ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Λευκές νύχτες. Ένα συναισθηματικό ειδύλλιο από το ημερολόγιο ενός ονειροπόλου, μετάφραση από τα ρωσικά-σημειώσεις-επίμετρο Παναγιώτης Λούτας, Εκδόσεις Ερατώ, σελ. 219
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Λευκές νύχτες. Ένα συναισθηματικό ειδύλλιο από το ημερολόγιο ενός ονειροπόλου, μετάφραση από τα ρωσικά-σημειώσεις-επίμετρο Παναγιώτης Λούτας, Εκδόσεις Ερατώ, σελ. 219
Ας ξεκινήσουμε από τον
τίτλο. Οι Λευκές νύχτες του Φιόντορ
Ντοστογιέφσκι έχουν δύο υπότιτλους «Συναισθηματικό
μυθιστόρημα» και «Από τις αναμνήσεις
ενός ονειροπόλου». Η αυθαίρετη αλλαγή τους σε «Συναισθηματικό ειδύλλιο από το ημερολόγιο ενός ονειροπόλου»
παραβιάζει την αρχική ιδέα του συγγραφέα, και ένας συγγραφέας του μεγέθους του
Ντοστογιέφσκι τίποτα δεν αφήνει στην τύχη, ακόμα και επιμένοντας να αποκαλεί
μυθιστόρημα ένα εκτενές διήγημα. Στην προκειμένη περίπτωση ορίζει, ότι το
κείμενό του είναι γραμμένο σύμφωνα με τους κανόνες του Συναισθηματισμού,
βασιζόμενο, ώς είθισται, σε αναμνήσεις ή ημερολόγιο του ήρωα.
Οι Λευκές νύχτες κλείνουν φέτος τα 170 τους χρόνια: το μυθιστόρημα,
γραμμένο το 1848, είναι αρκετά ξεχωριστό και θυμίζει ελάχιστα τα μεγάλα επόμενα
αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερο θέμα, ιδιαίτερη γλώσσα, σχεδόν
εύθυμη εικόνα της καλοκαιρινής Πετρούπολης. Μία παράμετρος πάντως παραμένει
σταθερή: η ηρωΐδα στις Λευκές νύχτες
είναι πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη από τον ήρωα, παρά το νεαρό της ηλικίας
της. Γι’ αυτό και έχει όνομα –την λένε Νάστινκα– σε αντίθεση με τον ήρωα, που,
παρόλο που το μυθιστόρημα γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο –στο δικό του πρόσωπο–
αποκαλείται απλά και αόριστα Ονειροπόλος, άνθρωπος χωρίς όνομα και χωρίς
ιστορία, ένας μετεωρίτης στη ζωή των άλλων και στη δική του. Γι’ αυτό και οι Λευκές νύχτες προλογίζονται με μια
ελαφρώς παραποιημένη φράση από το ποίημα του Ιβάν Τουργκένεφ «Λουλούδι» : «Ή ήταν πλασμένος μόνο// Για να μείνει έστω και για μια στιγμή// δίπλα στην καρδιά σου;»
Μπορεί μια φωτεινή στιγμή στη ζωή του ανθρώπου αξίζει όσο ένας αιώνας μιας
ανιαρής ύπαρξης, όπως πιστεύουν οι ήρωες της συναισθηματικής και της ρομαντικής
λογοτεχνίας κι αργότερα οι συμβολιστές, αλλά πάνω σ’ αυτή τη βάση δεν χτίζεται
τίποτα, ούτε καν συνεχίζεται η ζωή.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με
ένα λουλούδι και τελειώνει μ’ αυτό: σύμβολο αγνότητας, φρεσκάδας, το λουλούδι
συμβολίζει την ανθρώπινη ψυχή, έρμαιο ανθρώπων και καθεστώτων, που μπορούν να
το τσαλακώσουν, να το μαράνουν πρόωρα, και η καταφατική φράση στο ποίημα του
Τουργκένεφ, στον Ντοστογιέφσκι, στο τέλος του μυθιστορήματος, γίνεται
ερωτηματική, όταν ο Ονειροπόλος, ως γνήσιος συναισθηματικός ήρωας, αν και
προδομένος κατά κάποιον τρόπο από την αγαπημένη του, αναφωνεί: «...να τσαλακώσω έστω και ένα από εκείνα τα
εύθραυστα λουλούδια, που θα έχεις πλέξει στις μαύρες μπούκλες σου, όταν θα
πηγαίνεις μαζί του στο ιερό;» Αντί να τσαλακώσει το λουλούδι, την Νάστινκα,
ο Ονειροπόλος επιλέγει να τσαλακωθεί ο ίδιος.
Όποιος γνωρίζει την Αγία
Πετρούπολη, πρέπει να παραδεχτεί ότι οι λευκές νύχτες, οι φωτεινές τρεις
εβδομάδες, 11 Ιουνίου με 2 Ιουλίου, όταν δεν νυχτώνει ποτέ, είναι η καλύτερη
εποχή της πόλης, παγωμένης το χειμώνα και βροχερής όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Αυτές οι τρείς εβδομάδες είναι και η Άνοιξη, και το Καλοκαίρι. Οι λευκές νύχτες
αναπληρώνουν την έλλειψη του ήλιου, κάνουν τις ψυχές να ανθίσουν και τους
ανθρώπους να ονειρεύονται.
Η μοναξιά των μεγαλουπόλεων
δεν επινοήθηκε από τον Ντοστογιέφσκι· μόνο που η μοναξιά από μοναξιά διαφέρει:
στις μεγαλουπόλεις του Βορρά, με μικρή μέρα και μεγάλη νύχτα, στις σκοτεινές
σοφίτες και τα μισθωμένα διαμερισματάκια, ποτισμένα με την μυρωδιά του φθηνού
φαγητού, το αίσθημα της εγκατάλειψης και ορφάνιας γιγαντώνεται επικίνδυνα και,
στο περιβάλλον του καθολικού φόβου και λογοκρισίας, η ανθρώπινη ψυχή μαραίνεται,
συρρικνώνεται. Από την άλλη, η καλλιτεχνική, ευαίσθητη ψυχή αντιδρά, φτιάχνει
δικό της, ιδεατό κόσμο, γίνεται «ζωγράφος
της ζωής του και την δημιουργεί κάθε ώρα σύμφωνα με το δικό του σχέδιο»,
όπως έγραφε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι.
Ο Ονειροπόλος του Ντοστογιέφσκι
είναι ένας από τους πολλούς Πετρουπολίτες της μεσαίας τάξης: ένας 26χρονος
άνδρας, με βαρετή, μονότονη δημόσια υπηρεσία, μικρό μισθό, πιθανόν, επαρχιώτης,
που βρέθηκε στην μεγαλούπολη μακριά από το οικογενειακό του περιβάλλον και με
ελάχιστη ελπίδα να φτιάξει δική του οικογένεια. Δεν αποκλείεται να ήρθε στην
Πετρούπολη, αφού έχει ήδη ορφανέψει, όπως ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι, ο οποίος στα
16 του έχασε τη μητέρα του, μετακόμισε μαζί με τον αδερφό του από τη Μόσχα στην
Αγία Πετρούπολη και δυο χρόνια αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Στην ηλικία
της Νάστινκα ο Ντοστογιέφσκι μένει ορφανός και στην ηλικία του Ονειροπόλου
γράφει τις Λευκές νύχτες. Η χρονιά
αυτή –το 1848– είναι σημαδιακή για τον ίδιο: το 1848 πέθανε ο μεγάλος κριτικός
λογοτεχνίας, Βησσαρίων Μπελίνσκι, που επηρέασε όλους τους τιτάνες της ρωσικής
λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα· σίγησε μια ανιδιοτελής
φωνή, ένας κοφτός και ακριβής λόγος. Ο Μπελίνσκι πέθανε στα 37 του χρόνια, όπως
και ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν, ο οποίος μνημονεύεται στις Λευκές νύχτες και οι αναφορές στον
οποίον γίνονται στις υποσημειώσεις και το Επίμετρο της ελληνικής μετάφρασης του
βιβλίου.
Όσον αφορά το Επίμετρο. Δεν
βλέπω τον λόγο να τοποθετείται ένα τόσο σημαντικό για αναγνώστη κείμενο για τον
συγγραφέα και το έργο του, μια και πρόκειται για ξένη λογοτεχνία, στο τέλος του
βιβλίου. Πιστεύω, ότι ένας εμπεριστατωμένος Πρόλογος θα διευκόλυνε πολύ
περισσότερο την γνωριμία με έναν παντελώς άγνωστο για έναν ανυποψίαστο
αναγνώστη κόσμο, εφόσον τα περισσότερα ονόματα και στοιχεία είναι γι’ αυτόν
κενά σημασίας. Πυξίδα για την καλύτερη κατανόηση του μυθιστορήματος μπορούν να
αποτελέσουν ονόματα, τίτλοι βιβλίων και τσιτάτα, που συχνά-πυκνά ακούγονται στο
κείμενο, και η σύνδεσή τους με την υπόθεση του έργου, αλλά και με την ιδέα του
συγγραφέα, επίσης πιο στοχευμένα θα μπορούσε να δώσει ο Πρόλογος και όχι το
Επίμετρο. Και μάλιστα στην συγκεκριμένη περίπτωση, ένα Επίμετρο, που αυστηρά
και χωρίς τα εισαγωγικά ακολουθεί ρωσικό κείμενο, το οποίο απευθύνεται σε Ρώσο αναγνώστη,
από το σχολείο εξοικειωμένο με το θέμα.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα
χρονικά πλαίσια, μέσα στα οποία γράφεται ένα έργο, οι ημερομηνίες και οι
σταθμοί στη ζωή του συγγραφέα. Έτσι, το 1847 ο Ντοστογιέφσκι έρχεται σε ρήξη με
τον Μπελίνσκι και συνδέεται με το κίνημα του Μιχαήλ Πετρασέφσκι, που υιοθετεί
τρομοκρατικές μεθόδους στον αγώνα κατά του καθεστώτος για την κατάργηση της
δουλοπαροικίας: αυτή η σχέση, αρκετά επιδερμική πρέπει να σημειώσουμε, θα
οδηγήσει τον Ντοστογιέφσκι το 1849 στην αρχή στο εκτελεστικό απόσπασμα, και
αμέσως μετά τη μετατροπή της ποινής, στα κάτεργα της Σιβηρίας, με όλα τα
επακόλουθα για τον ίδιον και τη ρωσική λογοτεχνία. Να, σε τι μεσοδιάστημα
γράφτηκαν οι Λευκές νύχτες, ένα
μυθιστόρημα συναισθηματικό και βαθιά ρωσικό, αν και το εντάσσουν συχνά στον
κύκλο κειμένων, επηρεασμένων από τον Βέρθερο
του Γκαίτε ή το γαλλικό συναισθηματικό μυθιστόρημα.
Ένα μέρος αλήθειας πάντως υπάρχει.
Στις Λευκές νύχτες μαζί με τον
Ονειροπόλο και την Νάστινκα, «ζουν» οι μεγάλοι Ρώσοι ρομαντικοί ποιητές,
Ζουκόφσκι, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, οι Γερμανοί Χάινε και Γκαίτε, ο Άγγλος Ουώλτερ
Σκοτ, οι περισσότεροι μακαρίτες το 1848, όπως μακαρίτισσα ήταν και η εποχή του
Συναισθηματισμού και του Ρομαντισμού. Οι καιροί έχουν αλλάξει: την εποχή του
θριάμβου της Ευρώπης επί του Ναπολέοντα, του Αυτοκράτορα νικητή Αλεξάνδρου Α΄ της
Ρωσίας, της νικηφόρου εισόδου του ρωσικού στρατού στο Παρίσι και των ελπίδων
για ριζικές, φιλελεύθερες αλλαγές, αντικατέστησαν οι συντηρητικοί καιροί του
αδερφού του, Αυτοκράτορα Νικόλαου Α΄ (ο Τολστόι σε ένα από τα διηγήματά του
αναφέρει το παρατσούκλι, που έδωσαν στον σκληρό Αυτοκράτορα οι απλοί στρατιώτες
– Νικόλαος το Ρόπαλο), εποχή αβυσσαλέας αντίδρασης και ολικής παρακολούθησης. Η
«Άνοιξη» δεν κράτησε για πολύ, όπως και κάθε Άνοιξη, οι προσδοκίες προδόθηκαν,
οι ονειρεμένες ελευθερίες δεν ήρθαν, και όσοι τις διεκδίκησαν με μένος και όπλα
το Δεκέμβρη του 1825 στην Πλατεία της Γερουσίας της Αγίας Πετρούπολης, βρέθηκαν
είτε στο ικρίωμα, είτε στα κάτεργα της Σιβηρίας.
Σ’ αυτή την Πετρούπολη ζουν
ο Ονειροπόλος και η Νάστινκα, ένας μοναχικός γραφιάς, που πιάνει φιλίες με τα
κτήρια της Αγίας Πετρούπολης, και η 17χρονη ορφανή Νάστινκα, που κατοικεί με
την τυφλή γιαγιά της, η οποία την κρατάει αιχμάλωτη στο σπίτι, στην κυριολεξία
καρφιτσωμένη στη φούστα της.
Και οι δυο είναι
ανελεύθεροι, φυλακισμένοι, ο Ονειροπόλος μεταφορικά, δεσμώτης του ψυχαναγκασμού
του, αλλά και της ζωής του, ασυμβίβαστης με τις ευαισθησίες του, και η Νάστινκα
κυριολεκτικά. Μια τυχαία συνάντησή τους σε μια από τις γέφυρες της πόλης μέσα
στις λευκές νύχτες, θα οδηγήσει τον Ονειροπόλο ακόμα πιο βαθιά στο πηγάδι της
μοναξιάς, και την Νάστινκα προς τη λύτρωση. Ο Ονειροπόλος διασχίζει την
Πετρούπολη χωρίς κανένα σκοπό, παρακολουθώντας σαν μέσα από κλειδαρότρυπα τις
ξένες ζωές, βασανιζόμενος από την αδυναμία να κάνει μια γνωριμία, μια αληθινή
σχέση, και η Νάστινκα βγήκε τη νύχτα με την ελπίδα να συναντήσει τον αγαπημένο
της, που της υποσχέθηκε να επιστρέψει για να την πάρει μαζί του. Η καρφιτσωμένη
στη φούστα της γιαγιάς Νάστινκα έχει ήδη πάρει την απόφασή της, ήδη έκανε την
επανάστασή της, προσφέροντας στον νεαρό νοικάρη της γιαγιάς της την καρδιά και
το χέρι για να την οδηγήσει στην ελευθερία και στην αληθινή ζωή. Ο αγαπημένος
αργούσε να φανεί και, εκείνη την πρώτη νύχτα μάταιης προσμονής και απελπισίας
για την Νάστινκα, την συνάντησε ο Ονειροπόλος. Η κοπέλα ήταν στ’ αλήθεια
δυστυχισμένη και ο νεαρός βρισκόταν σε κατάσταση εικονικής μέθης, αντανακλώντας
το φως της πραγματικής ευτυχίας άλλων Πετρουπολιτών. Την τελευταία, την τέταρτη
νύχτα, οι ρόλοι θα αντιστραφούν: η Νάστινκα θα ζει μια πραγματική ευτυχία, ενώ
ο ήρωάς μας, γερασμένος, με τα γερασμένα κτίρια γύρω του, θα βυθίζεται σε μια (πάλι)
εικονική δυστυχία. Περιμένοντας μαζί με την κοπέλα τον αγαπημένο της επί
τέσσερις λευκές νύχτες, ο Ονειροπόλος βγάζει τα εσώψυχά του, και παρολίγο να
τραβήξει την Νάστινκα στο βυθό της δικής του εικονικής πραγματικότητας. «Ω, αν ήσασταν εκείνος!» αναφωνεί η
κοπέλα στο γράμμα που στέλνει στον Ονειροπόλο το ξημέρωμα, στην εκπνοή της τελευταίας
νύχτας, γεμάτη τύψεις, επειδή του έδωσε μάταιες ελπίδες, σχεδόν τον πρόδωσε, αφού
προτίμησε να ακολουθήσει αυτόν, που αγαπούσε και περίμενε. Δόξα τω Θεώ, που ο
Οειροπόλος δεν ήταν εκείνος...
Πέρα όμως από το λεξιλόγιο,
χαρακτηριστικό για τη συναισθηματική λογοτεχνία, πέρα από την σχεδόν ειδυλλιακή
εικόνα της πέτρινης Πετρούπολης, πέρα από τις μακροσκελείς και μεγαλόστομες
φράσεις, οι Λευκές νύχτες είναι
τρομερά διαχρονικές: ο Ντοστογιέφσκι σαν να προέβλεπε την εποχή των μαλθακών
ανδρών και δυναμικών γυναικών, που γεννάει η εποχή της αντίδρασης, έκανε
βαθύτατη ψυχανάλυση ανθρώπων που δεν τσαλακώνουν λουλούδια, αλλά τα μαραίνουν
σιγά σιγά, περιβάλλοντάς τα με μια στείρα, ιδεατή αγάπη, που δεν έχει καμιά
σχέση με τον έρωτα. Οι ηρωΐδες της ρωσικής λογοτεχνίας τελικά είναι πολύ πιο
δυνατές και ξεκάθαρες από τους ήρωες, που δείχνουν αδιαφορία για τη μοίρα τους
– ξεκινώντας από την Τατιάνα στον Ευγένιο
Ονέγκιν, του αγαπημένου του Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν, και φτάνοντας στην Άννα
Καρένινα, του Τολστόι, και αυτό επίσης μπορεί να θεωρηθεί «ρωσικό φαινόμενο». Ο
σύγχρονος, εξαιρετικά χαρισματικός κριτικός και ιστορικός λογοτεχνίας Ντμίτρι
Μπίκοφ, έπεσε διάνα όταν ισχυρίστηκε, αναφερόμενος στη Μάνα του Μαξίμ Γκόρκι: «Ακολουθώντας
τους μεγάλους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας, ο Γκόρκι βλέπει την
επαναστατική αρχή στο πρόσωπο της γυναίκας, και όσο και να φαίνεται περίεργο,
για τον Γκόρκι γυναίκα είναι ο μοναδικός φορέας κάποιου μέλλοντος, η μοναδική
φωνή από το μέλλον, γιατί ο άντρας στη Ρωσία προλαβαίνει να δειλιάσει, να κάνει
τα αίσχη, να χάσει τον εαυτό του, να πιαστεί από την κλίμακα του κατεστημένου».
Τέλος πάντων, ο καθένας μας
θα διαβάσει το συναισθηματικό μυθιστόρημα του 26χρονου Ντοστογιέφσκι με το δικό
του τρόπο: κάποιος εκπαιδευμένος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θα δει στο πρόσωπο
της Νάστινκα μια αδίστακτη νεαρά, που απεγνωσμένα ψάχνει για προστάτη, για
σωσίβιο, και σαν επαρχιώτισσα, που θέλει να πετάξει από την αποπνικτική
ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον πρώτο
τυχόντα, κάποιος άλλος θα δει στο πρόσωπο του Ονειροπόλου έναν άνδρα-αράχνη:
κάνοντας στην αρχή το νεαρό κορίτσι να τον λυπηθεί και μετά γεμίζοντάς το
ενοχές, προσπαθεί να την τραβήξει στο δικό του γλιτσερό ιστό. Απογυμνωμένο από
τα λογοτεχνικά αξεσουάρ του, το μυθιστόρημα γίνεται μια απλή, καθημερινή
ιστορία.
Ιστορία μιας μεγαλούπολης
και των κατοίκων τους, την οποία ο Ντοστογιέφσκι ονειρευόταν κάποτε να κάνει
αληθινό μυθιστόρημα, γιατί οι Λευκές
νύχτες δεν ήταν παρά ένα σκιτσογράφημα, ένα πρελούδιο για κάτι μεγαλύτερο,
που ο Ντοστογιέφσκι ονειρευόταν να γράψει, ένα βιβλίο με τίτλο «Ονειροπόλος».
Γιώργος Ζογγολόπουλος, Φακοί, 1993, ανοξείδωτο ατσάλι, πλεξιγκλάς, 140 x 40 x 51 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου