ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ, Η αδύνατη ταξική ανακωχή. Η πολιτική του ΕΑΜ
στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας, και στα συνδικάτα, μέχρι τα Δεκεμβριανά,
εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 106
Πρόκειται
για μία από εκείνες τις εργασίες που μπορούν να διαπραγματευτούν ένα από τα πιο
σύνθετα ερωτήματα που τέθηκαν, εδώ και δεκαετίες, τόσο στον δημόσιο διάλογο,
όσο και στους ενδόμυχους προσδιορισμούς των αναλύσεων των ίδιων των ιστορικών:
το γιατί στη μετακατοχική Ελλάδα δεν συντελέστηκε αυτό που πραγματοποιήθηκε
στις άλλες δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες με εξίσου ισχυρή Αριστερά, όπως τη Γαλλία
και την Ιταλία, δηλαδή μια σχετικά ομαλή μετάβαση στη μεταπολεμική εποχή. Πολλές
από τις υπάρχουσες απαντήσεις, αρκέστηκαν να αναζητούν την «αυτοκρατορία του
κακού», τον κομμουνισμό, που τυφλά διεκδικούσε με τη βία την εξουσία,
πλαισιωμένος από τους Σοβιετικούς που δήθεν διακαώς προσπαθούσαν να εντάξουν τη
χώρα στο ανατολικό στρατόπεδο. Όταν, μάλιστα, οι πηγές αντιφάσκουν πλήρως προς
αυτά, αναζητείται ως απάντηση το «εθνικό κακό», η δήθεν μεταφυσική ροπή των
Ελλήνων προς τη διχόνοια και τη μισαλλοδοξία.
Πράγματι,
η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα με τα Δεκεμβριανά, τον ακήρυχτο, μετά τη
Βάρκιζα, κατατρεγμό κατά της Αριστεράς, αλλά και τον διακηρυγμένο εμφύλιο πόλεμο
στα 1946-49, πόρρω απείχε από τις εξελίξεις στις άλλες δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες.
Γιατί εκεί, παρά την οχύρωση των αστικών καθεστώτων πίσω από μηχανισμούς, όπως η
«επιχείρηση Gladio - κόκκινη προβιά» στην Ιταλία ή τα άτυπα κοινοβουλευτικά
πραξικοπήματα κατά των κομμουνιστικών κομμάτων μετά τα 1947, ποτέ αυτές οι
πρακτικές δεν προσέλαβαν τις τραγικές διαστάσεις που απέκτησαν στην Ελλάδα.
Τόσο στην Ιταλία, όσο και τη Γαλλία, οι κομμουνιστές εντάχθηκαν, τουλάχιστον σε
πρώτη φάση, οργανικά στη διαδικασία εγχώριας οικονομικής ανασυγκρότησης (ο M. Thorez και ο P. Togliatti, Γ.Γ
των κομμουνιστικών κομμάτων Γαλλίας και Ιταλίας, έγιναν αντιπρόεδροι και
υπουργοί των κυβερνήσεων των χωρών τους) και συμμετείχαν στις τομές
προοδευτικής φορολογίας και πολιτικών εργατικής προστασίας που δρομολογήθηκαν,
συνέβαλαν στη διαμόρφωση των εθνικών σχεδίων ανάπτυξης, υποστήριξαν την πάνδημη
απαίτηση για εθνικοποιήσεις (ορυχείων, μεταφορών, βαριάς βιομηχανίας,
επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας), καταλήγοντας, μάλιστα, την εποχή εκπόνησης του σχεδίου
Μονέ στη Γαλλία, η χώρα να διαθέτει το 1/5 της εγχώριας βιομηχανικής της
ικανότητας υπό κρατική ιδιοκτησία.
Το
γιατί στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι ανάλογο, αν και βέβαια η πολλαπλότητα των
παραγόντων που το προκάλεσαν δεν μπορεί να αγνοηθεί, εντούτοις υπάρχουν κάποιες
κυρίαρχες διαδικασίες που το εξηγούν. Αυτές ακριβώς ιχνηλατεί και η εργασία του
Δ. Μαριόλη, έχοντας το πλεονέκτημα να κινείται σε ένα πεδίο που οι υποθέσεις
εργασίας μπορούν να δώσουν σαφείς απαντήσεις: το διάστημα δηλαδή που η Αριστερά
άσκησε κάποιας μορφής κυβερνητική εξουσία ως τμήμα της κυβέρνησης εθνικής
ενότητας. Η μικρή αυτή περίοδος (από τον Οκτώβριο του 1944 έως τις πρώτες μέρες
του Δεκέμβρη του 1944, όταν οι εαμικοί υπουργοί παραιτήθηκαν) είναι πολύ διαφωτιστική
σε σχέση με το τι, στη βαθύτερη του διάσταση, κατέστη επίδικο στην πρώτη
μεταπολεμική περίοδο, ποιο ήταν το πραγματικό διακύβευμα και ποιοι παράγοντες ματαίωσαν
αυτό που σε άλλες χώρες ονομάστηκε ειρηνική συνύπαρξη. Τι ήταν, δηλαδή, εκείνο
που δεν επέτρεψε τον συμβιβασμό, πέρα από τις ιδεολογικές κατασκευές που
επιχείρησαν μετέπειτα να το δικαιολογήσουν.
Στην
Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, το τέλος της φασιστικής κατάκτησης
παρήγαγε δυο κυρίαρχες κοινωνικές απαιτήσεις. Πρώτον, τη ανάγκη να ανακουφιστεί
άμεσα ο πληθυσμός από την καταστροφή που υπέστη, και δεύτερον να αποτραπεί το
ενδεχόμενο να επαναληφθούν τα φαινόμενα κρατών έκτακτης ανάγκης με την επιβολή
δημοκρατικών δικλείδων ασφαλείας. Μια πάνδημη απαίτηση απόλυτα ευθύγραμμη και με
τη βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής των ανθρώπων, την αύξηση της αξίας της
εργατικής δύναμης και τη βελτίωση των όρων διάθεσης της ανθρώπινης εργασίας. Με
άλλα λόγια, ο εκδημοκρατισμός σήμανε πρωτίστως ότι το ενάμισι εκατομμύριο των Λονδρέζων
που κοιμούνταν σε κούτες στο Τάμεση έπρεπε να στεγαστούν, στη Γαλλία τα ορφανά
να βρουν κατάλυμα, στην Ελλάδα να τραφεί άμεσα και επαρκώς ο πληθυσμός που
λιμοκτονούσε.
Για
αυτό ακριβώς χρειάστηκε παντού μεταπολεμικά ένας έμπρακτος ταξικός συμβιβασμός
και όχι μια απλή διακήρυξη ατομικών δικαιωμάτων. Στη Βρετανία, για παράδειγμα,
χρειάστηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μια γενναία διαδικασία κοινωνικοποίησης.
Έτσι, ιατρικές υπηρεσίες προσφέρθηκαν δωρεάν δια νόμου, δημιουργήθηκε ένα Εθνικό
Σύστημα Υγείας, επεκτάθηκε σε όλους το συνταξιοδοτικό σύστημα, σε κάθε
οικογένεια δόθηκαν οικονομικές ενισχύσεις, και μάλιστα σε εβδομαδιαία βάση, για
την ανατροφή των παιδιών, ενώ στις άνεργες γυναίκες και τις χήρες
ιατροφαρμακευτική κάλυψη και επιδόματα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ήταν το δόγμα Attlee «καλά σχεδιασμένες και κατασκευασμένες πόλεις, πολλά πάρκα
και γήπεδα, σπίτια και σχολεία, εργοστάσια και μαγαζιά».
Στην
Ελλάδα αυτές οι αυτονόητες προτεραιότητες που θα διασφάλιζαν το δημοκρατικό
μέλλον της χώρας προσέκρουσαν σε μια αστική τάξη που, ενώ κλήθηκε να
κινητοποιήσει τον παραγωγικό μηχανισμό, απαίτησε ανάλγητα την αναπαραγωγή των
συνθηκών συσσώρευσης της Κατοχής και των πολιτικών δομών που της αντιστοιχούσαν.
Αποδείχθηκε, δηλαδή, απολύτως δέσμια των διαδικασιών που συνέτειναν στην
ανασύνθεσή της στα πλαίσια των οικονομικών διαδικασιών που επέβαλε η Κατοχή. Ήταν
η περίοδος που συντελέστηκε μια εκτεταμένη μεταφορά περιουσιών σε «επιχειρηματίες»
της μαύρης αγοράς (χρειάστηκε να φτάσει στα 1949 για να υπάρξει μια νομοθετική
ρύθμιση που απέδιδε στους «πωλητές» των περιουσιών τους επί Κατοχής 45.000 από
τις 330.000 περίπου ιδιοκτησίες που υφαρπάχτηκαν), παρακαταθήκη που καθόρισε τη
μετέπειτα εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού. Οι νέες αστικές μερίδες παρέδωσαν
τη χώρα σε μια μαύρη αγορά που υπερτιμολογούσε τα πάντα, σε μια οικονομική
λογική που προωθούσε επενδύσεις μόνο όταν το κέρδος ήταν διασφαλισμένο και
υπέρογκο, υπό το καθεστώς ενός πρωτοφανούς πληθωρισμού και με την ανεξέλεγκτη
κερδοσκοπία να καταληστεύει ακόμα και τα ψιχία της ξένης βοήθειας. Την ίδια
στιγμή οι εργάτες έμεναν απλήρωτοι να λιμοκτονούσαν δίπλα σε αποθήκες
κατάφορτες με τα προϊόντα που είχαν αποκρυβεί, το κρατικό ταμείο διασπαθιζόταν
σε ψεύτικες επενδύσεις, ενώ ο αποθησαυρισμός σχημάτιζε εκτεταμένα χρηματικά
αποθέματα έτοιμα να κατατεθούν σε λογαριασμούς του εξωτερικού. Ταυτόχρονα, τα
«κέρδη» της Κατοχής παρέμεναν ανέγγιχτα, νομιμοποιώντας αυτούς που τα απέσπασαν,
εκποιώντας απροσχημάτιστα τις πρώτες ύλες και τα κεφαλαιουχικά αγαθά της χώρας,
«πουλώντας» τα στους κατακτητές, και αποσπώντας υπεραξία μέσω ενός ειδεχθούς καθεστώτος
εξαναγκαστικής εργασίας και πρωτοφανούς καταστολής. Οι «πλουτίσαντες επί
Κατοχής» θα παρέμεναν έτσι για δεκαετίες το πρότυπο οικονομικής συμπεριφοράς
για μεγάλο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης και ο υπαίτιος της μετακατοχικής
πολιτικής ανωμαλίας.
Όλα
αυτά δεν ήταν εύκολο να επιτευχθούν αν οι Βρετανοί δεν έστεργαν τις νέες δομές
συσσώρευσης, επιβάλλοντας μια νέα μορφή οικονομικού εξανδραποδισμού της χώρας. Ήταν
ένας τύπος αποικιοποίησης που αναζητούσε κοινωνικές δυνάμεις-στηρίγματα να
πλαισιώσουν τις νέες δομές εξάρτησης, χρησιμοποιώντας την τροφοδοσία του
πληθυσμού (σχέδιο Μάννα) ως εφαλτήριο επιβολής οικονομικού ελέγχου και
διεκδικώντας πλήρη, έλεγχο στην κυβερνητική πολιτική. Ο Sir D. Wales, απεσταλμένος του Βρετανικού Θησαυροφυλακίου
ως άτυπος υπερ-υπουργός, υποσχόταν τρόφιμα στους πεινασμένους Έλληνες για να
επιβάλει την πολιτική της νέας δραχμής, προσδένοντας την οικονομία της χώρας
στη λίρα και διαγράφοντας τα παλιά χρέη των επιχειρηματιών, τη στιγμή που κατέστρεφε
τους μικροκαταθέτες που προσπαθούσαν να διασώσουν κόπους μιας ζωής.
Υπό
το άγχος μετά το Bretton Woods να
εκτοπιστούν από τη διεθνή οικονομία, οι Βρετανοί απαιτούσαν προς όφελος του
ελληνικού κεφαλαίου περικοπές μισθών, περιστολή στη φορολογία, δέσμευση της
δραχμής στη χρυσή λίρα και στο στρατιωτικό τους νόμισμα (όπως οι Γερμανοί με το
κατοχικό μάρκο), επιτρέποντας τη διασπάθιση των εθνικών αποθεμάτων χρυσού και
διευκολύνοντας τους κερδοσκόπους να επωφελούνται από τη ρευστότητα των
συναλλαγματικών ισοτιμιών. Έχοντας, μάλιστα, τον αστυνομικό έλεγχο της χώρας
επέτρεψαν σιωπηλά να καταληστεύονται οι κρατικές αποθήκες από αργυρώνητους
υπαλλήλους και κάθε λογής μαυραγορίτες.
Στην
ουσία ο μόνος που μπορούσε να επιβάλει το αυτονόητο ήταν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, τα
οποία είχαν παραδώσει την Ελλάδα ελεύθερη και με απόλυτη τάξη στην εθνική
κυβέρνηση παρά τις προκλήσεις των Ελλήνων ακροδεξιών (ήταν 7 οι νεκροί στη
διαδήλωση του ΕΑΜ στις 14 Οκτωβρίου 1944 όταν πυροβολήθηκαν από τα
φρουραρχεία-ξενοδοχεία της «Χ» στην Πανεπιστημίου). Σε αυτά απέμενε να εκλιπαρούν
να εφαρμοστεί μια κεϋνσιανή πολιτική στήριξης της κατανάλωσης και να
χρηματοδοτηθεί η εγχώρια βιομηχανία από τις δημόσιες επενδύσεις βάσει σχεδίου,
χωρίς να καταληστεύεται το δημόσιο ταμείο. Και, μάλιστα χωρίς καν να θέτουν
θέμα εθνικοποιήσεων, έτοιμα να προσφέρουν ένα «πατριωτικό» εργατικό δυναμικό πρόσφορο
για «θυσίες», τη στιγμή που αυτό, εκπαιδευμένο μέσα στις συνθήκες των εργατικών
αγώνων της Κατοχής, έσφυζε από δυναμισμό.
Όταν
δε, στο τέλος του Νοεμβρίου του 1944, μετά την τεράστια άνοδο των τιμών, το
εργατικό κίνημα της χώρας θα απαιτήσει άμεσα μέτρα για την επίταξη των
εργοστασίων που παρέμεναν κλειστά, για τη φορολογία των κερδών, για τον έλεγχο του
τιμάριθμου, θα υποστεί μια απρόκλητη καταστολή, ώστε να ματαιωθεί η γενική
απεργία που προκήρυξε. Το πρόσχημα ήταν ότι ο ΕΛΑΣ επιχείρησε να αφοπλίσει
κάποια αστυνομικά τμήματα του κέντρου της Αθήνας, μετά την πρωτοφανή σφαγή, μιας
ομάδας «παιδιών και νέων», όπως έγραφαν οι Times, που διαδήλωναν ειρηνικά στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην
Πλατεία Συντάγματος.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι
ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου