ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Υπνοπαιδεία ΙΙ |
Ο Λάμπης
ακούει το μεγάφωνο της κοινότητας να φωνάζει πάλι τα δικά του. Μόνο για καλό
δεν είναι αυτές οι ανακοινώσεις. Διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, κάτι
χαρτιά που ζητάνε από τα νοικοκυριά. Η μάνα του γκρινιάζει μ’ όλα τούτα, όμως
αυτουνού δεν του καίγεται καρφί, που λένε. Τσαπίζει τα ξερόχορτα γύρω από τις
ροδακινιές, ρίχνει μια ματιά στον Μάρκο που ανέμελος μασουλάει παραπέρα· ύστερα
κάθεται να κάνει ένα τσιγάρο. Το χωριό μακριά τού φαίνεται άγνωστο, παράξενο.
Δεν έχει να πει τίποτε και με κανέναν, ποτέ δεν είχε, έτσι τον ξέρανε και έτσι
τον βλέπουνε ακόμη. Συνήθως δεν σκέφτεται ο Λάμπης όταν κάθεται μοναχός στις
εξοχές, με τον γάιδαρό του συντροφιά ― δεν τον νοιάζει. Είναι λίγο θυμωμένος με
το πρώην αφεντικό του στο κρεοπωλείο, στην πόλη, που τον απέλυσε, αλλά αυτά
συμβαίνουν τελευταία· απολύονται πολλοί και ξαναγυρίζουν στον τόπο τους.
Όταν
επέστρεψε εκείνος, η μάνα του ήταν απαρηγόρητη. Τώρα θα έχω και σένα; Καλά τον
είχε ξεφορτωθεί λίγα χρόνια. Πράγματι μέχρι τη Μύκονο είχε φτάσει η χάρη του
―μάλλον, το χέρι του― γιατί έναν χασάπη με ταλέντο δεν τον βρίσκεις εύκολα.
Ποιος άλλος, στην ηλικία του, μπορούσε να κόβει μπριζόλες και να ξελαιμιάζει
σφαχτά; Ο Λάμπης με απέραντη υπομονή και μεθοδικότητα έφερνε σε πέρας την
αποστολή του· την είχε μάθει καλά κοντά στον θείο του τον Τάκη, τον χασάπη, που
σήμερα έχει ψησταριά στην παραλία της Τούζλας, αλλά δεν τον θέλει για γκαρσόνι,
γιατί «δεν πιάνει από αυτά». Μια ζωή το ίδιο, «δεν τον κόβει για πολλά». Που να
τους έκοβε τη γλώσσα, τους ξερόλες…
Γυρίζει ο Λάμπης στο πατρικό· η μάνα του
φροντίζει τον γέρο, τον παππού. Τον έφερε στο σπίτι για να κρατάει τη σύνταξη,
τριακόσια εξήντα, όσα είναι, τα έξοδα τρέχουν. Ο άντρας της, με απλήρωτα τα
τοματάκια, ακόμη περιμένει. Και τώρα νά σου και ο γιος, από πέρσι τής
κουβαλήθηκε, χωρίς ένα ευρώ στην τσέπη, χωρίς επίδομα ανεργίας γιατί και αυτό
ακόμη ήταν ανίκανος να το κανονίσει.
Τι
έλεγε το μεγάφωνο; τη ρωτάει. Εκείνη συγχυσμένη απαντάει ότι ρωτούσαν ποιες
οικογένειες θέλουν να φιλοξενήσουν Αμερικανάκια που θα έρθουν για είκοσι μέρες
στο χωριό. Ο Λάμπης δυσκολεύεται να μπει στο νόημα. Ποια Αμερικανάκια, πόσο
χρονών; Και τι θα κάνουν τόσες μέρες σε ένα φτωχοχώρι;
Το ίδιο βράδυ φροντίζει να μάθει: 3-4 μπίρες
δεν είναι και άσχημα για να σου μιλήσει μια ξέμπαρκη γκαρσόνα στην καφετέρια.
Είναι μαθητές από την Αμερική, από καλά κολέγια, έρχονται μέσω της Αμερικανικής
Γεωργικής Σχολής της Θεσσαλονίκης κάθε χρόνο σε ένα διαφορετικό χωριό. Ζούνε
μαζί με τους ντόπιους, τους βοηθάνε, και φιλοξενούνται. Το φαγητό τους είναι
πληρωμένο, άσε που είναι όλα πλουσιόπαιδα. Προτιμώνται οικογένειες με παιδιά,
αλλά οποιοσδήποτε θέλει μπορεί να μπει στο πρόγραμμα. Η λέξη «πρόγραμμα»
απορρυθμίζει τη σκέψη του Λάμπη: με κάτι τέτοια προγράμματα δεν τέλειωσε καν
την πρώτη γυμνασίου.
Όμως
ο Λάμπης είχε δει πολλούς ξένους στη ζωή του, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες
στη Μύκονο, στο υπόγειο μαγαζί, όπου τεμάχιζε νύχτα-μέρα κρέατα για να
χορτάσουν οι τουρίστες. Έβλεπε τα δάχτυλα, τα πέδιλα, έβλεπε τις γάμπες τους,
τα γόνατα, καθώς σήκωνε το βλέμμα του από τον πάγκο όπου ήταν σκυμμένος όλη
μέρα. Το παράθυρο έκοβε το μισό τους κορμί. Κάπου κάπου έβγαινε στο ασπρισμένο
σκαλοπάτι να καπνίσει και τότε τους παρατηρούσε ολόσωμους. Το βράδυ, σε κάποιο
μπαρ, πλήρωνε πανάκριβα τα ποτά και στεκόταν μόνος, αλλόκοτος, αμίλητος. Πάντως
του άρεσε που ζούσε ανάμεσα σε ξένους, ανέκαθεν του άρεσε που δεν μπορούσαν
όλοι αυτοί να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Γουστάριζε και τα κορίτσια κι ας
δίσταζε να τα πλησιάσει, όχι τίποτε, αλλά τι να τους πει; Ενώ εκείνες, που
κάποτε πλήρωνε στα σπίτια με τα λαμπάκια, στον στρατό, ήταν μια χαρά. Κιχ δεν
έβγαζαν και η δουλειά γινόταν.
Τώρα
όμως ήταν μια συγκλονιστική ευκαιρία να συναντήσει ξένους στο χωριό, αυτός που
τους ήξερε έστω για τα καλά. Πόσοι χωριάτες ταξίδεψαν σαν κι εκείνον;
Την άλλη μέρα μίλησε με τη μάνα του. Εμείς
δεν μπορούμε να φέρουμε ένα παιδί; Είσαι καλά; φώναξε εκείνη. Έχω τον παππού,
έχω εσένα, να έχω κι άλλον τζάμπα; Σε ποιο δωμάτιο; Ο Λάμπης είπε στο δικό του,
εκείνος θα πήγαινε στο ισόγειο, δίπλα στην αποθήκη.
Ούτε
να το σκεφτείς, στρίγκλισε εκείνη και συννέφιασε η μούρη της σαν το βουνό
παραπίσω τους.
Γέμισε το χωριό νέα παιδιά. Αγόρια και
κορίτσια, ξανθά, καστανά, μελαχρινά, ένα μαυρούλι. Όμορφα, άσχημα, με ωραία
δόντια, με σιδεράκια στα δόντια, με ωραία πόδια, με μάτια που προκαλούσαν.
Δεκαεπτά και δεκαοχτώ χρονών κορίτσια, ώριμες κοπέλες, έρχονταν υποψιασμένες,
ήξεραν πώς να φερθούν και πώς να (μην) προκαλέσουν διακριτικά. Αναστατώθηκαν οι
νοικοκυραίοι, νεαροί άντρες ξενύχταγαν στις καφετέριες, πιτσιρικάδες που
μισούσαν τα αγγλικά στο σχολείο έψαχναν να βρούνε τα παλιά τους βιβλία, ακόμη
και παντρεμένοι άντρες δεν άντεχαν να έχουν τόση λάμψη μέσα στα σπιτικά τους.
Οι πιο άτυχες οικογένειες φιλοξενούσαν τα λιγοστά αγόρια της αποστολής, αλλά κι
εκείνα ήταν τόσο ανοιχτόμυαλα, τόσο χαμογελαστά και γιατί μια παντρεμένη να μην
χαρεί με το πρωινό χαμόγελο ενός θεριεμένου εφήβου; Μια απροσδόκητη ευδαιμονία
απλωνόταν στο χωριό, μια γκλαμουριά, λες κι ήρθε ξαφνικά η τηλεόραση και
μετέτρεψε το αγροτικό τοπίο σε υπαίθριο στούντιο όπου όλοι παρακολουθούσαν τους
πάντες και τους σχολίαζαν.
Κι
ο Λάμπης με τον Μάρκο, στους μπαχτσέδες,
στη δική τους μοναχική παρέα. Μέρες τώρα ο Λάμπης βλέπει τα αμερικανάκια,
χαίρεται που περπατάνε στις γειτονιές και κάνουν ένα σωρό εθελοντικές εργασίες.
Φωτογραφίζουν, σημειώνουν, καταγράφουν παλιά αγροτικά εργαλεία. Ξέρει ωστόσο
ότι δεν τον παίρνει να μπερδευτεί στα πόδια τους. Δεν είναι δεκαοχτάρης, είναι
είκοσι πέντε. Δεν μιλάει αγγλικά, αλλά και τα ελληνικά του βαθμολογήθηκαν κάτω
απ’ τη βάση. Κατά βάθος αντιλαμβάνεται, με τον δικό του ταπεινό τρόπο, ότι
είναι εκείνοι οι άλλοι, οι συγχωριανοί του, που θα του απαγόρευαν να πλησιάσει
τα παιδιά. Πρώτη και καλύτερη η μάνα του έδωσε το σύνθημα, η γιαχωβού. Όλα
απαγορευμένα για τον Λάμπη, που όμως δεν παραπονιόταν, δεν γκρίνιαζε, δεν
μάλωνε· του αρκούσε να κάνει ένα τσιγαράκι κάτω από τη μουριά και να λέει καμιά
κουβεντούλα με τον Μάρκο.
Γι’
αυτό και κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς βρέθηκε η ξανθομάλλα Αμερικανίδα
μαζί του, πότε και πώς τα βρήκανε. Σίγουρα εντυπωσιάστηκε από τον γάιδαρο, ένα
ζώο σπάνιο, «donkey!», αναφώνησε. Tου χάιδεψε τη τεράστια λυπημένη μούρη και
του χτένισε το δασύ τρίχωμα. Ύστερα μίλησε με τα ελάχιστα ελληνικά της στον
Λάμπη κι εκείνος χάρηκε που και η ξένη μίλαγε το ίδιο λίγο. Εκείνη του ζήτησε
να την ανεβάσει στο ζώο και αυτός τη βοήθησε να σκαρφαλώσει, κοντούλης ο
γαϊδαράκος αλλά λούφαξε όταν τον τύλιξαν τα ποδάρια της θηλυκιάς. Η Άντζι
ξετρελαινόταν. Ήταν το μόνο donkey στο χωριό, έπρεπε να το καταγράψει στο
πρόγραμμα, να βρει σε ποιο είδος κατατασσόταν. Να ερχόταν πάλι την επομένη;
Κι
έτσι η Άντζι έγινε κολλητή με τον Λάμπη και τον Μάρκο και, παρ’ όλες τις
διακριτικές υποδείξεις που της έγιναν για έναν «ζωντόβολο χασάπη», εκείνη
επέμενε ότι είναι ένας brilliant character, ευγενικός και φιλότιμος. Μακάρι
όλοι να είχανε τέτοια συναισθήματα. Κι ο Λάμπης καμάρωνε κρυφά, εκείνος ήξερε
ότι με τους ξένους τα πάει καλύτερα, ξένος κι αυτός στον τόπο του.
Τώρα ερχόταν η σειρά του να τους δώσει ένα
μάθημα και δεν ήταν παρά την εικοστή μέρα, παραμονή της αναχώρησης των παιδιών,
όταν είχανε στήσει ένα γλέντι στο προαύλιο του σχολείου με όλες τις οικογένειες
που φιλοξενήσαν τα παιδιά. Χορεύανε τα Αμερικανάκια κυκλωτικά σαν να
τσαλαπατούσανε σταφύλια, χορεύανε χασάπικα και θρακιώτικα. Η Άντζι έτρεξε και
βρήκε τον Λάμπη κι εκείνος σαμάρωσε τον Μάρκο με ένα σαμάρι γεμάτο κουδουνάκια
και πολύχρωμες χάντρες, φυλαγμένο από τον παππού του, και την ανέβασε πάνω,
ικανοποιημένη βασίλισσα, αυτός μπροστά να τραβάει την τριχιά, ενώ ο Μάρκος
υπάκουος προχωρούσε κατά μήκος της κεντρικής πλατείας.
Τα χαχανητά και τα επιφωνήματα σώπασαν όταν είδαν την πομπή που
κατευθυνόταν στο σχολείο να αποκτάει άλλες διαστάσεις. Ο Μάρκος, προφανώς
ικανοποιημένος με το θηλυκό φορτίο του, εξέθεσε μεγαλοπρεπώς τη γαϊδουρινή του,
προβοσκίδα ή μπαζούκας, όπως το εκλάμβανε ο καθείς. Ιαχές και κραυγές, γέλια
και ντροπές, και ο Λάμπης περήφανος με το τσιγαράκι στο στόμα ―Σας κανόνισα
όλους―, βοηθούσε να ξεπεζέψει η ξανθιά κορμάρα.
Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης (Παλαιοχώρι Παγγαίου, 1956) είναι
διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο, «Το μυστικό της
Έλλης», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου