ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πολλά
λέγονται και γράφονται τελευταία για το Διπλό
βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, με αφορμή το επιμελημένο «μοντάζ» που το έφερε
στη σκηνή του θεάτρου, είτε ως έργο «μεταμοντέρνο» είτε ως «ιστορία των
μεταναστών» της δεκαετίας του ’60 που «μοιάζει με τη σημερινή». Ας μου
επιτραπεί εδώ να υπενθυμίσω πώς ο συγγραφέας οδηγείται από το «σημαίνον» (για
το οποίο απαιτείται ξεχωριστή ανάλυση) στο «σημαινόμενο».
Μια
χαρτογράφηση των κυριότερων «συναντήσεων» που σκηνοθετεί ο συγγραφέας θα μας
έδιδε τα εξής στοιχεία ως προς το γενεσιουργό τους πλαίσιο:
α)
εργάσιμος χρόνος,
β) υπό
διάθεση χρόνος και
γ) οι
μεταξύ τους συνέχειες και ασυνέχειες.
Ειδικότερα, η εστίαση του
ενδιαφέροντος αφορά τον τόπο καταγωγής, κατοικίας, επαγγελματικής
σταδιοδρομίας, σύναψης γάμου και ψυχαγωγίας.
Ως προς τον
τόπο καταγωγής των υποκειμένων προέχει η σκιαγράφηση μιας αγροτικής ή
βιοτεχνικής κοινότητας που διέπεται από τη «μοίρα της φτώχειας» (31) — «πολύ
φτωχός κόσμος είμασταν εμείς εκεί» στη Σούρπη (29). Ως προς τις μορφές «εσωτερικού
αποικισμού», για λόγους γάμου και καλύτερης εργασίας («ούτε καλύτερος ούτε
χειρότερος από το δικό της» τόπο είναι οι Μολάοι για την Αναστασία, για να
«δουλέψεις, να ζήσεις αυτό το λίγο που θα ’χεις να κάνεις»· 151), οι συνθήκες
είναι τέτοιες που επέτρεπαν στον Χατζή να γενικεύει: «μετανάστες είμαστε όλοι».
Αλλά και να διαβλέπει ότι μέσα «απ’ αυτές τις ανακατατάξεις», «έτσι ή αλλιώς»,
η «καινούρια ζωή θα δημιουργηθεί» (9.-10.4.1978).
Ως προς
τους χώρους της μετανάστευσης στο εξωτερικό, υπόκεινται οι δυσκολίες
ένταξης—σύμφωνα με τον υπό αναχώρηση στη Γερμανία Κώστα, εφόσον δεν έχει
«τίποτα ν’ αφήσει εδώ», «δεν έχει τίποτα που να φοβάται» (53) — στο σύνολο των
θεσμών της βιομηχανικής κοινωνίας. Πρόκειται για τον «άνθρωπο-πρόσφυγα στη μεγάλη
πόλη» της «βιομηχανικής κοινωνίας». Γεγονός όμως που δεν εξαντλείται στους
Έλληνες «μετανάστες στη Γερμανία» (τα καίρια ερεθίσματα έχουν προκύψει και από
το ομόλογο βιβλίο του Γιώργου Ξ. Ματζουράνη[*]),
όπως περιόριζε την οπτική του Χατζή
βιβλιοκριτικός στον Ριζοσπάστη.
Σε σχέση με
το τελευταίο σημείο στην οπτική του Χατζή δεν μορφοποιείται το περίγραμμα της
«μετα-βιομηχανικής κοινωνίας». Ίσα ίσα ο χώρος του εργοστασίου ρυθμίζεται
ακόμη από το σύστημα Taylor («Σας απαγορεύω
να σκέφτεσθε∙ γι’ αυτή τη δουλειά πληρώνονται άλλοι»). Δηλαδή, με τον αυστηρό
διαχωρισμό χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Στο “Auto-Elektrika” ο 5ος
και ιδίως ο 6ος όροφος, όπου εδρεύει ο «εγκέφαλος» ως «διεύθυνση,
διοίκηση, διαχείριση» (11, 19), είναι απροσπέλαστος στον Κώστα: «εγώ δεν έχω
καμιά δουλειά σ’ αυτά τα πατώματα για να πάω» (9). Ως ύστατος κρίκος μετέχει
στη «βιομηχανική παραγωγή» που προορίζεται για την «κοινωνία της κατανάλωσης»
(22), στην οποία με τη σειρά του και ο ίδιος έχει ενταχθεί: «είμαι καταναλωτής
θα πει πως υπάρχω» (65).
Στο συναφές
ζήτημα της «αποξένωσης», το οποίο όντως είναι κυρίαρχο στο μυθιστόρημα, θα μπορούσα
να επανέλθω. Προσθέτω εδώ τις μορφές οικείωσης των δύο φύλων, από την πλευρά
κυρίως των ανδρών προς το «θηλυκό έθνος» (71· βλ. και 69, 73, 99-113) που
βιώνουν το «φίφτυ-φίφτυ» αλλά και τη σύλληψη του έρωτα ως φευγαλέας («πολλής
αλλά λίγης») «γνωριμιάς του ακατόρθωτου», με βάση την οποία η φαντασία μπορεί
«μια στιγμή» να αγγίξει τον «μεγάλο, άπιαστο κόσμο» (110, 112· βλ. και 106,
107). Επίσης, μνημονεύω τη δυνατότητα συνάντησης με το «τυχαίο», όταν ο Κώστας
εξομολογείται ότι τα «περισσότερα απ’ αυτά που μου γίνονται εμένα είναι της
τύχης μονάχα» (59). Τέλος, δεν εμφανίζεται αμελητέα η οικείωση με τα «ανυπεράσπιστα
ζώα» (69) και η εγγύτητα με τη φύση, όπου ζει και η «τελευταία αρκουδίτσα του
Πίνδου» (130), και η ανάγκη επανάκτησης του «καθαρού αέρα» (105, 106) στις
μεγαλουπόλεις. Πάντως στον «ανύπαρκτο τόπο» (128) αντικριστά και «ισότιμα»
τοποθετούνται ο «τελευταίος άνθρωπος του Ντομπρίνοβου» και η «τελευταία
αρκουδίτσα του Πίνδου» (130) και μετά την υπερνίκηση της αμοιβαίας καχυποψίας
αρχίζει το «μεγάλο παιγνίδι» μεταξύ τους με προεξοφλούμενη κοινή κατάληξη το
θάνατο (133), χωρίς να υπονοείται ο άνθρωπος ως μόνος πληρεξούσιος των
υποκειμένων δικαίου αυτής της κλίμακας των όντων.
Όλοι όμως
αυτοί οι χρόνοι βιώνονται από την πλευρά του ταξιδευτή που φτάνει κάποτε να
αρνηθεί και τον «καημό» (51, 118, 175) του «νόστου», ό,τι κι αν αυτός σημαίνει
ως επιστροφή σε μια κατάσταση που δεν πρόκειται να επανακάμψει. Πράγματι,
πρόκειται πια για τον «ανύπαρκτο τόπο» ή για τον «τόπο της τελευταίας, της
τελειωτικής ερημίας» (128). Το ταξίδι, ως ιδιότητα του «περαστικού» (185) ή του
«στρατιώτη» (116), σημαίνει τους εσωτερικούς δρόμους που ακολουθεί το
υποκείμενο («μέσα στη δική της τη ζωή»∙ 153) καθώς και την αίσθησή του για
«πέταμα χωρίς σύνορα» (165). Από την πλατεία του γενέθλιου τόπου έως το σταθμό
των σιδηροδρόμων στην ξενιτειά (12, 57, 59, 74· βλ. 184/185), αφετηρία και
τέλος συμφύρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην γνωρίζει το «πούθε» και το «πού»
κινούνται τα τραίνα (58). Η βίωση αυτή είναι οδυνηρή: «Είμαι στο δρόμο—και
δρόμο δεν έχω κανέναν» (185). Διαφορετικά, μπορεί να αναρωτηθεί αν είναι «ένας
άνθρωπος που δεν έχει τίποτα» (78) ή «δίχως πατρίδα» (77). Έτσι που στην
«πολιτεία των ξένων» ο «πιο γνήσιος πολίτης» της, ο «ιθαγενής» (63), να αποκτά
από εντελώς διαφορετική οδό την «ιδιότητα του πολίτη».
Όσο για τον
λιγοστό υπό διάθεση χρόνο, αυτός κυρίως αναλώνεται στη «γκαστέτα» (74, 118,
135) ή στο ελληνικό καφενείο, όπου συγκροτείται ο συλλογικός νους ως “super ego” των θαμώνων του που αναλαμβάνει να «εξηγάει» (22) την πραγματικότητα,
ρέουσα και σταθερή. Είναι το σημείο αναφοράς, γιατί συνιστά τον ιδιαίτερο χώρο
αναπαραγωγής των Ρωμιών ως Ρωμιών (74-78). Από μια άποψη θα μπορούσε να ισχύει
κι εδώ ό,τι επισημαίνει ο Wittgenstein: έχουμε το
Σάββατο για να «κοιτάμε την εργασία μας» ή την ιστορία μας «όχι μονάχα από μέσα
αλλά κι απ’ έξω». Έτσι στήνεται ο χρόνος και ο τόπος των αφηγήσεων και ιδίως
των αποτιμήσεων, δηλαδή εκεί όπου οικοδομείται η σύγκρουσή τους. Μόνο που ο
Κώστας τις τακτοποιεί ως παντογνώστης αφηγητής των «σοφών» (67) που παρελαύνουν
με ένα πρίσμα «διπλής ερμηνευτικής», για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Anthony Giddens (βλ. Νούτσος 1998: 192), σύμφωνα με την οποία τελείται η
ερμηνεία ως πράξη γνωριμίας των αντιτιθέμενων ερμηνειών που ανακατασκευάζουν
τον τρόπο ερμηνείας, τον οποίο τα επιμέρους «κείμενα» των αφηγούμενων
συγκροτούν.
Έτσι κρατά
για τον εαυτό του τη δυνατότητα απομύθευσης των «ψευτοφιλόσοφων» (18, 24, 75,
77, 122, 128, 138, 146, 186) του καφενείου, τους οποίους μπορεί να
αντιμετωπίζει με την υποψία ότι τις «έχει όλες τις ιδέες» τους (78). Μόνο που
απέναντι στη χλεύη του «φιλοσοφείν», δηλαδή στις πολιτικές εκτιμήσεις που
διατυπώνονται με αξιώσεις θεωρητικού λόγου, ο Κώστας διακρίνει την εξαίρεση,
τον Βασιλειάδη, τον «καλύτερο του ελληνικού καφενείου» (179). Πρόκειται για τον
εκφραστή, μετρημένα βέβαια και χωρίς ετικέτες, των κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων
του Χατζή που ως προς το Διπλό βιβλίο
δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν ως κατάφαση της «μεταμοντέρνας και αφηγηματικής
πραγματικότητας» και επομένως ως «αφήγηση της μεταμοντέρνας συνθήκης, όπου
καταλύονται οι βεβαιότητες και καταρρίπτονται οι αυταπάτες». Δεν έχουμε πράγματι
τον μυθιστοριογράφο της «μαζικής δημοκρατίας», σύμφωνα με μια κοινωνιολογίζουσα
προσέγγιση της «μεταμοντέρνας» παραγωγής, όπου η άμορφη ατομικότητα χάνεται σε
μιαν εξίσου «άμορφη κοινωνία» λόγω της «ακατάπαυστης κινητικότητας ανθρώπων και
πραγμάτων» (βλ. το βιβλίο μου: Δημήτρης
Χατζής. Το διπλό βιβλίο, Αθήνα, «Ελληνικά Γράμματα» 2009, σσ. 43-47).
Ο
Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων
[*]
Εκτός από τα στατιστικά στοιχεία και τις παρατιθέμενες συνεντεύξεις ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές «Στο σταθμό» και «Ακκόρντ» ή «Νόρμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου