ΤΗΣ ΡΕΝΑΣ ΔΟΥΡΟΥ
Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία καταλαμβάνει το εξώφυλλο του συλλογικού έργου, υπό την επιμέλεια του Χρυσόστομου Περικλέους, για τα πενήντα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας: εικονίζονται ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο δρ Φαζίλ Κουτσιούκ να υπογράφουν τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και Μεταβίβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Μεταξύ των δύο ανδρών εικονίζεται ο τελευταίος βρετανός κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ. Η ιστορική αυτή φωτογραφία τραβήχτηκε στις 16 Αυγούστου του 1960 – είναι η ημέρα που εγκαθιδρύεται επισήμως η Κυπριακή Δημοκρατία.
Έκτοτε, παρά τα εξωτερικά (τουρκική εισβολή και κατοχή) αλλά και τα εσωτερικά πλήγματα κατά της υπόστασής της που προέρχονται από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει, μέλος πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ταξίδι της στα ταραγμένα νερά της διεθνούς κοινότητας.
Κυπριακή Δημοκρατία: 50 χρόνια. Επώδυνη πορεία, επιμέλεια: Χρυσόστομος Περικλέους, πρόλογος: Δημήτρης Χριστόφιας, εκδόσεις Παπαζήση, σελ.795
Πένυ Κωνσταντίνου- Ο ζωγράφος και το μοντέλο του |
Έκτοτε, παρά τα εξωτερικά (τουρκική εισβολή και κατοχή) αλλά και τα εσωτερικά πλήγματα κατά της υπόστασής της που προέρχονται από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει, μέλος πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ταξίδι της στα ταραγμένα νερά της διεθνούς κοινότητας.
Οντότητα ιδιότυπη, λόγω της ύπαρξης των δύο κοινοτήτων και των εκατέρωθεν «προστάτιδων» χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, που η κάθε μια τους προβάλλει στο νησί τα δικά της συμφέροντα, η Κυπριακή Δημοκρατία, αν και μόλις πενήντα ετών, έχει πίσω της πλούσια ιστορία, μια «επώδυνη πορεία» και, μπορεί βάσιμα να ελπίζει κανείς, πλούσιο μέλλον. Ένα μέλλον, που όπως τονίζει στον πρόλογό του ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρης Χριστόφιας, πρέπει επιτέλους να σφραγιστεί από έναν «βιώσιμο συμβιβασμό που θα επανενώνει πραγματικά το κράτος, τους θεσμούς, την οικονομία και την κοινωνία, στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Η προσπάθεια του Χρυσόστομου Περικλέους να παρουσιάσει έναν συνολικό απολογισμό της κοινωνίας, της οικονομίας, του πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, των συγκρουσιακών σχέσεων με την Τουρκία, είναι αξιέπαινη και συνιστά πραγματικό στοίχημα. Όπως συμβαίνει πάντα με τις απόπειρες τέτοιου είδους απολογισμών, ο μεμψίμοιρος αναγνώστης θα επιδιώξει να εντοπίσει ελλείψεις, παραλείψεις και κενά. Ωστόσο, το ανά χείρας έργο ξεχωρίζει για την πληρότητά του και την πολλαπλότητα των οπτικών γωνιών εντός της ίδιας ενότητας, π.χ. σε εκείνη του «Κυπριακού», όπου εξετάζονται ιστορικά οι συμφωνίες της Ζυρίχης από τον Τάκη Χατζηδημητρίου, ο οποίος επισημαίνει τις ευθύνες της πλευράς Μακαρίου, που με τη στάση του τις υπονόμευσε: «Η στάση του Αρχιεπισκόπου επηρέασε, σε διάφορα επίπεδα τις εξελίξεις. Κλονίστηκε, από την πρώτη μέρα, η πίστη στις Συμφωνίες, που θεωρήθηκαν προϊόν πιέσεων. Μια άλλη αρνητική πτυχή ήταν η δυσπιστία που εξ αρχής εμφιλοχώρησε μεταξύ ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής ηγεσίας» (σελ. 185). Στο εξαιρετικό πορτρέτο που αφιερώνει στον Μακάριο, τον «μοιραίο ηγέτη», ο Μακάριος Δρουσιώτης σημειώνει, αναφορικά με τις συμφωνίες της Ζυρίχης: «Δέχθηκε τη Ζυρίχη το 1959, για να αποσοβήσει τον κίνδυνο της διχοτόμησης αλλά και σαν όχημα για να επιστρέψει ως πρωταγωνιστής στο πολιτικό παιχνίδι. Υπέγραψε τις συμφωνίες ως ηγέτης μιας αποικίας σε εξορία, για να τις αναιρέσει ως αρχηγός κράτους. Δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την εφαρμογή τους, ούτε για τη βελτίωσή τους, αλλά για την ακύρωσή τους. Δεν ήταν ο πολιτικός των συμβιβασμών, ήταν ο ηγέτης της απόλυτης επιβολής» (σελ.364).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επίσης και πτυχές που δεν μελετώνται συχνά, καθώς τα φώτα πέφτουν συνήθως στο «Κυπριακό» και στις σχέσεις με την Τουρκία, όπως είναι τα κυπριακά ΜΜΕ, ο πολιτισμός, η παιδεία (με τη γέννηση του πανεπιστημίου Κύπρου, που περιγράφει ο Νίκος Βάκης), οι εικαστικές τέχνες τα τελευταία πενήντα χρόνια (της Ελένης Νικήτα) ή η λογοτεχνική παραγωγή (του Λευτέρη Παπαλεοντίου). Με άλλα λόγια, ο συλλογικός αυτός τόμος έρχεται να καλύψει ένα σοβαρό κενό στη βιβλιογραφία, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στις σχέσεις της Κύπρου με την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά φωτίζει σχεδόν όλες τις πτυχές της κυπριακής κοινωνίας – το στοίχημα της πληρότητας το κερδίζει λοιπόν άνετα.
Το δεύτερο στοίχημα που κερδίζει το έργο αυτό έχει να κάνει με την πολιτική συγκυρία. Η έκδοσή του, το 2010 -στην επέτειο των 50 χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας- το καθιστά εξαιρετικό εργαλείο ανάλυσης, σε μια περίοδο που θα κρίνει το άμεσο μέλλον της Κύπρου: τις βουλευτικές εκλογές της, που διεξάγονται σήμερα και το αποτέλεσμα των οποίων θα είναι ένα μήνυμα τόσο προς την τουρκοκυπριακή πλευρά όσο και προς τη διεθνή κοινότητα.
Η προεκλογική εκστρατεία σημαδεύτηκε από το πάθος και από την ευρείας γκάμας συζήτηση για ό,τι απασχολεί σήμερα την κυπριακή κοινωνία, από την πολιτική ώς την οικονομία. Το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών –που σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από την επιλογή των αναποφάσιστων και το ποσοστό τελικά της αποχής– συνιστά πρόκριμα για την περαιτέρω πορεία του Κυπριακού; Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το ΔΗΣΥ του Νίκου Αναστασιάδη προηγείτο με 27.6% έναντι 27% του ΑΚΕΛ του προέδρου της Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν το ΑΚΕΛ καταφέρει να ανατρέψει τη μικρή αυτή διαφορά που το χωρίζει από το ΔΗΣΥ, το γεγονός θα σηματοδοτήσει νέα δεδομένα, δίνοντας σοβαρή ανάσα στον πρόεδρο Χριστόφια και στις προσπάθειές του για επανένωση του νησιού στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινωνικής ομοσπονδίας.
Παράλληλα, η προεκλογική εκστρατεία ανέδειξε και συγκρούσεις για τα οικονομικά, με το ΑΚΕΛ να προσάπτει στον κατά τα άλλα κυβερνητικό του εταίρο, το ΔΗΚΟ, τη στάση του έναντι του προέδρου Χριστόφια, που προωθεί «μια ισορροπημένη πολιτική, ώστε το κόστος για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης να επιμερίζεται σε όλους, ανάλογα με τις δυνατότητές τους», όπως τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφανος Στεφάνου.
Πάντως, η φετινή προεκλογική εκστρατεία στην Κύπρο τα είχε όλα, ώς και μια δήλωση, την τελευταία εβδομάδα, του γγ του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, ότι θα προτιμούσε έναν αριστερό τουρκοκύπριο για Πρόεδρο, παρά έναν ελληνοκύπριο δεξιό, εξηγώντας ότι οι πολιτικές που θα ακολουθήσει ένας αριστερός Τουρκοκύπριος είναι πιο κοντά στις πολιτικές που ο ίδιος θα ήθελε να ακολουθηθούν. Αργότερα, και μετά τις έντονες αντιδράσεις, κυρίως του Ν. Αναστασιάδη, ο Κυπριανού διευκρίνισε ότι η δήλωσή του «αφορούσε τη μελλοντική Κύπρο, μετά τη λύση, διότι στις σημερινές κατοχικές συνθήκες κανένας δεν πρέπει να διανοείται ότι είναι δυνατόν να έχουμε τουρκοκύπριο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η αναφορά μου αφορούσε το όταν θα λυθεί το Κυπριακό και θα έχουν εξομαλυνθεί οι σχέσεις με τους τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας». Το επεισόδιο όμως ήταν ενδεικτικό της ευαίσθητης ισορροπίας αναφορικά με τον ρόλο της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο εσωτερικό της κυπριακής δημοκρατίας.
Το πολυσέλιδο έργο υπό την επιμέλεια του Χρυσόστομου Περικλέους έρχεται στην κατάλληλη στιγμή: φωτίζει όλες τις πτυχές της πολύπαθης ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξηγεί το σημερινό αδιέξοδο, όπως αυτό διαγράφεται μετά από την εκλογή του Ντερβίς Έρογλου ως επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας το 2010. Ακριβώς «η εκλογή αυτή σηματοδοτεί το τέλος της μεγάλης πορείας των Τουρκοκυπρίων προς τη λύση που ξεκίνησαν στις αρχές του 2000» (σελ. 342, Niyazi Kizilyurek).
Θα καταφέρουν οι εκλογές της 22ας Μαίου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις στην κατεύθυνση της λύσης μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, και στην ισότητα δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων; Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ο τόμος του Χρ. Περικλέους αποτελεί χρήσιμο εργαλείο, για την ερμηνεία και την ανάλυσή του μακροβιότερου ανεπίλυτου ζητήματος στην διεθνή σκακιέρα.
Η Ρένα Δούρου είναι μέλος της Π.Γ. Του ΣΥΝ και υπεύθυνη Ευρωπαϊκής πολιτικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου