25/10/15

Μετά την Απελευθέρωση της χώρας από τους Ναζί

Το όραμα της ανατροπής ενάντια στην επιδίωξη της συνέχειας

ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ

Μια από τις σημαντικότερες και παράλληλα λιγότερο μελετημένες πτυχές της κατοχικής πραγματικότητας είναι αυτή του τρόπου διοίκησης της χώρας από τις αρχές κατοχής. Η ναζιστική διοίκηση εισήγαγε ένα καθεστώς τρομοκρατίας και ανομίας, το οποίο οδήγησε άμεσα στη διάλυση του κρατικού μηχανισμού και γενικότερα όλων των μηχανισμών που ρύθμιζαν τη λειτουργία της κοινωνίας. Από τους όρους λειτουργίας της αγοράς, των υπηρεσιών πρόνοιας και εκπαίδευσης, μέχρι την υλοτομία των δασών ή τα εργασιακά ζητήματα, η πολιτική διάλυσης που επέβαλαν οι αρχές κατοχής καθόρισε με δραματικό τρόπο την καθημερινότητα των πολιτών. Ουσιαστικά, αμέσως μετά τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας, με την κυβέρνηση και τον βασιλιά αυτοεξόριστους στο Κάιρο, τον στρατό διαλυμένο και τον κρατικό μηχανισμό στην υπηρεσία των κατακτητών, οι πολίτες βρέθηκαν μόνοι αντιμέτωποι με τη σκληρή κατοχική πραγματικότητα.
Η αποδιοργάνωση της καθημερινότητας ήταν μια πρακτική που ακολούθησαν κυρίως οι Ναζί, με στόχο να βυθίσουν τις κοινωνίες στην ανομία και την εξαθλίωση ώστε να εφαρμόσουν ανενόχλητοι την πολιτική εκμετάλλευσης των κατεχόμενων χωρών. Όπως ανέφερε ο Υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκαίμπελς στο ημερολόγιό του τον Φεβρουάριο του 1942: «οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις.»[1]
Η Κατοχή πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια περίοδος ακραίας ανθρωπιστικής, οικονομικής και ηθικής κρίσης, όπου η κοινωνική συνοχή τσακίστηκε από την πολιτική που ακολούθησαν οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους. Όπως σε κάθε περίοδο κρίσης, ένα τμήμα της κοινωνίας εκμεταλλεύτηκε τις έκτακτες συνθήκες για ν’ αποκτήσει πολιτική ή οικονομική ισχύ, ανοίγοντας έτσι το τεράστιο θέμα του δοσιλογισμού που δίχασε την ελληνική κοινωνία.

Οι συνέπειες της Κατοχής δημιούργησαν ένα τεράστιο και πρωτόγνωρο πολιτικό κενό. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, η Αντίσταση. Οι αντιστασιακές οργανώσεις υπήρξαν η απάντηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στη φασιστική κατοχή.[2] Ήταν αυτές που δημιούργησαν νόμιμα και παράνομα δίκτυα εξεύρεσης και διακίνησης τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης συμβάλλοντας στην επιβίωση του πληθυσμού, που με αντιστασιακές ενέργειες τόνωναν το ηθικό των κατεκτημένων, με τον παράνομο Τύπο ανέτρεπαν την προπαγάνδα των κατακτητών, με τα σαμποτάζ προκαλούσαν απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό του κατακτητή, με τους αντάρτικους στρατούς δέσμευαν στις χώρες τους μεγάλο αριθμό στρατευμάτων του Άξονα μειώνοντας τις δυνάμεις του στα μέτωπα του πολέμου.
Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών, η Αντίσταση υπήρξε ο μοναδικός τρόπος να πολεμήσει κάποιος για την προάσπιση της δοκιμαζόμενης κοινωνίας και για την ανάκτηση της ταπεινωμένης εθνικής αξιοπρέπειας. Στην εξέλιξη του πολέμου η Αντίσταση κατάφερε δύο μεγάλες αλλαγές, κυρίως στα εδάφη που είχε θέσει υπό τον έλεγχό της: α) δημιουργώντας νέους τρόπους κινητοποίησης της κοινωνίας ουσιαστικά αντικατέστησε τα πολιτικά κόμματα ως φορείς πολιτικής έκφρασης και β) εισάγοντας νέους τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας υποκατέστησε τις κρατικές δομές συγκροτώντας μια νέα και παράλληλη εξουσία.
Η αίγλη και το κύρος που απέκτησαν οι άνθρωποι που έπαιζαν το κεφάλι τους «κορώνα – γράμματα» πολεμώντας τον κατακτητή μέσα στη χώρα, δίπλα στη δοκιμαζόμενη κοινωνία, σε αντιδιαστολή με τις εξόριστες κυβερνήσεις που βρίσκονταν αποκομμένες από τις εξελίξεις στο εσωτερικό των χωρών τους, δημιούργησαν νέα πολιτικά δεδομένα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σταδιακά η Αντίσταση μετασχηματίστηκε στον κύριο πολιτικό φορέα που εξέφραζε το, σε μεγάλο βαθμό ασαφές αλλά ταυτόχρονα καθολικό, αίτημα για πολιτική αλλαγή μετά τη λήξη του πολέμου. Απέναντι στην αδράνεια και την ανικανότητα του «παλαιού» πολιτικού κόσμου να εμποδίσει την άνοδο του φασισμού πανευρωπαϊκά, η δράση και η δυναμική της Αντίστασης την κατέστησε τον νέο πολιτικό φορέα που θα επιδίωκε την ανανέωση της πολιτικής ζωής στην απελευθερωμένη Ευρώπη.[3]
Η ριζοσπαστικοποίηση των κατεχόμενων κοινωνιών, λόγω της εμπειρίας της Κατοχής και της Αντίστασης, το γεγονός ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά αντιστασιακά κινήματα πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές, που κατείχαν την τεχνογνωσία στην οργάνωση της παράνομης δράσης και του αντάρτικου πολέμου λόγω της συμμετοχής τους στον Ισπανικό Εμφύλιο, η αίγλη που είχε αποκτήσει η Σοβιετική Ένωση με τα κατορθώματα του Κόκκινου Στρατού και το γεγονός ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση εξακολουθούσε να γοητεύει, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που έδωσαν σαφές πολιτικό πρόσημο στα ευρωπαϊκά αντιστασιακά κινήματα.[4]  
Αυτός ήταν ο λόγος που από το 1943 και μετά, όταν ήταν πλέον ορατή η ήττα των δυνάμεων του Άξονα, οι δυτικοί σύμμαχοι, και κυρίως οι Βρετανοί, αναζητούσαν τρόπους για την επίλυση ενός δύσκολου προβλήματος. Από τη μια πλευρά η ενίσχυση της ευρωπαϊκής Αντίστασης ήταν στρατιωτικά επωφελής λόγω των πληγμάτων που προκαλούσε στις δυνάμεις του Άξονα. Παράλληλα όμως, στο πλαίσιο του αναδυόμενου ανταγωνισμού μεταξύ δυτικών και σοβιετικών, η ενίσχυση της Αντίστασης, λόγω της κυριαρχίας των κομμουνιστών σε αυτή, προκαλούσε εμπόδια στην επίτευξη των πολιτικών στόχων που είχαν τεθεί από τους δυτικούς συμμάχους για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Όπως το έθετε ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών σε απάντησή του προς τον Ουίστων Τσώρτσιλ, τα μακροχρόνια πολιτικά συμφέροντα «μας στρέφουν προς την υποστήριξη των μοναρχιών», ενώ τα βραχυπρόθεσμα στρατιωτικά «μας υποχρεώνουν να υποστηρίξουμε τα πιο δραστήρια στοιχεία της Αντίστασης, τα οποία τυγχάνουν να είναι οι Κομμουνιστές».[5]
Με άλλα λόγια, στην κρίσιμη φάση της Απελευθέρωσης, όσο πιο ισχυρά ήταν τα αντιστασιακά κινήματα σε χώρες όπου οι Βρετανοί επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα μετά τη λήξη του πολέμου, τόσο πιο δύσκολη γίνονταν η επίτευξη αυτού του στόχου με πολιτικά μέσα. Όπως επισημαίνει ο Μαρκ Μαζάουερ, «το μέλημα των Βρετανών και των εξόριστων κυβερνήσεων […] ήταν να παλινορθώσουν το υπαρκτό πολιτικό προσωπικό μετά την Απελευθέρωση και καταλάβαιναν πως ένα μεγάλο, οπλισμένο αντιστασιακό κίνημα μπορούσε να εμποδίσει αυτά τα σχέδια».[6]
Αυτή ακριβώς η προσπάθεια επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικού κόσμου στη μεταπολεμική πραγματικότητα «σκόνταφτε» στους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς που είχε προκαλέσει στο εσωτερικό των κατεχόμενων χωρών ο πόλεμος. Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης, η είσοδος των μαζών στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής μέσα από τη συμμετοχή τους στα αντιστασιακά κινήματα, είχε αλλάξει τις αντιλήψεις δημιουργώντας νέες πολιτικές ταυτότητες. Τα αντιστασιακά κινήματα εξέφραζαν τον ριζοσπαστισμό των κατεχόμενων κοινωνιών και απαιτούσαν ένα διαφορετικό μεταπολεμικό κόσμο.
Όπως επισημαίνει ο Τόνυ Τζαντ, το κύριο εμπόδιο για μια ριζοσπαστική αλλαγή μετά τον πόλεμο δεν ήταν οι αντιδραστικοί ή οι φασίστες, που εξαφανίστηκαν αμέσως μετά την ήττα του Άξονα, αλλά οι νόμιμες εξόριστες κυβερνήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες πέρασαν τον πόλεμο στο Λονδίνο σχεδιάζοντας την επιστροφή τους. Οι κυβερνήσεις αυτές αντιμετώπισαν τις τοπικές αντιστασιακές οργανώσεις στις χώρες τους περισσότερο ως πρόβλημα παρά ως συμμάχους.[7]
Την περίοδο της Απελευθέρωσης, η διάσταση ανάμεσα στις επιδιώξεις των αντιστασιακών και αυτές των εξόριστων κυβερνήσεων, αναδείχθηκε σε κύριο πολιτικό ζήτημα στην κρίσιμη φάση της μετάβασης από την εμπόλεμη στη μεταπολεμική Ευρώπη. Τα λόγια του αντιστασιακού Θόδωρου Κυριακίδη, μέλος της ΕΠΟΝ Βύρωνα, είναι χαρακτηριστικά:

«Δηλαδή έλεγα δεν μπορεί εσύ να απολαύσεις αύριο τους καρπούς της λευτεριάς που σου δίνω εγώ βρε κερατά. Που εγώ βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά κάθε λεπτό. Εσύ γιατί κάθεσαι στο σπίτι σου και λες αν δεν πειράξεις τους Γερμανούς δεν σου κάνουν τίποτα; Δηλαδή υπήρχε και αυτή η μερίδα των ανθρώπων που λέγανε “ε, φταίτε και σεις δεν κάθεστε στ’ αυγά σας”. Που να κάτσω στ’ αυγά μου. Δε σε καίει εσένα αυτός ο βραχνάς που έχεις πάνω από το κεφάλι σου; Δεν λες να το σηκώσεις το κεφάλι σου ψηλά;»[8]

Τα λόγια του Κυριακίδη είναι τα λόγια του Γάλλου, του Ιταλού, του Γιουγκοσλάβου αντιστασιακού. Είναι η αντίληψη περί Απελευθέρωσης, που πήγαζε «από τα κάτω», από το κομμάτι της κοινωνίας που εξήλθε από την αδράνεια και το φόβο και ανέλαβε δράση εντασσόμενο στην Αντίσταση. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, όσοι πολέμησαν τον κατακτητή, όσοι «έβαλαν το κεφάλι τους στον ντορβά», είχαν κερδίσει το δικαίωμα να έχουν τον πρώτο λόγο μετά την Απελευθέρωση. Τα λόγια αυτά εκφράζουν τη νέα πολιτική συμμαχία που αναδείχθηκε μέσα από την Αντίσταση, υπό την καθοδήγηση των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων, και επεδίωξε τη ριζοσπαστική αλλαγή των ευρωπαϊκών κοινωνιών μετά τον πόλεμο.
Στον αντίποδα βρίσκονταν η αντίληψη που εκφραζόταν την περίοδο της Απελευθέρωσης κυρίως από τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίστων Τσώρτσιλ. Σε ομιλία του στο βρετανικό κοινοβούλιο ο Τσώρτσιλ ανέφερε:

«Αλλά σε αυτούς που προσπαθούν να εδραιώσουν την άποψη ότι οι άνδρες που ¨βγήκαν¨ στα βουνά […] έχουν ως ανταμοιβή κερδίσει το δικαίωμα να κυβερνήσουν τεράστιες και πολύπλοκες κοινωνίες όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία ή η Ελλάδα, λέω ότι απορρίπτω αυτόν τον ισχυρισμό. Έχουν προσφέρει μια καλή υπηρεσία και είναι αρμοδιότητα του Κράτους, και όχι δική τους, να κρίνει την ανταμοιβή που πρέπει να λάβουν. Δεν είναι δική τους υπόθεση να διεκδικήσουν την κατοχή του Κράτους, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό».[9]

Στα λόγια του Τσώρτσιλ, αποτυπώνεται μια διαφορετική αντίληψη για την Απελευθέρωση. Μια αντίληψη «από τα πάνω», από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των συμμάχων που νίκησε τον φασισμό στα μέτωπα του πολέμου. Για αυτούς, ο πόλεμος υπήρξε μια παρένθεση και η Απελευθέρωση το μεταβατικό στάδιο στην προσπάθεια επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικού συστήματος στη μεταπολεμική εξουσία. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, τη λογική της συνέχειας, η Αντίσταση δεν είχε το δικαίωμα να καθορίσει τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Αυτό το ζήτημα ήταν αρμοδιότητα των εξόριστων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που επέστρεφαν στις χώρες τους μετά τη λήξη του πολέμου.
Η αντιπαράθεση των δυνάμεων της ανατροπής με αυτές της συνέχειας αρθρώθηκε γύρω από το αμείλικτο ερώτημα που έθετε η Απελευθέρωση, όπως το διατυπώνει ο Μαρκ Μαζάουερ:

«Σε όλη την Ευρώπη, το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ήττα του φασισμού γέννησε το ερώτημα για τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί η μεταπολεμική τάξη. Ποιος θα έλεγχε τα μέσα της βίας και εν ονόματι ποιων πολιτικών αρχών;»[10]

Η δύσκολη ελληνική Απελευθέρωση

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι βρετανικοί σχεδιασμοί για την επαναφορά του προπολεμικού πολιτικού συστήματος στην εξουσία, προσέκρουαν στην ισχύ του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ κατάφερε μέσα από τη δράση του να καταστεί η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, ενώ τις παραμονές της Απελευθέρωσης κυριαρχούσε στρατιωτικά στη χώρα έχοντας αποκτήσει παράλληλα ευρεία πολιτική επιρροή.
Ο πολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο ΕΑΜ και τον αστικό πολιτικό χώρο και η προσπάθεια της βρετανικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Ελλάδα και παράλληλα ν’ αποτρέψει την εμφάνιση ενός επιτυχημένου παραδείγματος εξέγερσης στην Ευρώπη, που θα μεταδίδονταν σαν ντόμινο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μετέτρεψαν το εσωτερικό πολιτικό ζήτημα σε διεθνές πρόβλημα.
Αυτό λοιπόν που χαρακτηρίζει την Απελευθέρωση και καθορίζει γενικότερα τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές επιδιώξεις του ΕΑΜ, της ισχυρότερης πολιτικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτές των μεγάλων συμμάχων - ρυθμιστών των διεθνών πολιτικών εξελίξεων και συγκεκριμένα των Βρετανών. Οι Βρετανοί είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα στη Σοβιετική Ένωση, σύμφωνα με τα λόγια του Τσώρτσιλ, για να εντάξουν την Ελλάδα στη δική τους σφαίρα επιρροής. Συνεπώς δεν θα διακινδύνευαν ένα «ατύχημα» στην εξαιρετικά κρίσιμη, για το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης, περίοδο αναζήτησης νέων ισορροπιών από τα μόλις απελευθερωμένα ευρωπαϊκά κράτη.
Από τη στιγμή που ο διασπασμένος αστικός πολιτικός κόσμος και ο βασιλιάς, που είχε χάσει μεγάλο μέρος του κύρους του, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος απέναντι στο ΕΑΜ, οι Βρετανοί επέλεξαν την τακτική του πρόσκαιρου συμβιβασμού. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή του ΕΑΜ, που προέκυψε μετά το Συνέδριο του Λιβάνου, υπήρξε η γέφυρα που αναζητούσαν για την επαναφορά της εξόριστης κυβέρνησης στην Ελλάδα. Αυτή η «από τα πάνω» επίτευξη της Εθνικής Ενότητας, μπορεί να εξασφάλισε τη νομιμοποίηση του ΕΑΜ, όμως παράλληλα παρείχε πολύ μεγαλύτερα οφέλη στον αστικό πολιτικό κόσμο.
Η συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την πλέον αναίμακτη απελευθέρωση ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και την επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης σε συνθήκες τάξης. Παράλληλα εξασφάλισε στους Βρετανούς και την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση τον αναγκαίο χρόνο για να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αυτή τη φορά σε ελληνικό έδαφος. Οι υποχωρήσεις της εαμικής πλευράς επέτρεψαν στους πολιτικούς του αντιπάλους να θέσουν τους όρους για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος στην Ελλάδα. Η τακτική νίκη που πέτυχαν οι δυνάμεις της συνέχειας του κράτους απέναντι σε αυτές που επιδίωκαν την ανατροπή του προπολεμικού καθεστώτος, αποτυπώνεται στα λόγια του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και αποδίδεται στη μετάθεση του χρόνου της οριστικής επίλυσης του πολιτικού προβλήματος από τις ημέρες της Απελευθέρωσης σε αυτές των Δεκεμβριανών:

«Αλλά το πλέον σημαντικόν είναι ότι η μεν ¨σφαγή¨ του Οκτωβρίου θα επαγίωνε το Εαμικόν Κράτος, διότι θα εφαίνετο στρεφομένη εναντίον των οργάνων του Κατακτητού και των εκμεταλλευτών του Λαού, και θα προσέδιδε μάλιστα εις το ΕΑΜ τον φωτοστέφανον του πρωταγωνιστού της συμμαχικής υποθέσεως, ενώ η ¨σφαγή¨ του Δεκεμβρίου συνέτριψεν υλικώς και ηθικώς το Κομμουνιστικόν Κόμμα και επαγίωσε το Ελληνικόν Κράτος, διότι υπήρξε στάσις εναντίον της Ελληνικής Κυβερνήσεως και των Βρεττανικών στρατευμάτων».[11]

Συνεπώς τις ημέρες της Απελευθέρωσης αυτό που καλούνταν να πράξουν οι Βρετανοί και ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν ν’ ανατρέψουν, χωρίς να χρεωθούν την κατηγορία της πρόκλησης εμφυλίου πολέμου, τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που είχαν δημιουργηθεί την περίοδο της Κατοχής, τα οποία κατέστησαν το ΕΑΜ εξουσία «σε αναμονή». Η προσπάθεια λοιπόν νομιμοποίησης της αυτοεξόριστης ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονταν σε απόλυτη συνάρτηση με την ταυτόχρονη απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης. Όπως το έθετε χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου, το ΕΑΜ έπρεπε από «Κράτος» να γίνει «Στάσις»:

«Είναι επομένως προφανές ότι η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε την 3 Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ Κράτος, να είμεθα ημείς Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις».[12]
                                                                                   
Έτσι, στην ελληνική περίπτωση, το ντελίριο χαράς των ημερών της Απελευθέρωσης επισκιάστηκε από το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών. Η Απελευθέρωση δεν σηματοδότησε, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την έναρξη μιας ειρηνικής περιόδου ανασυγκρότησης. Αντίθετα, την καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου διαδέχθηκε η ακόμη πιο σκληρή εμπειρία του ελληνικού εμφυλίου. Αυτός ίσως είναι ο κυριότερος λόγος που εξηγεί την αμηχανία μας σχετικά με την Απελευθέρωση και μας οδήγησε στο να κάνουμε μια πρώτη σημαντική απόπειρα για τον εορτασμό της 71 ολόκληρα χρόνια μετά. 


Εισήγηση του Μενέλαου Χαραλαμπίδη στη συζήτηση «Κατοχή και Απελευθέρωση: ελληνική και ευρωπαϊκή διάσταση» (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 9/10/2015), στην οποία μίλησαν επίσης ο Γιάννης Σκαλιδάκης και ο Ιάσονας Χανδρινός. Τη συζήτηση, που διοργανώθηκε από το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 71 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας (πληροφορίες στο www.freeathens44.org), συντόνισε η δημοσιογράφος Μαριλένα Κατσίμη.

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός


[1] Παρατίθεται στο Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1994, σ. 115.
[2] Για τις πρακτικές και τις πολιτικές της Αντίστασης στην Ευρώπη, M. R. D. Foot, Resistance. An analysis of European Resistance to Nazism 1940-1945, Λονδίνο, Eyre Methuen, 1976. Για τα αντιστασιακά κινήματα στη βορειοδυτική Ευρώπη, Ζακ Σεμελέν, Άοπλοι απέναντι στον Χίτλερ. Η αντίσταση των πολιτών στην Ευρώπη 1939-1943, Χρ. Ξανθοπούλου (μτφ), Αθήνα, Χατζηνικολής, 1993, για την περίπτωση της Γαλλίας, Robert Gildea, Marianne in Chains. In Search of the German Occupation of France, 1940-1945, Λονδίνο, Pan Books, 2003, για την περίπτωση της Ιταλίας, Tom Behan, The Italian Resistance. Fascists, Guerrillas and the Allies, Λονδίνο, Pluto Press, 2009, για την περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, Marcia Christoff Kurapovna, Shadows on the Mountain. The Allies, the Resistance and the Rivalries that Doomed WWII Yugoslavia, Νιου Τζέρσεϋ, Wiley, 2010.
[3] Ο Μαρκ Μαζάουερ υποστηρίζει ότι η ριζοσπαστικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών λόγω των συνεπειών του πολέμου και η εμφάνιση των αντιστασιακών κινημάτων, που έδωσε πολιτικό νόημα στην εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι που έστρεψαν ακόμη και τους συντηρητικούς ευρωπαίους πολιτικούς στην επιλογή εκτεταμένων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων με σαφή προοδευτικό χαρακτήρα αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τη μεταβολή της βρετανικής κοινωνικής πολιτικής με την εδραίωση του κοινωνικού κράτους, Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Κ. Κουρεμένος (μτφ), δ΄ έκδοση, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2004, σ. 184-191. 
[4] Για την ετοιμότητα και το προβάδισμα των κομμουνιστών στην Αντίσταση, Eric Hobsbawn, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, Βασ. Καπετανγιάννης (μτφ), β΄ έκδοση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1997, σ. 215-220.
[5] Παρατίθεται στο Elisabeth Barker, British Policy in South-East Europe in the Second World War, Λονδίνο, Macmillan Press, 1976, σ. 166.
[6] Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, Κ. Κουρεμένος (μτφ), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2009, σ. 509.
[7] Judt, Postwar, σ. 64.
[8] Θόδωρος Κυριακίδης, συνέντευξη στον γράφοντα 28-5-2007.
[9] Parliamentary Debates, House of Commons Official Report, vol. 406, No 7, 8 Δεκεμβρίου 1944.
[10] Mark Mazower, «Εισαγωγή» στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Ειρήνη Θεοφυλακτοπούλου (μτφ), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2003, σ. 19.
[11] Γεώργιος Παπανδρέου, Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα, Άλφα Ι. Σκαζίκη, 1945, σ. 231.
[12] Στο ίδιο, σ. 231.


Δεν υπάρχουν σχόλια: