Όταν η ποίηση συναντά τα αισθητικά αιτούμενα της
μεταμοντέρνας εποχής
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ, Τα δεδομένα, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 56
«Ποιητής ιστορικός» ο Βρεττός από την πρώτη του
εμφάνιση (1985), μας έχει δώσει την εμβληματική συλλογή Ανιστόρητο (1999), όπου αναμετράται, αντιστικτικά και σημείο προς
σημείο, με το σεφερικό Μυθιστόρημα,
όπως αναλυτικά έχω δείξει παλαιότερα σε κείμενό μου στο περιοδικό Ο Πολίτης. Και αναμετράται με τον
ποιητικό ιστορισμό τού Σεφέρη, βιώνοντας την έκπτωση των ιστορικών και
ποιητικών βεβαιοτήτων που την συνέχουν, διερευνώντας ταυτόχρονα το δικό μας
παρόν, ανοίγοντας τη θεματολογία της ποίησής του στις αχανείς εκτάσεις των
αβεβαιοτήτων που το χαρακτηρίζουν.
Μεσολάβησαν δύο ακόμα ποιητικές συλλογές, οι οποίες συστηματοποιούσαν
τα πεδία αναφοράς της ποίησης του Βρεττού στα ιστορικά συμβάντα του καιρού μας,
με ιδιαίτερη έμφαση στις μετά το ’89 πραγματικότητες, π.χ. των Βαλκανίων και
της μετανάστευσης, αλλά αισθητικά το επόμενο βήμα έδειχνε να εκκρεμεί.
Κατανοητός ο δισταγμός, γνήσια ίσως η αμηχανία, αλλά το ζητούμενο εν τέλει αυτό
είναι.
Με το παρόν βιβλίο, ο Βρεττός κάνει μια αποφασιστική
κίνηση. Ξεκινά με ποιήματα απροκάλυπτα καβαφογενή, δείχνοντας έτσι, ήδη από την
πρώτη σελίδα, την πρόθεσή του να τελειώνει με τους παραδεδομένους τρόπους τού
ποιητικώς ιστορείν. Γιατί το τελικό όριο της μοντερνιστικής ποιητικής ιστορικής
αφήγησης δεν είναι βέβαια ο Σεφέρης αλλά ο Καβάφης.
Στις επόμενες σελίδες συνεχίζει με ποιήματα που
χαρακτηρίζονται από την κατακτημένη του επάρκεια, αλλά στέκουν διστακτικά
απέναντι στο «περαιτέρω» και συχνά «ανακεφαλαιώνουν» προηγούμενα ποιήματά του: καταγράφει
το αδιέξοδο, το όριο, το αίτημα. Σαν
άλλος ξεκινώ./ Σαν τρίτος επιστρέφω./ Αυτός που υπήρξα έπαψε. Έτσι, με απόλυτη
φυσικότητα, καταλήγει, κλείνοντας το βιβλίο, με ένα ποίημα που θα το ονόμαζα «προγραμματικό»,
ένα ποίημα-έξοδος, αφού σ’ αυτό περιγράφεται ανάγλυφα η θέση του ποιητή μέσα
στο ιστορικό παρόν, οι ορίζουσες, τα αιτούμενα και οι διακυβεύσεις του
ποιητικού λόγου στην εποχή μας, η ίδια η υφή του ποιήματος και τα βασικά
αισθητικά του γνωρίσματα. Έτσι συναντά, και διά του χαρακτήρα τού ποιήματος
ανακαλεί, ένα επίσης «προγραμματικό» ποίημα του Ηλία Λάγιου, έστω κι αν εκείνο
δεν έθετε ως σημείο καταγωγικής αναφοράς του τον Καβάφη αλλά τον Καρυωτάκη.
Όλα τα προηγούμενα, μαζί και η ρηξικέλευθη παρέμβαση
του Λάγιου, συνιστούν τα «δεδομένα», όπως δηλοί και ο τίτλος του βιβλίου
Βρεττού, με αυτά έχει να αναμετρηθεί ο σύγχρονος ποιητής. Τα δύο ποιήματα, του
Λάγιου και του Βρεττού, περιγράφουν έγκυρα το ποιητικό παρόν, με τις συμπτώσεις
και τις αποκλίσεις τους, με το ποιητικό-αισθητικό φάσμα που ορίζουν. Αν κατά την
εποχή του ακμαίου μοντερνισμού θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «μανιφέστα»,
και αργότερα ως «ποιήματα ποιητικής», σήμερα είναι απλώς δύο όντως ποιήματα,
που σημαδεύουν αισθητικά την εποχή μας. Όλα τα υπόλοιπα, που μας περιβάλλουν
και καθημερινά μας βομβαρδίζουν, μαζί και οι αφόρητα πληκτικές συνακόλουθες
φιλολογίες, βρίσκονται απλώς εκτός θέματος, τόπου και χρόνου. Ο καθένας, και ο
αναγνώστης, επιλέγει την εποχή όπου ζει, επιλέγει την κοσμοεικόνα του, επιλέγει
τον τρόπο που διά της τέχνης βιώνει τον κόσμο.
Τι «μας λέει», λοιπόν, το ακροτελεύτιο ποίημα του
Βρεττού; Όπως έγραφα τότε, στο κείμενό μου στον Πολίτη, αν στο Μυθιστόρημα
του Σεφέρη «η απρόσκοπτη χρήση προσωπείων επιτρέπει στον ποιητή να δημιουργήσει
ισχυρότατες συνάψεις ανάμεσα στην προσωπική και τη συλλογική περιπέτεια,
δίνοντας στην αφηγηματική σύνθεση την επιδιωκόμενη έκταση και στη φωνή του
ποιητή την γοητευτική της διαύγεια μέσα από τις διακυμάνσεις του τόνου της»,
αντίθετα, στον Βρεττό, «είναι ασαφές ποιος μιλά και σε ποιον απευθύνεται, ασαφή
και κάποτε απροσδιόριστα είναι και τα πρόσωπα που συμμετέχουν, ενώ η φωνή του
ποιητή είναι διακριτή μόνο ως προς την υφή της, και πρόκειται για φωνή
ανθρώπινη μέσα σε ένα πλήθος ήχων, μέσα στην πολυσημία διάχυτων εικόνων. Η
απόσταση ανάμεσα σε πρόσωπα και προσωπεία έχει σχεδόν μηδενιστεί».
Αυτό το ποίημα λοιπόν, που κατατίθεται στην
τελευταία σελίδα του παρόντος βιβλίου, συνιστά έναν αναστοχασμό τής μέχρι τώρα
ποιητικής διαδρομής του Βρεττού. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στο πρόσφατο βιβλίο
τής επίσης ομήλικής του Μαρίας Κούρση, στο οποίο αναφέρθηκα πριν λίγο καιρό. Όπως
κι εκείνη, ο Βρεττός κάνει το επόμενο βήμα, μέσα από αυτό το ποίημα. Αλλά το
κάνει; ή μήπως απλώς το λέει, το περιγράφει, το «υπόσχεται» το επόμενο βήμα; Μα
αυτή η διαφορά, ανάμεσα στην «πρόθεση» του ποιήματος και την «πραγμάτωσή της»,
είναι που δεν ισχύει σήμερα. Η ταυτοσημία τους είναι που χαρακτηρίζει τη
μεταμοντέρνα συνθήκη. Εδώ λοιπόν δεν ενδείκνυται το τετριμμένο «περιμένουμε τη
συνέχεια», αφού εκείνη η αναμενόμενη, στο μοντερνιστικό σύμπαν «συνέχεια»,
συνείχετο από την ιδεολογία της «προόδου», η οποία μόνο αυτονόητη δεν είναι
σήμερα. Τώρα, μπορούμε να μιλάμε μόνο για ενδεχομενικότητες.
Σε κάθε περίπτωση, τα «ψέματα», δηλαδή οι αισθητικές
υπεκφυγές έχουν τελειώσει∙ η σύγχρονη ποίηση αρχίζει από εδώ και πέρα, έχει ήδη
αρχίσει, είναι παρούσα. Γιατί ο λόγος της δεν πορεύεται με την αγωγή του
μοντερνιστικού λόγου, δεν εμπίπτει στην τυπολογία του. Το βιβλίο του Σπύρου
Βρεττού αποτελεί μια ισχυρή απόδειξη για του λόγου το αληθές: ένα ακόμη
«κομμάτι-θραύσμα» της νέας ποιητικής ιθαγένειας.
REQUIEM
Agnus
Dei
Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από τη
διακόσμηση. Όχι, όχι
η παρέλαση των αλγηρών επιθέτων,
των αριστοκρατικών και
εκλεπτυσμένων
ουσιαστικών, μην η κουστωδία
των αμφίσημων ρημάτων. Μήτε πλέον
οι αλλόποδες ρυθμοί που συνεγείρουν τα ένστικτα, τα περίπλοκα σκαριφήματα, οι
χαριτωμένες εικόνες να σε
εγχειρίζουν
στην έκδοτη πλάνη. Ας είναι
η διαδοχή των ήχων φυσική καθώς
στην καθημερινή ομιλία,
η σύνταξη μονότονη και τυπική,
ο στίχος περικυκλωμένος από πρόζα,
το λεξιλόγιο
προσηνές και μετρημένο.
Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά
κατασκευάζεται δημιούργημα
ευγενικό.
Ο αγέρας, το νερό,
η ζωντανή φωτιά όπου ψένονται τα
τούβλα,
τα στοιχεία που σωφιλιάζονται
για να συναπαρτίσουν τη λάσπη, ο
καταβαλλόμενος μόχθος, η θέληση που
τα κατευθύνει
και, προπαντός, οι βασικοί κανόνες
της αρχιτεκτονικής,
η σύλληψη του οικοδομήματος στους
απλούς νόες των δημιουργών.
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΘΕΑΤΡΟΥ (2011 μ.Χ.)
Η ανασκαφή
θα δείξει θέατρο.
Κερκίδες
που γλιστρούν
και που
πλακώνουνε η μια την άλλη
και χώμα
επάνω τους που και αυτό γλιστρά
αλλά και
ρίζες που ανοίγουνε στα δυο την κάθε πέτρα.
Θα δείξει
θέατρο η πλαγιά.
Και κάτω ως
πέρα η θάλασσα
και πιο
κοντά τα λίγα δέντρα.
Θέλουν κι
αυτά ανασκαφή να τα προσέξεις.
Τι θέλει
τώρα αυτός στα ξαφνικά μες στις πλαγιές
στα θέατρα
του κόσμου; Και τι να πει;
Ανέγγιχτη
σχεδόν κι ανέφικτη
φαντάζει η
κάθε αφήγηση, φαντάσου η μεγάλη.
Αλλ’ έχει
παρηγοριά ελάχιστη
πως δεν
ταιριάζει έπος για το σήμερα
αλλά
κομμάτια θραύσματα
που έχουν
κιόλας ειπωθεί
(χωρίς
πολλοί σ’ εκείνα τα λεγόμενα
να έχουν
δώσει σημασία).
Σαν απλωσιά
που μίλαγε, τέτοια η φύση.
Δικά της
λόγια δηλαδή.
Κι αυτός,
πανάρχαιος ηθοποιός
-με στόμα
ανοιχτό και άναυδος
για να
φανεί ότι μιλάει αυτός,
κελαηδισμούς,
φυσήματα, θροΐσματα,
ροές νερού,
μικρές κατολισθήσεις υποκλέπτοντας,
όλους τους
ήχους προσποιούμενος πως τους εκφέρει-
ευχαριστιέται
για το λόγο του το λυρικό.
Ωραία
τακτοποιεί τον εαυτό του μες στο χρόνο.
Φεύγουν
αρχαιολόγοι φοβισμένοι από δω και από κει.
Έλληνας,
δύο Γάλλοι, Γερμανοί πολλοί,
Κινέζος,
δύο Ρώσοι, δύο Ινδοί,
Άγγλοι,
κανένας Ιταλός,
πισωπατούν,
στο αρχαίο θέατρο γκρεμίζονται,
κατρακυλάνε
στην πλαγιά.
Ήξεραν για
τ’ αγάλματα, τα είχαν δει, τους είχαν πει,
αλλά τι
φοβερός ο ζωντανός ηθοποιός
απ’ την
ανασκαφή κι αυτός βγαλμένος!
ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου