ἴτω δίκα φανερός, ἴτω
ξιφηφόρος.
ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ, Βάκχ. 991
Μαύρο γύρω το χορτάρι
και μέσα η γη βαθειά
σκαμμένη
Νερό, καμίνια και φωτιά
Πηγάδια, στοές
βαριές ανάσες, σκουριές
κι αυτοί δίχως κλειδιά
κλέβοντας τα κρύα σωθικά
της
Πόλεις του μόχθου
Θλιμμένα τώρα ερείπια
και κάτω η μνήμη σκοτεινή
Φλέβες, κορμιά, μαύρα
λινά μαλλιά
ψυχές ταΐζοντας αχόρταστα
τον Άδη
Παφλαγόνας εγώ του
Ευξείνου
ήρθα εδώ της ξενιτειάς
αφήνοντας το δυνατό κορμί
μου
στον μεταξένιο της βυθό
Στο πικρό, το φίλο χώμα
να γράψει η πλάκα
εργάτης άλλος σαν κι
αυτόν
εδώ ποτέ δεν ήρθε
Λυγίζει στο πλάι μικρή
ελιά
φέρνοντας στον άνεμο
παλιές φωνές
οδύνες κι οιμωγές
πουλιά τυλίγοντας βουβά
την καμινάδα
Ταξιδεύουν ωστόσο,
λογαριάζοντας
γι’ αλλού οι αργυραμοιβοί
Πάνος Κυπαρίσσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου