12/6/16

Hypnos Project: A User's Guide (Οδηγίες Χρήσεως)

Οι Beetroot συνομιλούν με τους επιμελητές της έκθεσης Γιώργο Τζιρτζιλάκη και Θεόφιλο Τραμπούλη
BEETROOT: Τι είναι το Hypnos Project?

Άποψη της έκθεσης. Διακρίνεται το έργο: Γιαννούλης Χαλεπάς, Αναπαυομένη, 1931, γύψος, Δωρεά Τράπεζας της Ελλάδος, Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλέξανδρου Σούτζου


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ: Δεν είναι μια συμβατική θεματική έκθεση αλλά ένα σπονδυλωτό πρόγραμμα συμβάντων, συναντήσεων, εκθέσεων, εκδόσεων, δράσεων και performances το οποίο ανοίγει μ’ ένα διπλό ερώτημα: Τι είναι για εμάς ο ύπνος σήμερα; Και ποια είναι η σχέση του με τη σύγχρονη κουλτούρα και τη σύγχρονη τέχνη; Πρόκειται για ένα project που επεξεργαστήκαμε συλλογικά με την ομάδα της Στέγης, και αυτό είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία. Η προετοιμασία του έγινε με βάση την ιδέα της συντακτικής ομάδας. Στη συνεργασία αυτή προστέθηκε και η διαδικασία ενός μαθήματος στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Και αντί για κατάλογο εκδώσαμε το τεύχος ενός περιοδικού. Όλα αυτά μαζί συστήνουν μια αναθεώρηση των καθιερωμένων πρακτικών επιμέλειας: Για ένα τέτοιο θέμα η έκθεση από μόνη της, είναι κάτι ξεπερασμένο και περιοριστικό. Γι αυτό επιχειρήσαμε να αναθεωρήσουμε τον  μηχανισμό επεξεργασίας του. Δηλαδή την ίδια τη μηχανή προσέγγισης, διάνοιξης, αποσυναρμολόγησης και επανασυναρμολόγησης του ύπνου σε πολλά επίπεδα.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ Από μια θέση ύπνου μπορούμε να καταλάβουμε πολλά για τη σύγχρονη κουλτούρα και τη σύγχρονη πολιτεία.  Συνήθως, θεωρούμε ότι ο ύπνος αρχίζει εκεί που σταματά ο πολιτισμός. Ότι την ώρα που κοιμόμαστε δεν έχει καμία θέση η κοινωνία, η οικονομία, η πολιτική. Πέφτουμε για ύπνο και τα ξεχνάμε όλα, αποσυρόμαστε και μόνον όταν πια ξυπνάμε ξεκινά και πάλι η δημόσια ζωή, η ταλαιπωρία του σώματος και της εργασίας. Αλλά δεν είναι έτσι. Όση ώρα κοιμόμαστε, το ίδιο το κρεβάτι μας, το υπνοδωμάτιό μας, ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα μας ή που δεν κοιμάται δίπλα μας, όσα φορούμε, οι ώρες που κοιμόμαστε φτιάχνουν κοινωνική ζωή και αντανακλούν την κοινωνική ζωή. Η ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη κοιμισμένα κορμιά στα οποία αποτυπώνονται σχέσεις: τι σημαίνει εργασία και ανάπαυση, ποιες είναι οι τεχνολογίες του σώματος και του φύλου, ποιες είναι οι αναπαραστάσεις της υγείας και της ασθένειας, ποιος είναι δημόσιος και ιδιωτικός χώρος και βέβαια οι γνωστές σχέσεις του ύπνου και του θανάτου, του έρωτα και της ψυχής, των ονείρων και του ασυνειδήτου. Αυτά είναι εντέλει τα θέματα της έκθεσης και όλου του σπονδυλωτού προγράμματος.

Γ.Τ.: Ti καταλάβαμε από μια τέτοιου είδους «εργασία»; Πρώτα απ’ όλα, ότι ο ύπνος δεν περιορίζεται σ’ αυτό που θεωρούμε ύπνο. Αυτό που ονομάζουμε κουλτούρα του ύπνου δεν ταυτίζεται μόνο με την ώρα που κλείνουμε τα μάτια αλλά σχετίζεται με το modus vivendi της ανάπαυσης, της ραστώνης, της περιβόητης μεσογειακής νωχέλειας. Αυτής της στιγμής της φαινομενικής αδράνειας του ανθρώπου, της αργίας, του désoeuvrement ή του άεργου, την οποία πολλοί θεωρούν μια στιγμή παθητική αλλά στην ουσία είναι ένα υπερθερμασμένο εργοστάσιο. Για τους σουρεαλιστές η πραγματική ζωή αρχίζει τη στιγμή που ένας άνθρωπος κοιμάται. Αρχίζει, δηλαδή, να δουλεύει το μεγάλο αόρατο εργοστάσιο. Όταν μιλάμε λοιπόν για τον ύπνο δεν πρέπει να τον περιορίζουμε μόνο στην παγίδα του συμβατικού ορισμού ή της κυριολεκτικής έννοιας. Το δεύτερο είναι οι συνδυασμοί που εμπεριέχει η ίδια η λέξη: για παράδειγμα η σχέση του ύπνου με τον θάνατο, η σχέση του ύπνου με τον έρωτα -το έλεγε και ο Θεόφιλος προηγουμένως: Δίδυμος αδελφός του ύπνου είναι θάνατος, εξού και τα κοιμητήρια, που συνήθως αποκαλούμε νεκροταφεία.
Θ.Τ.: Αναλογιστείτε πόσο κοιτάμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε ανθρώπους να κοιμούνται. Κοιτάμε ανθρώπους να κοιμούνται όταν πλαγιάζουν δίπλα μας αλλά υπάρχει και μια ολόκληρη ρητή ή άρρητη κουλτούρα του κοιμισμένου σώματος, του ποιητικού κοιμισμένου σώματος, όπως στους σουρεαλιστές, του παραδομένου σώματος στο ηδονοβλεπτικό κοίταγμα, ή του ιατρικοποιημένου σώματος, ας πούμε στην ψυχανάλυση που έθεσε τον ύπνο και τα όνειρα στο κέντρο της ερμηνευτικής της. Μέχρι τώρα το να κοιτάμε ανθρώπους να κοιμούνται ήταν με έναν τρόπο προνόμιο της οικειότητας, παρεμβολή στην ιδιωτικότητα ή ιατρικοποιητική υπέρβαση. Αν τύχαινε να δούμε κάποιον να κοιμάται σε δημόσιο χώρο, αισθανόμασταν ότι κάνουμε μια αδιακρισία, είτε επρόκειτο για έναν κουρασμένο άνθρωπο στο λεωφορείο είτε για έναν νωχελικό παραθεριστή. Σήμερα έχει αλλάξει αυτό. Ο δημόσιος ύπνος, ο τρόπος που παρεμβάλλεται το κοιμισμένο σώμα στον δημόσιο χώρο, είναι ένα από τα κατεξοχήν συμπτώματα της πολιτικής διαταραχής. Ο δημόσιος ύπνος είναι σήμερα το μεγάλο τραύμα. Είτε στην κατάσταση του άστεγου στην πόλη είτε βέβαια στις συνθήκες ύπνου των εκτοπισμένων ανθρώπων, σε αυτήν τη μεγάλη παγκόσμια πολιτική ρήξη.
Γ.Τ.: Κατά τη διάρκεια της έρευνας εντοπίσαμε μια ακόμη κρίσιμη μεταβολή: Είναι σε όλους γνωστός ο κυκλικός χαρακτήρας της καθημερινής ζωής, που διαχωρίζει και τις δραστηριότητές μας: το βράδυ πηγαίνουμε στο υπνοδωμάτιο για να κοιμηθούμε και το πρωί πάμε στον τόπο εργασίας μας, ή όπου αλλού πάει ο καθένας. Ωστόσο, σήμερα παρατηρούμε ένα άλλο μικτό είδος χώρου, μια νέα αρχιτεκτονική τυπολογία, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «υπνοδωμάτιο-γραφείο». Σκεφτείτε πόσοι είναι εκείνοι που κάθονται ή ξαπλώνουν στα κρεβάτια τους με τα laptop, τα ipad, ή τα smartphones,στέλνοντας μηνύματα, ή επιτελώντας διαφόρων ειδών εργασίες. Πρόκειται για μια νέα μορφή εργασίας στο κρεβάτι, στο οποίο δεν συντελείται μόνο η εργασία του ονείρου, το υπερθερμασμένο εργοστάσιο του ασυνειδήτου, αλλά ορισμένες από τις σύγχρονες μορφές της άυλης εργασίας. Τα υπνοδωμάτια δεν είναι πλέον ο καθαρός και εξαγνισμένος χώρος της ανάπαυσης ή του έρωτα αλλά ένας χώρος μουτζουρωμένος από τα χέρια της άυλης εργασίας. Αυτό είναι ένα νέο φαινόμενο.
Θ.Τ.: Το υπνοδωμάτιο δηλαδή πια δεν είναι ακριβώς ιδιωτικός χώρος στον οποίο αφήνουμε να διεισδύσουν τα βλέμματα ολίγων εκλεκτών. Κι εδώ έχουμε ακόμη μια συσχέτιση του ύπνου με τον δημόσιο χώρο, γιατί νέες μορφές οικονομίας που υπερβαίνουν τον δημόσιο έλεγχο, ανοίγουν τα υπνοδωμάτια σε μια μορφή ανταλλακτικής φιλοξενίας. Το υπνοδωμάτιό είναι ένας ανοιχτός χώρος που δεν συσχετίζει τον ύπνο μόνον με την απόσυρση αλλά και με την πολλαπλή έκθεση του σώματος. Εδώ και ενάμιση αιώνα στην ελληνική τέχνη ο ύπνος, το ξαπλωμένο σώμα, σιγοκαίει ως θεματική. Υπάρχει ένα νήμα που φτιάχνει μια ιστορία του ελληνικού πολιτισμού γύρω από τον ύπνο. Δεν ισχυριζόμαστε ότι η έκθεση ακολουθεί αυτό το νήμα συστηματικά και φτάνει μέχρι τον κοιμισμένο ή άγρυπνο Μινώταυρο στο κέντρο της νεωτερικότητας, δεν είναι ένας μίτος της Αριάδνης – αν και η κοιμισμένη Αριάδνη στη Νάξο είναι μια μοντερνιστική εμμονή. Είναι όμως ένα νήμα που προσπαθεί να εντοπίσει τον τρόπο με τον οποίο ο ύπνος έχει αποτυπωθεί στα σώματα από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και το μεγάλο στοίχημα της έκθεσης και το μεγάλο ρίσκο της έκθεσης -που μας έχει στερήσει τον ύπνο- είναι αν αυτό μπορεί να φτιάξει μια συγκροτημένη επαναπλαισίωση του 19ου αιώνα,  του ελληνικού μοντερνισμού και του σήμερα. Αν μπορούμε να δούμε αυτή τη συνέχεια. Γιατί αντιμετωπίζουμε τον Γύζη, τον Λύτρα, τον Ιακωβίδη σαν μεγάλα ταμπού τα οποία δεν τα πιάνουμε ούτε για να τα αγαπήσουμε ούτε για να τα απορρίψουμε. Δεν τα ακουμπάμε καθόλου. Και δεν τα συζητάμε σε σχέση με το σήμερα. Αυτό το νήμα προσπαθούμε να πλέξουμε λίγο, γύρω από το μεγάλο απωθημένο μοτίβο του ύπνου.
Γ.Τ.: Η μεγάλη ζωγραφική του ελληνικού 19ου αιώνα, στην οποία διακρίνουμε μια αναλαμπή, μια έξαρση των θεματικών της ανάπαυσης, του έρωτα και της ονειροπόλησης, χαρακτηρίστηκε σαν «ηθογραφία». Δηλαδή κάτι υποδεέστερο που ασχολείται με τις αναπαραστάσεις της οικογένειας, του παππού, της γιαγιάς, του νεογέννητου, τους τρόπους ζωής και κανονικότητας αλλά και την ξαπλωμένη γυναίκα με τα λουλούδια στο βάζο δίπλα όπως και την αναπαυόμενη από το μόχθο της εργασίας. Στον αντίποδα υπήρχαν τα μεγάλα ρητορικά θέματα, η πολιτική και η επανάσταση. Ο ύπνος όμως είναι μία υπαρξιακή συνθήκη. Και αυτό είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα των ημερών. Δεν είναι κάτι αφηρημένο και κλειστό που αφορά μόνο την ιατρική ή την αρχιτεκτονική, τη βιολογία ή τη ψυχανάλυση. Αυτή η ζωγραφική του ελληνικού 19ου αιώνα είναι μια πρώτη εγγραφή της βιοπολιτικής στη σύγχρονη κουλτούρα. Το δεύτερο είναι ότι η μεγάλη ζωγραφική -που μερικοί την είχανε ταυτίσει με πονηρό και λάθος τρόπο με τους αναπαραστατικούς ζωγράφους της δεκαετίας του 1980 και του 1990- συνδέεται με ό,τι πιο σύγχρονο έχουμε σήμερα. Για παράδειγμα, μπορούμε να συνδέσουμε μια ξαπλωμένη γυναίκα του Θεόδωρου Ράλλη με τις οδαλίσκες και την αποικιοκρατία. Μπορούμε, όμως, να την δούμε και αλλιώς, σαν ένα τεκμήριο μιας στάσης ζωής. Στην ουσία ολόκληρη η σύγχρονη ζωή είναι ένας μηχανισμός επιτάχυνσης, η οποία σήμερα καλείται να αναμετρηθεί με αυτά τα φαινόμενα και αυτές τις απωθήσεις. Να αναμετρηθεί με θέματα τα οποία νομίζουμε ότι δεν είναι πολιτικά αλλά είναι πιο πολιτικά απ’ ότι θεωρούμε πολιτικό. Αυτή νομίζω ότι είναι η συμβολή μας. Το ότι επιχειρούμε ένα θέμα που αρχικά έμοιαζε μεταφυσικό ή οντολογικό, να το τοποθετήσουμε στο κέντρο της πολιτικής συνείδησης του σύγχρονου ανθρώπου.
B.: Αυτό το πολιτικό κομμάτι του ύπνου, εμένα μου προκαλεί ενδιαφέρον.Οπότε ο ύπνος τι είναι; Είναι δημοκρατικός; Είναι Κουμμουνισμός; Είναι μοναρχία; Τι είναι;
Θ.Τ.: Ο ύπνος είναι από τα πρώτα θέματα που ανοίγει η σκέψη για τη δημοκρατία. Η ιδέα των μεγάλων κτιρίων στα οποία κοιμούνται όλοι οι άνθρωποι μαζί, τα δημόσια υπνωτήρια δηλαδή, είναι ένα κεφαλαιώδες ζήτημα στους φιλοσόφους του Διαφωτισμού. Ο ύπνος δεν είναι ούτε δημοκρατικός ούτε μοναρχικός, δεν μπαίνει πολιτική εκεί. Αυτό στο οποίο μπαίνει πολιτική είναι πώς σκεφτόμαστε τον ύπνο. Σήμερα σκεφτόμαστε τον ύπνο κυρίως ως διαταραχή. Είτε διαταραχή στο δημόσιο χώρο, άστεγοι, πρόσφυγες, είτε ως διαταραχή της ατομικότητας, αϋπνία, υπερυπνία, παράλυση. Νομίζω ότι αυτό που έλεγε και ο Γιώργος προηγουμένως είναι να φύγουμε από τους τυπικούς ορισμούς της πολιτικής -κομμουνιστικό, φιλελεύθερο ή οτιδήποτε άλλο- και να ορίσουμε νέες μορφές του πολιτικού, ακριβώς μέσα από τέτοιες διεργασίες. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που θέτει η βιοπολιτική της εποχής, ο έλεγχος του σώματος. Το θέμα είναι πώς θα επαναδεκδικήσουμε το σώμα. Γι’ αυτό και επιμένω τόσο πολύ στο ότι κοιτάμε τα σώματα να κοιμούνται. Το σώμα του άλλου που κοιτάμε να κοιμάται, είναι το σώμα που θέλουμε να οικειοποιηθούμε. Ο χρόνος του ύπνου είναι ο χρόνος του βλέμματός μας που κοιτάζει το σώμα του άλλου. Από την άλλη βέβαια είναι και χρόνος του κοιμισμένου υποκειμένου. Είτε είναι το ερωτικό σώμα, αντρικό ή γυναικείο, που κοιμάται είτε είναι το εκτοπισμένο σώμα του απόκληρου, το κοιμισμένο σώμα έχει το δικό του χρόνο και τη δική του κανονικότητα που σε εμάς είναι απροσπέλαστη. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χρόνους του ύπνου βρίσκεται η πολιτική συνθήκη.
Γ.Τ.: Πάντως είναι αλήθεια ότι ο εκδημοκρατισμός του ύπνου ήταν ένας στόχος της νεωτερικότητας. Ο μοντερνισμός προσπάθησε να καθιερώσει υγιεινές συνθήκες διαβίωσης για όλη την κοινωνία, και υπ’ αυτήν την έννοια, επιχείρησε έναν πρώτο εκδημοκρατισμό του ύπνου: όλοι πρέπει να έχουνε την ελάχιστη υγιεινή συνθήκη ύπνου. Εδώ όμως πρέπει να πάμε ένα βήμα ακόμη και να δούμε ότι αυτή η συνθήκη αντιμετωπίστηκε από την νεωτερικότητα με την εξιδανίκευση της σωματικής άσκησης. Στο επίκεντρο τίθεται το αθλούμενο σώμα, το ιδρωμένο σώμα. Αυτό μοιάζει να είναι αντιφατικό: Από τη μία ο μοντερνισμός θεώρησε ότι πρέπει να έχουμε υγιεινές συνθήκες διαβίωσης και ύπνου, ταυτόχρονα όμως να μην κοιμόμαστε πολύ. Όπως ξέρουμε, τα Savoir Vivre και οι διάφορες Οδηγίες καλής συμπεριφοράς, ήδη από τον 17ο αιώνα, υποδείκνυαν ότι δεν πρέπει να μένουμε για πολύ στο κρεβάτι. Σταδιακά άρχισε να αναδεικνύεται το φάντασμα της εργασίας και το άγχος της έγερσης. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ζήτημα που παραμένει περιθωριοποιημένο στο σύγχρονο διάλογο. Υπ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Hypnos Project θέλει να διαταράξει αυτή τη ακινητοποιημένη θεματική. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ούτε να υποτιμάμε, το γεγονός ότι το θέμα του ύπνου διατρέχει όλη την λαϊκή κουλτούρα. Με λίγα λόγια προσπαθήσαμε να εξετάσουμε το ζήτημα σ΄ όλο του το τόξο, από μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Γύζης κ.ά μέχρι τη λαϊκή κουλτούρα. Πώς καταγράφτηκαν, για παράδειγμα, οι πρακτικές του ύπνου στις εμπειρίες του πνευματισμού ή του υπνωτισμού, ήδη από την σκοτεινή περίοδο του μεσοπολέμου.
Θ.Τ.: Και πώς αλλάζει επίσης η αντιπαράθεση ύπνου εργασίας που έλεγε ο Γιώργος προηγουμένως. Ο ύπνος στη συνθήκη της κλασικής καπιταλιστικής οικονομίας ήταν ένα κανονισμένο και κανονιστικό οκτάωρο, ένα φαντασιακό όριο υγείας στο οποίο έπρεπε να φτάνουμε, σε μια ισόποση τριμερή κατανομή της ημέρας. Οκτώ ώρες ύπνου, δουλειάς, ανάπαυσης. Σε αυτό το όριο έπρεπε ο εργαζόμενος να ανταποκρίνεται φαντασιακά και νευρωτικά. Σήμερα που οι όροι παραγωγής αλλάζουν το κανονιστικό όριο υγείας είναι διαφορετικό, λιγότερο, έχει περιοριστεί στο εξάωρο του ύπνου, στο πεντάωρο του ύπνου. Και έχει επενδυθεί κιόλας με την πρόταση που ακούμε συνέχεια «εγώ τόσο χρειάζομαι να κοιμάμαι. Είναι ένας καινούργιος κανόνας, χρειαζόμαστε όλο και λιγότερο ύπνο, γιατί αλλάζουν οι συνθήκες της οικονομίας.
Γ.Τ.: Η θεματική αυτή είναι και μία πρακτική «αντιπειθαρχίας», αν το καλοσκεφτούμε. Εξετάζουμε το θέμα από πολλές πλευρές, επιχειρώντας να μην το περιορίσουμε ούτε στην μεταφυσική και ονειρική του διάσταση, ούτε στην εργαλειακή.  Ο ύπνος, και ό,τι συνδέεται μ’ αυτόν, είναι κατά έναν περίεργο τρόπο, μια παραγωγική στιγμή του ανθρώπου.
Θ.Τ.: Και θα δείτε στην έκθεση και μεγάλα έργα -μεγάλα σε μέγεθος- του 19ου αιώνα και πολύ μικρά έργα χαρακτικά τα οποία δεν έχουν εκτεθεί και πολύ -ίσως να μην έχουν εκτεθεί και καθόλου- θα δείτε και σύγχρονα έργα που συνομιλούν με αυτά, θα δείτε και αναπάντεχες εκδοχές πολύ μεγάλων καλλιτεχνών που τους ξέρουμε με άλλο τρόπο, θα δείτε και αρχειακό υλικό από φωτογραφίες περιοδικών της λαϊκής κουλτούρας. Oι λαλιές του ύπνου, που δεν ξεχωρίζουν υψηλή και χαμηλή κουλτούρα, διατρέχουν την νεωτερικότητα, από τους παλιούς ζωγράφους μέχρι σήμερα.
Γ.Τ.: Δεν είναι, λοιπόν, μια έκθεση, είναι μια μηχανή. Η έκθεση, με τη συμβατική έννοια -το επαναλαμβάνω- μοιάζει να είναι παρωχημένη πια στην εποχή μας. Στόχος μας είναι η διασάλευση του καθιερωμένου εκθεσιακού καθεστώτος. Υπ’ αυτήν την έννοια, το Hypnos Project είναι μια μηχανή-διακορευτής, μια μηχανή-διατρητής του θέματος.
Θ.Τ.: Περφορατέρ
B.: Έχω μία αίσθηση ότι ο ύπνος είναι συνδεδεμένος με τον έρωτα. Με κάποιο τρόπο. Ή το σεξ ενδεχομένως. Ισχύει κάτι τέτοιο μέσα από την έρευνα σας; Ή μέσα από αυτά που θα δούμε από τους καλλιτέχνες, αγγίζει κάπως και τον έρωτα;
Θ.Τ.: Κοίτα όταν λες με τον έρωτα, ναι κοιμόμαστε μετά το σεξ -όχι όλοι- ή εν πάση περιπτώσει είναι πολύ συνηθισμένη μετωνυμία του έρωτα ο ύπνος. Κοιμάμαι, λέμε, με τον άλλον χωρίς να προσδιορίζουμε αν αυτό είναι μια πραγματική κατάσταση ύπνου -πράγματι κοιμόμαστε δίπλα δίπλα με τον άλλον- ή αν είναι απλώς ένας εύσχημος τρόπος να πεις ότι δεν κοιμάσαι με τον άλλον, κάνεις κάθε τι άλλο, εκτός από το να κοιμάσαι. Αλλά αυτό που είναι σημαντικό σε σχέση με τον έρωτα, δεν είναι αν πράγματι κοιμάσαι μετά το σεξ ή όχι, είναι τι είδους επενδύσεις κάνεις στο κοιμισμένο σώμα. Τι μπορείς να δεις όταν ο άλλος κοιμάται; Εκεί νομίζω ότι συνδέεται πάρα πολύ με τον έρωτα. Στο τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να δεις πάνω στο κοιμισμένο σώμα του άλλου. Τι συνθήκες δημιουργούνται στα υπνωτήρια που λέγαμε προηγουμένως, όταν τόσα πολλά ομόφυλα σώματα κοιμούνται; Γιατί η μεγάλη απαγόρευση του δημόσιου υπνωτηρίου ήταν ο συμφυρμός των φύλων. Ενώ η αρχή του 20ου αιώνα έφερε το μπεν μιξτ και μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο μαζί, μόνον πολύ αργότερα -και ακόμη δεν ισχύει, ας πούμε στα τρένα- επιτράπηκε ο δημόσιος ύπνος των φύλων. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Σημαίνει ότι από τη μία είναι τεράστια απαγόρευση το να κοιτάμε το σώμα του άλλου φύλου να κοιμάται, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια μεγάλη υπενθύμιση ότι στον πολιτισμό μας αυτό που απωθείται -ο ομοερωτισμός δηλαδή- είναι και αυτό που συνέχει τα σώματα σε κοινωνικό επίπεδο. Άρα ο δημόσιος ύπνος και το βλέμμα στον άλλον -οι άντρες κοιτάνε το αντρικό σώμα να κοιμάται, κοιτάνε το γυναικείο σώμα οι γυναίκες να κοιμάται- είναι μία συνθήκη ερωτικού και φύλου που πηγαίνει πολύ πέρα από το τι κάνουμε όταν κατάκοποι πια και ιδρωμένοι από το σεξ γλαρώνουμε και λίγο.
Γ.Τ.: Εγώ θα τα αποσυνέδεα κάπως από το ερωτικό. Νομίζω ότι έχει να κάνει με πώς συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον ιδανικό τόπο του ύπνου –το υπνοδωμάτιο- που ανήκει στην επικράτεια της γυναίκας. Ο άντρας  αντλώντας από την ανθρωπολογική παράδοση και τα στερεότυπα του πολεμιστή, πρέπει να είναι άγρυπνος. Ακόμη κι όταν κοιμάται το μάτι του πρέπει να είναι μισάνοιχτο. Και αυτό είναι μια πολιτιστική και ανθρωπολογική συνθήκη. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι στην επικράτεια του ύπνου ανήκει και ο εφιάλτης –και έχουμε κάποια σχετικά έργα στην έκθεση- ανήκει και η ανησυχία, ανήκει και ο αυτοερωτισμός. Και βέβαια αυτή η αχανής γεωγραφία του ασυνειδήτου. Η συνθήκη του ύπνου μας θυμίζει μια πρωτογενή φυσική κατάσταση του ανθρώπινου σώματος. Και αυτό διατηρεί πράγματι κάτι ερωτικό. Η ταύτιση του ύπνου με τον ερωτισμό έχει μάλλον να κάνει με τη δική μας επιθυμία. Ίσως και μ’ ένα δικό μας άγχος: Θα ερωτευτώ για να κοιμηθώ, ή θα κοιμηθώ για να ερωτευτώ. Αλλά ο ύπνος νομίζω ότι διαθέτει ακόμη κάποια ίχνη από ένα φυσικό δεδομένο που μας συνδέει με την υποχώρηση του Εγώ αλλά και τις κινήσεις των αστεριών, ή -για να υπερβάλλω κάπως-ακόμη και με το πώς κυλούν τα βότσαλα κάποια στιγμή τη νύχτα στον Ταΰγετο.
Θ.Τ.:Έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι ο έρωτας -και όλα αυτά τα οποία περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα- είναι ουσιοκρατικά, η ίδια η υπόστασή μας. Ότι εμείς συμπυκνωνόμαστε καλύτερα σε εκείνο το κομμάτι που αφορά τον έρωτα. Αυτό είναι και δεν είναι αληθές. Το φύλο -με την έννοια δηλαδή της συγκρότησης του έμφυλου υποκειμένου μας- και η επιθυμία μας είναι δύο πάρα πολύ βασικά πράγματα. Είναι ή δεν είναι το κέντρο της ύπαρξής μας; Πηγαίνουν νομίζω πέρα από τον έρωτα αλλά επιστρέφουν πάντα σε αυτόν.
B.: Πείτε μας λίγο για την έκθεση, γιατί το ακούμε συνέχεια: δεν είναι ακριβώς μία έκθεση με την παραδοσιακή έννοια. Ότι προσπαθήσατε να φτιάξετε μία συνθήκη στην οποία θα μπούμε εμείς, όχι για να δούμε τα εκθέματα, για να νιώσουμε τον ύπνο.
Θ.Τ.: Οι εκθέσεις -και κυρίως οι εκθέσεις τέτοιων καλλιτεχνών, όπως του Παρθένη, του Τσαρούχη, του Μόραλη- έχουν την τάση να αντιμετωπίζονται σαν ένας κενός χώρος από σημασίες και σκηνοθεσίες, όπου το κάθε έργο διατηρεί την εικαστική του αυτονομία. Το κάθε έργο το βλέπουμε επειδή είναι ωραίο. Και έχει νόημα το έργο να υπάρχει εκεί επειδή είναι ωραίο. Η δική μας συνθήκη είναι πιο ονειρική, είναι πιο υπνική. Μπαίνεις σε μια συνθήκη και ανακαλύπτεις σιγά-σιγά τα έργα τα οποία μπορεί να είναι ή μπορεί και να μην είναι σύγχρονα. Μπορεί να είναι ή μπορεί να μην είναι ωραία.
Γ.Τ.: Μπορεί ακόμη και να μην είναι έργα. Μπορεί να είσαι και εσύ που κοιτάς. Αυτό είναι μία προϋπόθεση που την συζητήσαμε αρκετά. Οι εκθέσεις τέχνης σταδιακά ταυτίστηκαν με τον λευκό κύβο, το περιβόητο «white cube». Στη συνέχεια με τη νεύρωση του επανοικειοποιημένου χώρου. Εμείς εδώ επιχειρήσαμε κάτι διαφορετικό. Θελήσαμε να μην παραθέσουμε τα έργα μεμονωμένα αλλά να δημιουργήσουμε ένα μηχανισμό, ένα σύνολο στο οποίο πορευόμαστε σαν υπνοβάτες, με την έννοια ότι κινούμαστε αποπροσανατολισμένοι. Δηλαδή επιχειρήσαμε μια απεδαφικοποίηση, μια ανεδαφικότητα. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να κινείται στο υπόγειο της Στέγης και για μια στιγμή να φαντασιωθεί τη στρατόσφαιρα. Η έννοια του εδάφους και της πορείας γίνονται ασαφή και ταυτόχρονα μέρος της έκθεσης αλλά και έκθεμα. Αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμείναμε: το προβάδισμα της ατμόσφαιρας και όχι μόνο του εξιδανικευμένου αριστουργήματος. Όλα τα έργα στο υπόγειο της Στέγης λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το συνολικό αφήγημα. Απεναντίας, στην τοποθέτηση των έργων σ’ ένα ιστορικό κτήριο, όπως αυτό του Ιδρύματος Ωνάση, επιλέξαμε μια διαφορετική στρατηγική: τη λογική του «μερικού αντικειμένου» και την αρχή της συμπληρωματικότητας μέσα από τη διαφορά. 
Θ.Τ.: Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως το εγκλειστικό εμείς εδώ περιλαμβάνει και τους Flux, τον Θανάση Δεμίρη και την Εύα Μανιδάκη, με τους οποίους συζητήσαμε την σκηνοθετική διάσταση που θέλαμε και οι οποίοι δημιούργησαν έναν εκπληκτικό λαβύρινθο για να ξετυλίξουμε τον μίτο του ύπνου.
B.: Θα μας πείτε κάτι και για τον δικό σας ύπνο;
Γ.Τ.: Το παράξενο είναι –και αυτό συμβαίνει συχνά- πως όταν ασχολείσαι με ένα θέμα, αυτό σε πλήττει, γίνεται σύμπτωμα. Δεν διαπραγματευόμαστε ένα θέμα ανέξοδα. Το ίδιο σου υποβάλλει πώς θα συμπεριφερθείς. Αυτό δεν σημαίνει πως όποιος ασχολείται με τον ύπνο θα κοιμάται περισσότερο. Το αντίθετο. Σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμετρηθείς με την καταγωγή, τα κενά και τα ρήγματα του θέματος. Έτσι, η ενασχόλησή μου με αυτό το θέμα χαρακτηρίστηκε από μια παρατεταμένη διαταραχή του ύπνου. Από την ανάδειξή του σε σύμπτωμα.
Θ.Τ.: Όπως μου συμβαίνει συχνά δεν κοιμάμαι καλά, χωρίς να ξέρω γιατί. Τώρα με τον Ύπνο, ξέρω γιατί δεν κοιμάμαι καλά. Μετά, όταν θα τελειώσει η έκθεση, πάλι δεν θα ξέρω γιατί δεν κοιμάμαι καλά.
Γ.Τ.: Η ενασχόλησή σου με τον ύπνο μπορεί να αναστατώσει –άρα να αποκαλύψει- τον ίδιο τον ύπνο σου. Αναδιατάσσει σταδιακά και σε βάθος χρόνου όλη την υπαρξιακή σου αντίληψή: ποια είναι η ουσία και η λειτουργία του ύπνου και, στο πλαίσιο αυτό, τι είσαι εσύ, και –κυρίως- τι είναι ο Άλλος.
Θ.Τ.: Πάντα αυτό είναι το θέμα. Και της έκθεσης και της έκδοσης στην οποία προχωράμε. Είναι υπό τη μορφή ενός περιοδικού μια σειρά κειμένων που μιλάνε για τον ύπνο, χωρίς ποτέ σχεδόν να φτάνουνε στον ύπνο όπως θα περιμέναμε να είναι. Συμβουλές ύπνου ή φυσιολογία του ύπνου, ψυχολογία του ύπνου. Όχι. Τα κείμενα τα οποία μιλάνε για τον ύπνο είναι εκείνα που μιλάνε για τον άλλον, μιλάνε για την επιθυμία, μιλάνε για το θάνατο, μιλάνε για τις χρήσεις του ύπνου -στο στρατό ας πούμε- ή για τις διαταραχές του ύπνου στους ανθρώπους που κοιμούνται στο δρόμο, μιλάνε για τον ύπνο ως κατασκευή ενός αρχιτεκτονικού χώρου. Άρα ποτέ μιλώντας για τον ύπνο δεν μιλάς για τον ύπνο, όπως ποτέ όταν μιλάς για ένα θέμα δεν μιλάς για ένα θέμα. Για να μιλήσεις για ένα θέμα πρέπει να μιλήσεις για κάποιο άλλο θέμα. Αν θες να μιλήσεις για τον έρωτα θα πρέπει να μιλήσεις για τον ύπνο. Και αν θες να μιλήσεις για τον ύπνο πρέπει να μιλήσεις για τον πόλεμο. Οπότε πάντα αυτά τα θέματα προσπαθείς ταυτόχρονα να τα πεις και να μην τα πεις. Είναι σαν ένα ζευγάρι που τσακώνεται συνέχεια και ψάχνει να βρει αφορμές για να θέσει το θέμα που δεν θέλει να θέσει ποτέ.
Γ.Τ.: Με όρους της ρητορικής θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει αυτόνομος λόγος για τον ύπνο. Με την έννοια ότι την ώρα που μιλάμε για τον ύπνο είμαστε ξύπνιοι. Όταν κοιμόμαστε δεν μιλάμε. Αυτό είναι το παράδοξο του θέματος. Γι αυτό και εμείς μιλάμε για τον ύπνο περιτριγυρίζοντάς τον, ξεγελώντας τον, τσιγκλίζοντάς τον.

Απομαγνητοφώνηση: Βάσια Λύρη

Δεν υπάρχουν σχόλια: