19/5/12

Ένα φάντασμα πλανιέται...

Θεώνη Δημοπούλου- Sweet fencing

...αυτό σκεφτόταν ο ασκητής διαβάζοντας τις εφημερίδες του συστήματος. Έκανε πλάκα με τους τρομολαγνικούς τίτλους. Πώς μάλωναν τους ψηφοφόρους, πώς νουθετούσαν τα νούμερα να αλλάξουν φορά. Έβλεπε γύρω του την πλατεία ήρεμη, ανθρώπους να κάνουν βόλτες, μετανάστες να πωλούν την πραμάτεια τους. Σχεδόν τίποτε δεν χαλούσε αυτήν την εικόνα, παρά μια φαιή επιδρομή της φρίκης που φώναζε αίμα και τιμή και προσπαθούσε να γυρίσει πίσω την ιστορία και να ανεβάσει τη σβάστικα πάλι στην Ακρόπολη.

Μα λες και κάποιο χέρι αόρατο, μια μνήμη ιερή απέτρεπε τη βεβήλωση. Σαν να έβλεπε μέσα στη θολή ατμόσφαιρα τούτου του μεσημεριού τους εκτελεσμένους της Καισαριανής να έχουν περικυκλώσει τον ιερό βράχο, να κάνουν τσιγάρο και να χορεύουν έναν αργό χορό, βγαλμένο μέσα από τους χοϊκούς θεούς και τις παλιές ημέρες. Ένοιωσε σίγουρος και γύρισε πάλι κατά τις εφημερίδες, ακόμα κι εκείνες τις "προοδευτικές" που είχαν ανακαλύψει πάλι έναν μοντέρνο κομμουνιστικό κίνδυνο. Το βλέμμα του έπεσε και στην εφημερίδα του κόμματος της εργατικής τάξης, έτσι αυτοχαρακτηριζόταν, που με πιότερη λύσσα έγραφε για την μεγάλη απάτη της αριστερής κυβέρνησης.
Αίμα και άμμος, του είπε η γυναίκα. Στάσου στην εικόνα, στους 52 βουλευτές και στα ευφρόσυνα πρόσωπα. Εκείνος χαμογέλασε. Ήρθες πάλι της είπε. Μπορούσα να λείψω; του αποκρίθηκε. Είναι ωραία τούτη η άνοιξη, μα τα σκυλιά αλυχτούν ακόμα, είπε εκείνος. Θα πουν ψέματα, θα συκοφαντήσουν, αλλά μην ανησυχείς. Λίγο ακόμη έμεινε και θα σιωπήσουν.
Έκατσαν σε ένα παγκάκι και σχολίαζαν τα αποτελέσματα των εκλογών. Ο "νέος μύθος" τους είναι η ακυβερνησία, είπε η γυναίκα, θέλουν οπωσδήποτε να κάνουν μια κυβέρνηση αλλά δεν μπορούν να πουν ότι θέλουν μια ίδια κυβέρνηση σαν αυτή που έδιωξε ο λαός, γιατί τότε θα τους πάρουν με τις πέτρες. Δεν βλέπεις πόσο ξέψυχες τους βγαίνουν οι λέξεις, πόσο πεθαμένες; Πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, είπε ο ασκητής, ένα φάντασμα ενός λαού που δεν θέλει να βολευτεί. Ακούω τις λαλιές των ανθρώπων και μου λένε πως μπορούν να περιμένουν, αλλά να τους πούμε πως κάποια στιγμή να δούμε ξέφωτο, μας λένε να μην κάνουμε πίσω, όσες χάντρες και καθρεφτάκια κι αν μας κουνήσουν.
Η γυναίκα κοίταξε ένα ωραίο αγόρι και μια νοσταλγία φάνηκε στα μάτια της, μια νοσταλγία μιας άλλης άνοιξης, τότε που ξένοιαστη απολάμβανε την εξαίσια ηδονή. Ο ασκητής κατάλαβε, κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Σε μια εφημερίδα του συστήματος είχε βάλει μια χούφτα αμύγδαλα∙ την άνοιξε και άρχισε να τρώει. Ο τσαλακωμένος τίτλος τού έκανε εντύπωση. Κάτι για παγίδες έλεγε, που έστηνε ο νέος της αριστεράς, κάτι για τις καταθέσεις που οι αριστεροί θα δήμευαν, ψέματα επαναλαμβανόμενα, λες και οι ίδιοι ήθελαν να τα πιστέψουν, ήθελαν να πιαστούν από κάπου, γιατί ένοιωθαν πως ο κόσμος τους είχε δεχτεί ένα δυνατό πλήγμα και, αλίμονο, δεν ήξεραν να γράφουν τίποτε άλλο, είχαν ξεμάθει τόσα χρόνια να γράφουν. Τώρα νιώθουν πως η μανιέρα τους έχει ξεφτίσει, μα δεν ξέρουν με τι να την αντικαταστήσουν, πλέουν σε μια θάλασσα από χιλιοειπωμένα πράγματα και έχουν τόσο μπερδευτεί που ψελλίζουν πράγματα ακατανόητα. Μόνο σε κάποιων τα γραπτά βλέπεις να υπάρχει μια τύψη, λες και θυμούνται πόσο άλλοι ήσαν πριν από χρόνια, πόσο αλλού ήσαν τότε που άκουγαν άλλες μουσικές και είχαν άλλες συγκινήσεις.
 Και τώρα πιάνουν αυτή την τύψη αναζητώντας τον χαμένο χρόνο μέσα από αυτήν, αλλά είναι μια μάταιη προσπάθεια, μια απέλπιδα προσπάθεια, γιατί δεν έχουν αποφασίσει αν θα ήθελαν να αλλάξουν αυτό που έγιναν.
Η γυναίκα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και είδε το φάντασμα να γίνεται αγόρι και να ‘ρχεται προς το μέρος της χαμογελώντας. Είναι ωραία τούτη η άνοιξη, του είπε, είναι ωραία.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: