26/1/25

Στο παράπηγμα με το νούμερο 236

Νάκης Παναγιωτίδης, Το δραπετεύον βλέμμα του ποιητή II, 2011, κάρβουνο και παστέλ σε καμβά με οπίσθιο φωτισμό, 125 × 170 εκ.


Της Μαρίας Μοίρα
 
ΠΕΤΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Τοντόρ. Από τη Σαφράμπολη στην Καλογρέζα, Εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 219
    
Ο Πέτρος Τριανταφυλλίδης, συγγραφέας φωτογράφος και ταξιδευτής, αφηγείται την ιστορία του αγαπημένου του παππού. Με ιδιαίτερη στοργή ξετυλίγει τις απίστευτες περιπέτειες του ελληνικής καταγωγής, τουρκόφωνου, χριστιανού ορθόδοξου Τοντόρ Γκιουλόγλου από την Σαφράμπολη του Εύξεινου Πόντου, που μετά από ασύλληπτες κακουχίες και εξευτελισμούς, φτάνοντας πολλές φορές κοντά στο θάνατο, κατέληξε κατατρεγμένος και ανέστιος στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας το 1925. Στην Καλογρέζα ανάστησε με αξιοπρέπεια, πείσμα και υπεράνθρωπες προσπάθειες την οικογένειά του στο «παράπηγμα με το νούμερο 236» κοντά σε άλλους συντοπίτες του. Κι εκεί στο μικρό ταπεινό σπιτάκι που έκτισε με τα χέρια του, ενενηκονταετής γέροντας σχεδόν τυφλός, διηγούμενος τις απίστευτες περιπέτειες της ζωής του στα εγγόνια του, έκλεισε τα μάτια πλήρης ημερών μέσα στην αγάπη των συγγενών και των φίλων του.
Ο Τοντόρ ο κεντρικός ήρωας αυτής της μυθιστορηματικής βιογραφίας που μοιάζει αποκύημα της φαντασίας, παγιδεύεται στη δίνη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, με τις σκληρές, πολύνεκρες μάχες και τις ριζικές ανατροπές και ανακατατάξεις του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Η αφήγηση του συγγραφέα βασίζεται σε πρωτογενείς μαρτυρίες πληροφορητών πρώτης γενιάς, που οι περισσότεροι δεν βρίσκονται πια στη ζωή, όμως πρόλαβαν να εξιστορήσουν στους οικείους τους τα πάθη των Ελλήνων της Ανατολής. Τα τραγικά γεγονότα που έζησαν στην παλιά τους πατρίδα και τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετώπισαν στη νέα που κατέφυγαν κυνηγημένοι. Διηγήθηκαν για τον τουρκικό εθνικισμό που σάρωσε τον ιστό ακμαίων πολυπολιτισμικών κοινοτήτων που μέχρι τότε ζούσαν, ευημερούσαν και συμπορεύονταν ειρηνικά. Για την πολιτική του Κεμάλ που εξόντωσε αδιακρίτως και μεθοδικά τους μειονοτικούς αλλοεθνείς πληθυσμούς, διώχνοντας τους ανθρώπους με απόλυτη σκληρότητα από τις προγονικές τους εστίες, οδηγώντας τους στην εξορία και στον θάνατο, στην άτακτη φυγή και στην αναγκαστική προσφυγιά.
Ο Τοντόρ Γκιουλόγλου (που πήρε το όνομά του από τα φημισμένα ρόδα που άνθιζαν στο κονάκι τους και ο οποίος αργότερα υιοθέτησε την εξελληνισμένη εκδοχή, Θεόδωρος Τριανταφυλλίδης), στην αυγή του 20ού αιώνα ήταν ένας νέος ευκατάστατος, ένας δαιμόνιος άξιος πλανόδιος πραματευτής που γυρνούσε στα παζάρια της περιοχής και ζούσε με άνεση στην αγαπημένη του Σαφράμπολη με τα αρχοντικά πετρόχτιστα σπίτια. Το 1912 θα τον βρει στρατιώτη του οθωμανικού στρατού στο ρωσοτουρκικό μέτωπο στον Καύκασο. Βιώνει την ήττα των Οθωμανών και την γενοκτονία των Αρμενίων και συμμετέχει στις αιματηρές συγκρούσεις της Καλλίπολης κατά των Βρετανών. Το 1916 θα δραπετεύσει από τα τάγματα εργασίας όπου εξοντώθηκαν πολλοί Ρωμιοί εξαιτίας των σκληρών συνθηκών και θα βρεθεί στη Συρία. Θα επιστρατευτεί πάλι στον οθωμανικό στρατό, θα συλληφθεί από τους Βρετανούς και θα μείνει αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στο Σουέζ μέχρι το 1918. Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου θα επιστρέψει στην Σαφράμπολη και θα παντρευτεί. Θα δει τον εκτοπισμό των εξαθλιωμένων Ποντίων και θα ζήσει τον κλιμακούμενο εθνικιστικό μένος των Νεότουρκων.
Το 1922 θα συλληφθεί και θα σταλεί πάλι στα τάγματα εργασίας-εξόντωσης, τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού». Θα δραπετεύσει ξανά και θα κρυφτεί στα βουνά μέχρι το τέλος ελληνοτουρκικού πολέμου. Την άνοιξη του 1923 αυτός και οι συντοπίτες του θα προσπαθήσουν να φτάσουν στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης, όπου παραμένουν στοιβαγμένοι στο στρατόπεδο Σελίμιε και αργοπεθαίνουν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Όταν τους επιτραπεί να ξεκινήσουν για την Ελλάδα θα βρεθεί στο λοιμοκαθαρτήριο στην Σαλαμίνα, κατόπιν στο Λουτράκι για να τελειώσει το ταξίδι οριστικά στην Νέα Ιωνία. Εκεί όπου θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος από αγωνίες, βάσανα και ταπεινώσεις. Ο Τοντόρ, αν και ήδη μεγάλος, θα εργαστεί σκληρά στα γιαπιά για να θρέψει την οικογένειά του, θα ζήσει τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση, το Μπλόκο της Καλογρέζας, την απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά.
Μια συγκλονιστική αφήγηση με γλώσσα ζωντανή, μείξη των ιδιωμάτων των τουρκόφωνων και ελληνόφωνων προσφύγων. Μια μαρτυρία για τον τρόπο ζωής των Σαφραμπολιτών στην προσφυγική συνοικία, τις πολιτισμικές καταβολές, τα ήθη και τις συνήθειες, τα φαγητά και τα ακούσματα, τους συμποσιασμούς και τα νοσταλγικά συναπαντήματα για κουβεντολόι μετά την εκκλησία. Ένα τεκμήριο τοπικής ιστορίας και μια μεθοδική και γλαφυρή ανάκληση της ατομικής και συλλογικής μνήμης για τα πάθη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Για τον Τοντόρ, τον Ρωμιό ευσεβή χριστιανό που δεν γνώριζε ελληνικά και ο οποίος έγινε στην Ελλάδα που κατέφυγε και θεωρούσε πατρίδα, ο τουρκόσπορος, ο ανεπιθύμητος ξένος, ο απρόσκλητος παρίας. Μια χειρονομία σεβασμού και τιμής για τον άξιο μαχητή της ζωής, που έζησε και ρίζωσε στη Νέα Σαφράμπολη στην Καλογρέζα, χωρίς ποτέ να επιστρέψει στην αγαπημένη του πολιτεία. Μόνο που κάπου κάπου ο καημός γινόταν τραγούδι.  
«Χιόνι έρχεται μέσα από το παραθύρι, αμάν, μάνα μου
Η ξενιτειά είναι ζόρικη για μένα
Η ξενιτειά είναι ζόρικη, αμάν, μάνα μου»

Δεν υπάρχουν σχόλια: