ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΡΟΜΠΟΛΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ, Ποια έξοδος; Από
ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις; εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 544
Το βιβλίο συνιστά ένα ενδιαφέρον, σύνθετο και επιμελημένο πόνημα, το οποίο
αποπνέει και σηματοδοτεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικο-οικονομικής και
πολιτικής σκέψης, που προσπαθεί: α) να αναδείξει τους παράγοντες που οδήγησαν
στην κρίση, β) να διερευνήσει τον χαρακτήρα, την πορεία εξέλιξης και εξόδου από
την κρίση και γ) να ορίσει ως κινητήρια δύναμη της διεξόδου από την κρίση τη
συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού, με πυρήνα τις
δυνάμεις της Αριστεράς και της εργασίας.
Η μεθοδολογική συγκρότηση του βιβλίου διακρίνεται από ακαδημαϊκά
χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι τίθενται ερωτήματα και διατυπώνονται
υποθέσεις εργασίας, όπου ο συγγραφέας με αναλυτικό και εύληπτο τρόπο διερευνά,
κυρίως με τη μέθοδο αιτίας-αιτιατού, την τεκμηριωμένη απόδειξή τους. Από την
άποψη αυτή, το βιβλίο του Γ. Δραγασάκη αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά σε μια
αυξανόμενη βιβλιογραφία σχετικά με την οικονομική κρίση και την έξοδο από αυτήν.
Εύστοχα και ορθά, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι βαθύτερες αιτίες των
κρίσεων έχουν τις ρίζες τους στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού
συστήματος και εκκολάπτονται και ωριμάζουν σε προηγούμενες φάσεις, οικονομικής
ανόδου, έντονης κερδοφορίας και κερδοσκοπίας. Όμως, η εμβάθυνση της κρίσης έχει
τη ρίζα της στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που εφαρμόζονται για την
αντιμετώπισή της και οι οποίες εστιάζονται στην πλήρη απαξίωση της εργασίας και
στην επιλεκτική απαξίωση του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων. Έτσι, με τον
χαρακτηρισμό της οικονομικής κρίσης ως συστημικής, ο συγγραφέας μετατοπίζει το
κέντρο βάρους της ανάλυσης και της δημόσιας συζήτησης, όπου η επικρατούσα άποψη
αρέσκεται στον χαρακτηρισμό της ως απλής κρίσης χρέους.
Με άλλα λόγια, η ηττημένη, εκ του αποτελέσματος, διανόηση και πολιτική της
κρίσης, αποπειράται να νεκραναστηθεί στο πεδίο της διαχείρισης της κρίσης με
«ό,τι απαιτεί η τάξη του κέρδους», επιφέροντας διορθώσεις στην απολυτότητα της
ορθότητας του οικονομικού δόγματος, με «την θεσμοποιημένη θέσπιση» της
ελεγχόμενης χρεοκοπίας, την εμβάθυνση και επαναφορά της ύφεσης κατά την
δεκαετία 2010-2020. Κι αυτό συμβαίνει παράλληλα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας,
με τη βίαιη υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, τη μετάλλαξη του
κράτους-πρόνοιας σε κράτος-φιλανθρωπίας, την υποτίμηση των περιουσιακών
στοιχείων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, καθώς και την εκποίησή τους σε
«συμβολικού χαρακτήρα» τιμές. Με άλλα λόγια, η πολιτική της εσωτερικής
υποτίμησης και η συνακόλουθη ύφεση, ανεργία και μείωση των μισθών και συντάξεων,
ήταν όχι το λάθος αλλά το μέσο για αυτήν τη βίαιη προσαρμογή.
Πράγματι, η αποδυνάμωση του εργατικού δικαίου, η εγκαθίδρυση της ατομικής
σύμβασης ως πρότυπο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η αποδυνάμωση των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, η συρρίκνωση του πεδίου των συλλογικών
διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η επέκταση των
ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως κυρίαρχων στην αγορά εργασίας, η μείωση των
μισθών, η κατάργηση της συλλογικής διαμόρφωσης του κατώτερου μισθού, η
διεύρυνση της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγείας και
γενικότερα της εξατομίκευσης και της ατομικότητας στις σχέσεις εργασίας και
κοινωνικής προστασίας, ουσιαστικά αποτελεί στρατηγική ριζικής και οριστικής
ρήξης των δημόσιων πολιτικών με τη μισθωτή εργασία, με κεντρικό εμπνευστή της
πλήρους εξάρτησης της εργασίας από τους εργοδότες, όπως ακριβώς κατά τον 19ο
αιώνα, το κράτος με τις συγκεκριμένες πολιτικές που ασκεί.
Επομένως, τα ερωτήματα που διατυπώνει ο συγγραφέας αφορούν το πώς θα
ανακοπεί η διείσδυση του παρελθόντος στο παρόν και το μέλλον (ιστορικό βάθος
της κρίσης), πώς θα ανασχεθεί η προαναφερόμενη ρήξη και πώς θα επιτευχθεί
δυναμικά η σύζευξη δημόσιων πολιτικών και μισθωτής εργασίας (μελλοντικό βάθος
αντιμετώπισης της κρίσης). Στα ερωτήματα αυτά ο Γ. Δραγασάκης απαντά με νέες
ιδέες, αντιλήψεις, πρωτοβουλίες, νέες δυνάμεις (Αριστερά, κόσμος της εργασίας)
και στρατηγικές επιλογές που καταθέτει για το νέο, το μελλοντικό, το ποιοτικό
και το διαφορετικό.
Πράγματι, το νεοφιλελεύθερο μείγμα μακρο-οικονομικής πολιτικής (τρόπος
ανάπτυξης) «των οικονομικών της προσφοράς» είναι αυτό που από τις δεκαετίες του
1970 και 1980 ενθάρρυνε την επώαση της κρίσης στον χρηματο-πιστωτικό τομέα, με
την αποσύνδεση της δαπάνης της οικονομίας (επενδυτική – καταναλωτική) από το
εισόδημα, ενισχύοντας την κατανάλωση (αφού το εισόδημα και η αύξησή του ήταν
μικρότερη από το άθροισμα του πληθωρισμού και παραγωγικότητας) με υπέρμετρο και
υψηλού κινδύνου δανεισμό στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, προκειμένου να
διατηρείται σε υψηλά επίπεδα η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση του ΑΕΠ,
εγκαθιδρύοντας στην οικονομία «συνθήκες φούσκας» και πραγματικής μείωσης των
μισθών (μείωση αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων στην Ελλάδα
στα επίπεδα του 2001, και αποδόμηση του κοινωνικού κράτους).
Παράλληλα, σε μικρο-οικονομικό επίπεδο, η δημιουργία παραγωγικών συνθηκών
αποκατάστασης της τάξης του κέρδους, κατά την περίοδο της οικονομικής
κρίσης των δεκαετιών του 1970 και του
1980, οδήγησε τις επιχειρήσεις στη μαζική εισροή νέας τεχνολογίας, στην αλλαγή
της οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας, στην ευελιξία, στην επισφάλεια,
στον κατακερματισμό και στην εξατομίκευση της εργασίας. Η στρατηγική αυτή
επιλογή των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου αποδυνάμωσε τις συλλογικές
εργασιακές συμπεριφορές και λειτουργίες, με τη διαμόρφωση του προτύπου «των
απελευθερωμένων αγορών και των αποκλεισμένων κοινωνιών», αντικατέστησε το
πρότυπο της κρατικής παρέμβασης, της ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας με
κριτήριο τη ζήτηση και όχι την προσφορά, τη διεύρυνση του κράτους-πρόνοιας και
την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, θεωρώντας, επιστημονικά εσφαλμένα, ότι οι
κοινωνικές δαπάνες είναι καταναλωτικές και ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας
είναι σύστημα παραγωγής δαπανών, ενώ οι κοινωνικές δαπάνες είναι αναπαραγωγικές
και το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι σύστημα αναπαραγωγικών δαπανών.
Ακριβώς και ορθά στο βιβλίο ο Γ. Δραγασάκης συντάσσεται με την άποψη «ότι το
τέλος έχει ήδη επέλθει και η διεθνής και ευρωπαϊκή οικονομία κινείται στη νέα
εποχή», με την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης της ανάπτυξης και του κοινωνικού
κράτους.
Έτσι, η περίοδος 1936-1980 (κεϋνσιακό πρότυπο) διαφοροποιείται προς την
κατεύθυνση της απορρύθμισης, της ευελιξίας της εργασίας και των εργασιακών
σχέσεων, καθώς και της ανάληψης ατομικής ευθύνης στην κάλυψη των κοινωνικών
αναγκών κατά την περίοδο 1980-2008 (πρότυπο χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης και
κερδοσκοπίας) και ανατρέπεται μετά το 2008 (πρότυπο ορθο-νεοφιλελευθερισμού) με
ταχείς ρυθμούς στο πλαίσιο του σχεδίου (τρόικας και κυβερνήσεων) κινεζοποίησης
της ανατολικής και μεσογειακής περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια, η μη αποτροπή και ολοκλήρωση της πλήρους απαξίωσης της εργασίας, που
διεισδύει στους αρμούς της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, να μην μας
εκπλήξει όταν κατά την τρέχουσα δεκαετία θα προκαλέσει ανησυχητικές εξελίξεις,
τις οποίες τροφοδοτεί το αδιέξοδο και ο φαύλος κύκλος των σοβαρών
αναντιστοιχιών στόχων-αποτελεσμάτων των Μνημονίων και της εφαρμοζόμενης
οικονομικής πολιτικής, σε βαθμό που στο άμεσο μέλλον οι συνθήκες του
οικονομικού, δημοσιονομικού και κοινωνικού κραχ στην ελληνική οικονομία να
είναι οι επικρατέστερες. Πράγματι, η κυβερνητική επιλογή στην Ελλάδα σήμερα,
αντί να αντιμετωπίζει την πτώση των δημοσίων εσόδων με πολιτικές αναθέρμανσης
της οικονομίας, επιλέγει ως στόχο την υποθετική «αναμόρφωση» όχι μόνον του
δημόσιου τομέα αλλά ολόκληρης της οικονομίας, ερήμην και εναντίον των
εργαζομένων, στους οποίους και επιρρίπτει το κύριο κόστος της βίαιης
προσαρμογής. Όμως, από τη στιγμή που η ευρωπαϊκή αγορά απορροφά 90,5% της
ευρωπαϊκής παραγωγής, κάθε συρρίκνωση της ευρωπαϊκής ζήτησης πλήττει πρωτίστως
τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και την ευρωπαϊκή απασχόληση, με αυτονόητη συνέπεια
τον αυτοτροφοδοτούμενο υφεσιακό κύκλο για όλες, χωρίς εξαίρεση, τις ευρωπαϊκές
χώρες.
Επομένως, για να απαντήσει η Ευρώπη στην ελληνική κρίση θα πρέπει να
εγκαταλείψει τα επαναλαμβανόμενα προγράμματα λιτότητας και να αποκτήσει ένα νέο
ενεργό μακρο-οικονομικό ρόλο, στην κατεύθυνση της αναδιανομής του εισοδήματος,
της παραγωγικής-τεχνολογικής-καινοτομικής ανασυγκρότησης και της ανάπτυξης,
προκειμένου να συμβάλλει στην ανάσχεση της ύφεσης.
Με άλλα λόγια, η άμεση και αποτελεσματική απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην
ελληνική και γενικότερα στη Μεσογειακή κρίση, απαιτείται επειγόντως να είναι
στρατηγική, πολιτική και ευρωπαϊκή. Η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία απαιτείται να
αντιμετωπίσει την ελλειμματικότητά της, με την άμεση απομάκρυνση από τις αγορές,
που επιζητούν την «αγορά» χρόνου και τη λιτότητα, και να προσανατολισθεί σε
νέες στρατηγικές ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εισοδηματικής, παραγωγικής–τεχνολογικής
αναδιάρθρωσης, πολιτικής και κοινωνικής αναβάθμισης. Πράγματι, η ευρωπαϊκή
πολιτική ηγεσία και οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις διαχείρισης του χρέους,
αντί να επιβληθούν πολιτικά στις αγορές και στους κερδοσκόπους, απορροφώνται
σταδιακά από αυτές, με τη σταδιακή μεταμόρφωσή τους, από φορείς άσκησης
δημόσιων πολιτικών και λαϊκής αντιπροσώπευσης, σε φορείς διαμεσολάβησης των
συμφερόντων των αγορών απέναντι στους λαούς της Ευρώπης. Οι αγορές και οι
κερδοσκόποι θεωρούν την άσκηση πολιτικής ως αναποτελεσματική και παρασιτική
παρέμβαση στη λειτουργία της οικονομίας, και με την έννοια αυτή την
καθυποτάσσονται στον ρόλο της διαμεσολάβησης. Σε θεωρητικό επίπεδο, η έννοια
γένους της πολιτικής που δημιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις παραγωγής
και κατανομής των πόρων στην οικονομία μετεξελίσσεται σε έννοια είδους
διαχείρισης της κρίσης και των μέτρων λιτότητας που διαμορφώνουν και επιτάσσουν
οι αγορές και τα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια. Από την άποψη αυτή, είναι
χαρακτηριστική η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Πορτογαλίας από
τους οίκους αξιολόγησης, επειδή «είναι άκαμπτο [κατά την γνώμη τους] το
εργασιακό πλαίσιο της συγκεκριμένης χώρας». Επομένως, το ερώτημα που γεννιέται
είναι ποιός παράγει πολιτική: οι αγορές ή το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές
δυνάμεις κάθε χώρας, ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Με την έννοια αυτή, το ρήγμα που
έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα, και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανάμεσα
στην πολιτική και τη λαϊκή αντιπροσώπευση, επιβάλλει στη νέα εποχή την επινόηση
συνθηκών κυριαρχίας της πολιτικής και της λαϊκής αντιπροσώπευσης στις αγορές.
Από την άποψη αυτή, η Αριστερά και οι δυνάμεις της εργασίας, όπως υποστηρίζει ο
Γ. Δραγασάκης, με τη συγκρότηση του νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού,
βασισμένου στην κινηματική δυναμική και σε πλειοψηφικές κοινωνικές συμμαχίες,
θα αναδείξουν στην πολιτική την κυριαρχία της δημοκρατικής λαϊκής
αντιπροσώπευσης, σε βάρος του πολιτικού μοντέλου της διαμεσολαβητικής σχέσης αγορών-πολιτών
και Δημοκρατίας– αγορών, προς όφελος της σχέσης Δημοκρατίας–οικονομίας.
Αυτό σημαίνει, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, ότι οι πολιτικές ικανοποίησης
των κοινωνικών αναγκών, και όχι των αγορών, δεν μπορούν πλέον να προέλθουν από
ηγετικές ομάδες οργανικών διανοούμενων και γραφειοκρατικούς και πελατειακούς
πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά από
κινητοποιημένους κοινωνικούς χώρους και πολιτικές δυνάμεις που έχουν τη
δυνατότητα και την κοινωνική δυναμική να επεξεργασθούν προγραμματικές επιλογές,
και με βάση αυτές να συγκροτήσουν πλειοψηφικές κοινωνικές συμμαχίες. Κι αυτό για
την Ελλάδα είναι πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά αναγκαίο.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης διδάσκει Οικονομικά κοινωνικής πολιτικής στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο και είναι Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου