαίο, αλλά και ανιαρό εν τέλει, αγώνα για τον αέναο περιορισμό
ανισοτήτων που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Με έναν παράδοξο αλλά απτό τρόπο, το
αξίωμα της ισότητας γίνεται πράξη μέσα από το άλλο ήθος αλληλεπίδρασης δασκάλου
και μαθητή που καλλιεργεί.
Ο
Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ
[1] Γιάννη Πεχτελίδη, Κυριαρχία και αντίσταση, Εκδόσεις Εκκρεμές,
Αθήνα, 2011, σσ. 9, 11.
[2] ε.α.,
σ.72.
[3] Για την
έλλειψη αυτή στο έργο του E.
Laclau, βλ. Γ. Σταυρακάκης,
‘Laclau with Lacan on Jouissance, στον τόμο The Lacanian Left, SUNY Press, Νέα Υόρκη, σσ.66-108.
Ελληνική μετάφραση: Η Λακανική αριστερά,
Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012.
[4] George Steiner, Tα μαθήματα των
δασκάλων, μτφρ. Σ. Βελέντζας, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα,
2011.
[5] ε.α.,
σ.46.
[6] ε.α.,
σ.211.
[7] Ζακ
Ρανσιέρ, Ο αδαής δάσκαλος, μτφρ. Δ.
Μπουνάνου, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2008, σ.124.
[8] ε.α., σσ.
29, 37, 39, 124.
[9] ε.α., σσ.
17-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου