Πωλ Ρικαίρ, Ζακ Ντερριντά: δύσκολη συγχώρηση, αδύνατη συγχώρηση
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΙΤΣΩΡΗ
Ο επίλογος του βιβλίου του Πωλ Ρικαίρ Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη έχει τον
τίτλο «Η δύσκολη συγχώρηση». Στην πρώτη παράγραφο αυτού του επιλόγου ο Γάλλος
φιλόσοφος, αφού έχει επισημάνει ότι η συγχώρηση αποτελεί τον κοινό ορίζοντα της
μνήμης, της ιστορίας και της λήθης, αποφαίνεται ότι αυτός ο ορίζοντας «καθιστά
τη συγχώρηση δύσκολη: ούτε εύκολη, ούτε αδύνατη» [1].
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1997, σ’ αυτήν ακριβώς την αίθουσα, ο Ζακ Ντερριντά είχε
εκφωνήσει μια διάλεξη υπό τον τίτλο «Δώρο και συγχώρηση. Οι αμφιλογίες.
(Συγχώρηση, λήθη, αμνηστία, εκεχειρία, συγγνώμη)». Στην αρκετά υστερόχρονη
δημοσίευση αυτής της διάλεξης υπό τον τίτλο «Συγχωρώ: το ασυγχώρητο και το
απαράγραπτο» –που ήταν grosso modo η πρώτη και η δεύτερη συνεδρία του πολυετούς
σεμιναρίου του στην Ecole des Hautes Etudes υπό τον τίτλο «Η επιορκία και η
συγχώρηση»– δηλώνεται ότι η πραγματική συγχώρηση εμπίπτει στην κατηγορία του
αδυνάτου, ότι είναι αδύνατη [2].
Στη σύντομη εισήγησή μου θα προσπαθήσω να αναδείξω το φιλοσοφικό διακύβευμα της
διάκρισης μεταξύ της δύσκολης και αδύνατης συγχώρησης, η οποία προκάλεσε
έναν σημαντικό διάλογο μεταξύ των δύο φιλοσόφων.
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι κοινή αφετηρία της επιχειρηματολογίας των δύο
φιλοσόφων είναι η πραγμάτευση της έννοιας της συγχώρησης από τον Γάλλο φιλόσοφο
Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς, ο οποίος στο φιλοσοφικό δοκίμιό του υπό τον τίτλο Η συγχώρηση (Le Pardon, 1967) επικαλείται μιαν «υπερβολική ηθική» εντός της
οποίας η καθαρή συγχώρηση εκλαμβάνεται ως απροϋπόθετη, απόλυτη χάρις, ως κάτι
που δεν εξαρτάται από το ασυγχώρητο:
με άλλα λόγια είναι δυνατή, μπορεί να δοθεί ακριβώς εκεί όπου υπάρχει το
ασυγχώρητο. Από την άλλη μεριά όμως σε ένα παλαιότερο κείμενό του υπό τον τίτλο «Το απαράγραπτο» (1956),
όταν ακριβώς στη Γαλλία είχε ξεσπάσει μια έντονη διαμάχη για τον νόμο σχετικά
με τη μη παραγραφή των εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας, και δη του
Ολοκαυτώματος, ο Ζανκελεβίτς διακηρύσσει ότι «η ψήφιση του γαλλικού
Κοινοβουλίου διατυπώνει δικαίως μιαν αρχή (principe) και, κατά κάποιον τρόπο,
μιαν a priori αδυνατότητα: τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι απαράγραπτα: δηλαδή δεν μπορούν να παραγραφούν» [3].
Η μη δυνατότητα της παραγραφής αυτού του άπειρου, ασύμμετρου ναζιστικού
εγκλήματος συνδέεται άμεσα με την έννοια του ασυγχώρητου και την αδυνατότητα
παροχής συγχώρησης στον εγκληματία. Σε ένα μεταγενέστερο κείμενό του υπό τον
τίτλο «Να συγχωρήσουμε;» («Pardonner ?») (1971) ο Ζανκελεβίτς κατ’ αρχάς διερωτάται
οργισμένος για να καταλήξει αφοριστικά: «Η συγχώρηση! Μας ζήτησαν όμως
συγχώρηση; [...] Η συγχώρηση πέθανε στα στρατόπεδα του θανάτου» [4].
Εξ ου και το αναπόφευκτο συμπέρασμα: το ασυγχώρητο του εγκλήματος καθιστά τη
συγχώρηση αδύνατη, είναι αδύνατον να
συγχωρήσεις το ασυγχώρητο έγκλημα, πόσω μάλλον που η γενοκτονία των Εβραίων
αποτελεί εξαίρεση, δηλαδή φανερώνει την ασυμμετρία του «άπειρου εγκλήματος» σε
σχέση με την πεπερασμένη συγχώρησή του. Σε τούτη την αδυνατότητα συγχώρησης
προστίθεται και η προϋπόθεση της αίτησης
συγχώρησης από αυτόν που έχει διαπράξει το έγκλημα. Τώρα ο Ζανκελεβίτς,
γνωρίζοντας και δηλώνοντας ότι αντιφάσκει προς ό,τι είχε γράψει το 1967,
συνδέει την παροχή συγχώρησης με την προτερόχρονη, ρητή ή υπόρρητη προϋπόθεση της αίτησης συγχώρησης,
αναιρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την απόλυτη, άνευ όρων, χορήγηση της
συγχώρησης.
Τόσο
ο Ρικαίρ όσο και ο Ντερριντά απορρίπτουν τον καθορισμό της συγχώρησης από την
αίτηση ή και απαίτηση της συγχώρησης: «Ως προς αυτό ο Ζακ Ντερριντά, με τον οποίο
εδώ διασταυρώνομαι, έχει δίκιο: η συγχώρηση απευθύνεται στο ασυγχώρητο,
ειδάλλως δεν υπάρχει. Είναι απροϋπόθετη [inconditionnel], είναι άνευ εξαιρέσεως
και άνευ περιορισμού. Δεν προϋποθέτει την αίτηση συγχώρησης» [5].
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι για
τον Ζανκελεβίτς η συγχώρηση είναι αδύνατη
γιατί επιτάσσει να μη συγχωρήσουμε το
ασυγχώρητο, ενώ για τον Ντερριντά και τον Ρικαίρ η συγχώρηση είναι αντιστοίχως αδύνατη ή δύσκολη γιατί επιτάσσει ακριβώς το αντίθετο: να συγχωρήσουμε το
ασυγχώρητο.
Ας
δούμε λοιπόν γιατί η συγχώρηση είναι δύσκολη
για τον Ρικαίρ και αδύνατη για τον
Ντερριντά. Φρονώ ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την έννοια του αδυνάτου, η οποία παραπέμπει στην
αριστοτελική διάκριση της δυνάμεως και
της ενεργείας. Στο βιβλίο του Κατόπιν ωρίμου σκέψεως. Διανοητική
αυτοβιογραφία [Réflexion faite.
Autobiographie intellectuelle] (1995) ο Ρικαίρ δηλώνει ότι από τους
διάφορους αριστοτελικούς ειδικούς όρους (acceptions) με τους οποίoυς «το ον
πολλαχώς λέγεται» θα «δώσει το προβάδισμα σ᾽ εκείνον που κατονομάζεται από το
ζεύγος
ε ν έ ρ γ ε ι α-δ ύ ν α μ ι ς» [6],
και δη στην έννοια της ενέργειας, του ενεργείν. Έτσι η ρικαιρική «ερμηνευτική
του εαυτού» καθώς συσχετίζεται με το «αριστοτελικό ζεύγος
ε ν έ ρ γ ε ι α-δ ύ ν α μ ι ς»
γίνεται ουσιαστικά μια «ερμηνευτική του ανθρώπινου ενεργείν». Αυτό που συνδέει
την «ερμηνευτική τού εαυτού» με την
«ερμηνευτική τού ενεργείν» είναι,
ως γνωστόν, η έννοια της πιστοποίησης:
«Με αυτόν τον όρο κατονομάζω το είδος της πίστης και της εμπιστοσύνης που
συνδέεται με την επιβεβαίωση του εαυτού [affirmation du soi] ως ενεργητικού
(και πάσχοντος) όντος» [7].
Από αυτόν τον ορισμό θα συγκρατήσω την έκφραση «επιβεβαίωση του εαυτού», η
οποία σηματοδοτεί και την αγεφύρωτη διαφορά μεταξύ του Ρικαίρ και του
Ντερριντά, η οποία κατ’ αρχάς εκδηλώνεται στην αντίστοιχη θεώρηση του ζεύγους
δ ύ ν α μ ι ς-ε ν έ ρ γ ε ι α
(δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρικαίρ ανατρέπει την συνήθη τάξη του ζεύγους
κατονομάζοντάς το ως ε ν έ ρ γ ε ι α-δ ύ ν α μ ι ς).
Για τον Ντερριντά η έννοια του αδυνάτου
είναι ένας από τους βασικότερους πυλώνες της φιλοσοφίας του, πόσω μάλλλον που
κατ’ αυτόν ή ίδια η αποδόμηση είναι αδύνατη. Ιδού πώς διατυπώνει ο ίδιος τη
θέση του ως προς το αριστοτελικό ζεύγος
δ ύ ν α μ ι ς-ε ν έ ρ γ ε ι α
και, κυρίως, ως προς την αντιθετική σχέση του δυνατού και του αδυνάτου:
«Η
ιστορία της φιλοσοφίας είναι η ιστορία ενός αναστοχασμού γύρω από το τι
σημαίνει δυνατόν, τι σημαίνει Είναι και είναι δυνατόν. Αυτή η μεγάλη παράδοση της δ υ ν ά μ ε ω ς [...], από τον
Αριστοτέλη έως τον Μπερξόν, αυτός ο αναστοχασμός στην υπερβατολογική φιλοσοφία
για τους όρους δυνατότητας, τυγχάνει να προσβάλλεται από την εμπειρία του
συμβάντος στο βαθμό που αυτή η εμπειρία διαταράσσει τη διάκριση του δυνατού
[possible] από το αδύνατον [impossible. [...]. Εδώ πρέπει να γίνει λόγος για το
α-δύνατον συμβάν. Ένα α-δύνατον που δεν είναι μόνον αδύνατον, που δεν είναι
μόνο το αντίθετο του δυνατού, αλλά είναι επίσης ο όρος ή η τύχη του δυνατού.
Ένα α-δύνατον που είναι η ίδια η τύχη του δυνατού. Γι’ αυτό πρέπει να
μετασχηματίσουμε τη σκέψη, ή την εμπειρία, ή το λέγειν της εμπειρίας του
δυνατού ή του αδυνάτου» [8].
Κατά
τον Ντερριντά η έννοια της συγχώρησης εμπίπτει σ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία
του αδυνάτου. Εδώ η καθαρή συγχώρηση είναι ένα συμβάν, και ως εκ τούτου
αδύνατη. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε το ακατόρθωτο, το αδύνατον, τουτέστιν να
συγχωρήσουμε το ασυγχώρητο απροϋπόθετα, άνευ όρων. Στον Ντεριντά αυτό το
απροϋπόθετο συνδέεται άμεσα με την αποδόμηση του όρου του δυνατού που εμπεριέχει πάντοτε το «δύναμαι», το οποίο με τη σειρά
του δηλώνει τη δύναμη, την εξουσία που χαρακτηρίζει την κυριαρχία, τον κυρίαρχο
εαυτό (soi souverain) που επιβάλλεται στο άλλον (l’autre). Θα έλεγα, εν είδει
αφορισμού, ότι στον Ντερριντά το αριστοτελικό δυνάμει υπονομεύεται καίρια από το αδύνατον, ενώ στον Ρικαίρ το ενεργεία
παίρνει το προβάδισμα έναντι του δυνάμει.
Η
διαφωνία αυτή μας παραπέμπει στην επίσης αποκλίνουσα προσέγγιση της διαλεκτικής
του εαυτού (soi) και του άλλου (autre). Ο Φρανσουά Ντος στο
βιβλίο του Πωλ Ρικαίρ. Τα νοήματα μιας
ζωής παραθέτει την ακόλουθη χιουμοριστική αλλά άκρως σημαντική φράση του
Γάλλου φιλοσόφου: «Με τον Λεβινάς είσαι τόσο πολύ έξω από τον εαυτό σου [chez
soi], ώστε δεν ξέρεις πλέον πώς θα επιστρέψεις σ’ αυτόν, ενώ με τον Μισέλ Ανρί
είσαι τόσο πολύ στον εαυτό σου, ώστε δεν ξέρεις πλέον πώς θα εξέλθεις απ’
αυτόν» [9]. Σ’ αυτήν την παιγνιώδη
ρικαιρική κριτική, το όνομα του
Λεβινάς θα μπορούσε να αντικατασταθεί με αυτό του Ντερριντά, ο οποίος στο
κείμενό του υπό τον τίτλο «Ο λόγος. Δίνω, ονομάζω, καλώ», (δημοσιεύτηκε το 2004
στον τόμο των Cahiers de l’Herne –αφιερωματικό στον Ρικαίρ– υπό την επιμέλεια
της Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν και του Φρανσουά Αζουβί) αναφέρεται ρητά στο διάλογό
τους σχετικά με τη συγχώρηση, λέγοντας το εξής: «Στην απορητική στάση της
πρότασής μου σύμφωνα με την οποία η συγχώρηση είναι, με μια μη αρνητική
σημασία, το ίδιο το α-δύνατον [...] ο
Ρικαίρ αντιπαρέθεσε περισσότερο από μία φορά μιαν άλλη διατύπωση: ‘Η συγχώρηση δεν είναι αδύνατη, είναι δύσκολη’» [10].
Διερωτώμενος «ποια είναι η διαφορά [...] μεταξύ του (μη αρνητικού) ‘α-δυνάτου’ και του ‘δύσκολου’, του πολύ-δύσκολου, του κατά το δυνατόν πιο
δύσκολου, της δυσκολίας, του ίδιου του ακατόρθωτου»,
απαντά ως εξής : «Το ερώτημα επανέρχεται μάλλον, για να το πω τηλεγραφικά,
σε αυτό περί της εαυτότητας της φράσης ‘εγώ
δύναμαι’ [de l’ipséité du “je peux“. [...] Το
ipse είναι πάντοτε η δύναμη-εξουσία [pouvoir] ή το δυνατόν ενός ‘εγώ’
[‘je’] (εγώ δύναμαι, εγώ θέλω, εγώ αποφασίζω). Το α-δύνατον περί του
οποίου ομιλώ σημαίνει ενδεχομένως ότι ποτέ
δεν δύναμαι ούτε οφείλω να ισχυριστώ ότι είναι στη δύναμη-εξουσία μου να πω σοβαρά, υπεύθυνα, ‘συγχωρώ’
(ή ‘θέλω’ ή ‘αποφασίζω’). Μόνον ο άλλος, εγώ ο ίδιος ως άλλος
[moi-même comme un autre], ο οποίος μέσα μου [en moi] θέλει, αποφασίζει ή
συγχωρεί, χωρίς να με απαλλάσσει από οιανδήποτε ευθύνη [...]» [11].
Λόγω
ελλείψεως χρόνου, θα κλείσω την αναφορά μου στον Ντερριντά λέγοντας ότι η
ντερριντιανή έννοια της α-δύνατης συγχώρησης είναι άκρως πολιτική, διότι ως απροϋπόθετη αντιτίθεται διαζευκτικά (κάτι που είναι πρωτοφανές
για την ντερριντιανή αποδόμηση) προς την έννοια της κυριαρχίας (souveraineté]).
Ως εκ τούτου παραθέτω την τελευταία φράση από μια συνέντευξή του υπό τον τίτλο
«Ο αιώνας και η συγχώρηση»:
«Αυτό
που ονειρεύομαι, αυτό που προσπαθώ να σκέπτομαι ως την “καθαρότητα“ μιας
συγχώρησης άξιας αυτού του ονόματος, θα ήταν μια συγχώρηση χωρίς εξουσία
[pouvoir]: απροϋπόθετη αλλά χωρίς
κυριαρχία. Το δυσκολότερο μέλημα, συνάμα αναγκαίο και προφανώς αδύνατον, θα
ήταν συνεπώς να αποσυνδέσουμε το απροϋπόθετο
από την κυριαρχία. Θα το κατορθώσουμε
κάποια μέρα;» [12].
Η ευθεία κριτική του Ντερριντά εναντίον της
εννόησης του «ίδιου του εγώ μου ως άλλου» («moi-même comme un autre»)
παραπέμπει έμμεσα στον τίτλο του σημαντικότατου βιβλίο του Ρικαίρ Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος (Soi-même comme un autre, 1990) [13]. Η κριτική του Ντερριντά φαίνεται να μην
πείθεται από τη θεμελιώδη ρικαιρική διάκριση μιας διττής ταυτότητας του ιδίου (même), τουτέστιν αφ’ ενός της ταυτότητας-idem,
αφ’ ετέρου της ταυτότητας-ipse,
διάκριση που συγκροτεί την έννοια του εαυτού
(soi). Θα έλεγα εν τάχει ότι ο
τελευταίος Ντερριντά, όσον αφορά τη συγκρότηση της σχέσης του ίδιου και του
άλλου, συμπεριφέρεται όπως ο Λεβινάς: ο άλλος (l’autre) είναι «ο παντελώς άλλος»
(«le tout autre»), ενώ το εγώ (moi) είναι όμηρος του άλλου. Ο Ρικαίρ
καταγγέλλει αυτήν την οντολογική και ηθική προτεραιότητα του άλλου έναντι του
εαυτού, αναζητώντας μιαν αμοιβαιότητα μεταξύ των δύο. Αυτήν την αμοιβαιότητα
την προσφέρει η έννοια της πιστοποίησης
του εαυτού (attestation du soi).
Εν ολίγοις η εαυτότητα του εαυτού πιστοποιείται μέσω της ενέργειας, της δράσης
του πράττοντος η του πάσχοντος, ακόμη και εκείνων που πάσχουν εξαιτίας του.
Αυτή η πιστοποίηση του εαυτού διαφέρει από τη βεβαιότητα που παρέχει το
καρτεσιανό cogito ergo sum, καθότι δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή πίστη (croyance) oy μας δίνει την πεποίθηση ότι ο εαυτός, η εαυτότητα
συγκροτείται όχι μόνο από την ταυτότητα-idem, αλλά και από την ταυτότητα-ipse,
η οποία ακριβώς δίνεται μέσω ορισμένων
εκφάνσεων του ενεργείν. Εδώ η «ερμηνευτική του εαυτού» συνδέεται άμεσα, όπως
έχουμε ήδη πει, με την «ερμηνευτική του ανθρώπινου ενεργείν». Και αυτό ακριβώς
επιτελεί η συγχώρηση σύμφωνα με τον Ρικέρ. Αυτό που καθιστά δυνατή τη δύσκολη αλλά
όχι αδύνατη συγχώρηση είναι αυτή ακριβώς η ικανότητα
το ανθρώπου να μπορεί να δίνει και να δέχεται τη συγχώρηση. Έτσι
επιτυγχάνεται αυτή ακριβώς η αμοιβαιότητα, η οποία όμως κατά τον Ντερριντά
αναιρεί το απροϋπόθετο της συγχώρησης.
Θα
κλείσω τη μικρή αυτή εισήγηση επισημαίνοντας ότι πέραν αυτής της αμοιβαιότητας,
η συγχώρηση απαλλάσσει τον δράστη του εγκλήματος ή του παραπτώματος από τα
δεσμά που τον δένουν με αυτό το έγκλημα ή το παράπτωμά του, καθιστώντας τον και
πάλι ικανό άνθρωπο.
*Διάλεξη στη Στρογγυλή Τράπεζα «Paul Ricœur.
Ηθική και πολιτική» (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 10-5-2012)
O Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας,
μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
[1] Paul Ricœur, La mémoire,
l’histoire, l’oubli, Seuil 2000, σ. 593.
[2] J. Derrida, «Pardonner: l’impardonnable et l’impresriptible», στο Derrida, Cahiers de l’Herne, 2004, σ.
546.
[3] Vladimir Jankélévitch, L’impresriptible,
Seuil, 1986, σ. 26.
[4] Αυτ., σ. 50.
[5] La memoire, l’histoire, l’oubli,
ό.π., σ. 605.
[6] P. Ricœur, Réflexion faite.
Autobiographie intellectuelle, Editions Esprit, 1995, σ. 93.
[7] Αυτ., σ. 99.
[8] J. Derrida, Gad Soussana, Alexis Nouss, Dire l’événement est-il posible ?, L’Harmattan, 2001, σ.
100-101.
[9] François Dosse, Paul Ricœur. Les
sens d’une vie, La Decouverte, 1997, σ. 754.
[10] J. Derrida, «La parole. Donner, nommer, appeller», στο Ricœur, Cahiers de l’Herne, 2004, σ. 27.
[11] Αυτ., σ. 27-28.
[12] J. Derrida, Foi et savoir,
suivi de Le siècle et le pardon,
Seuil, 2000, σ. 143.143.
[13] Paul Ricœur, Ο ίδιος ο εαυτός ως
άλλος, μτφρ. Βίκυ Ιακώβoυ, Πόλις, 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου