Χριστίνα Μήτρεντσε, Akrokeramo I & II, 2021, χειροποίητα/τροποποιημένα περιοδικά, σχέδια κεντήματος από συλλεκτικές εκδόσεις, εξώφυλλα βιβλίων, κάρτα, ξύλο, μελάνι, ύφασμα, 33 x 22 x 18 εκ. |
Του Θεόδωρου Βάσση*
Μια (αξιοπαρουσίαστη) «λεπτομέρεια» στη «Σατραπεία» (1910) του Κ.Π. Καβάφη (1863-1933) είναι το πώς πραγματώνεται η ανάδυση στην επιφάνεια της ψυχικής/νοητικής διχοστασίας του ανώνυμου ήρωα («προσοντούχου» πολιτικού/διανοούμενου/καλλιτέχνη), που -ενώ είναι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα, ενώ ζητεί η ψυχή του τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε∙ την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους- τελικώς ενδίδει και λαμβάνει από το μονάρχην Αρταξέρξη σατραπείες και τέτοια.
Αρχικά, ο ανώνυμος ήρωας εμφανίζεται να μην επιτυγχάνει το «Υψηλό», λόγω της «κακής του τύχης» (η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται∙). Όμως, αμέσως μετά, έρχονται οι ακόλουθοι στίχοι: να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. Συγγνώμη, αλλά άλλο πράγμα είναι να στέκεται εμπόδιο σε κάποιον, προκειμένου να επιτύχει τους ιδανικούς στόχους (του), η άδικη αυτή του η τύχη (δηλαδή οι εξωγενείς παράγοντες) κι εντελώς άλλο πράγμα να μην υλοποιεί κανείς τους (ευγενείς) σκοπούς (του), επειδή, ως χαρακτήρας, έχει ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. (=καταφανώς εγγενείς, ιδιοσυγκρασιακές αδυναμίες).
Τι συμβαίνει εδώ; Ο Καβάφης δεν ξέρει ελληνικά -όπως με (ανακριβή) εντυπωσιοθηρική διάθεση απεφάνθη ο Σεφέρης- ή μήπως ο Καβάφης «παίζει» τον (επαρκή) αναγνώστη; Ρητορικό το ερώτημα. Προφανώς, ο οξύνους -και στη σημασιακή λεπτομέρεια άφθαστος- Καβάφης «στήνει παγίδες» (διαρκώς) στον (καλλιεργημένο) αναγνώστη. Αυτός ο «εγκεφαλικός» ποιητής, που έχει πλήρη επίγνωση της ποιητικής του αξίας, εισάγοντας μια εντελώς καινοφανή («μοντέρνα») ποιητική στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης, μια ποιητική που απαιτεί την ασίγαστη διανοητική αναγνωστική ιχνηλάτηση, ξέρει πολύ καλά τι ποιεί. Σκοπίμως διαρθρώνει όλους τους στίχους σε β΄ ενικό πρόσωπο, που σε μια πρώτη -επιφανειακή- ματιά δείχνει σαν να ψυχογραφεί ο ποιητής τον ανώνυμο ήρωα από την αρχή μέχρι το τέλος.
Όμως, το β΄ ενικό (γραμματικό /ρηματικό) πρόσωπο στη νεοελληνική γλώσσα μπορεί ανέτως να λειτουργεί και ως α΄ ενικό πρόσωπο και ως γ΄ ενικό πρόσωπο∙ αυτή τη δυνατότητα της νεοελληνικής αξιοποιεί (υποδειγματικά, θα λέγαμε) ο Καβάφης στο παρόν ποίημα, ώστε εντός του β΄ ενικού προσώπου να συγχωνεύονται τόσο η φωνή του ανώνυμου ήρωα (=εσωτερικός μονόλογος) όσο και η φωνή του ποιητή (=υπαινικτικό σχόλιο που, σε άλλη περίπτωση, θα ήταν εμφανές ως τριτοπρόσωπο σχόλιο). Έτσι, με τη «μονοκόμματη» χρήση του β΄ ενικού προσώπου, ο Καβάφης ενσωματώνει τόσο την υποκειμενική (επιφανειακή) αυτοδικαιολόγηση του ανώνυμου ήρωα (που, τάχατες, του φταίει η άδική του η τύχη) όσο και την αντικειμενική (ουσιαστική) σχολιαστική περιγραφή -εκ μέρους του ποιητή- της ψυχοσύνθεσης του ήρωα, του οποίου, τελικώς, δεν του φταίει η «κακή του η τύχη», αλλά τα ενδιάθετά του ελαττώματα - πλάι στις, υπονοούμενες, αρετές του: οι ευτελείς συνήθειες, οι μικροπρέπειες και οι αδιαφορίες∙ εξ ων αφέθηκε [ς] κ’ ενδίδει [ς].
Απ’ αυτήν την αμφισημία προκύπτει, εδώ, και η (διαβόητη) «καβαφική ειρωνεία»: από τη μείξη (εντός του β΄ ενικού προσώπου) της εσωτερικής εστίασης/ οπτικής γωνίας του ανώνυμου ήρωα (χαρακτηριστικοί, ως προς αυτό, οι τέσσερις πρώτοι στίχοι μέχρι την άνω τελεία, που ουσιαστικά αποτελούν εσωτερικό μονόλογο του ανώνυμου ήρωα) και (πάντα εντός του β΄ ενικού προσώπου) της «παντογνωστικής» (σχολιαστικής) αφήγησης του ποιητή (εύγλωττοι οι στίχοι, για να μείνουμε προσώρας σ’ αυτούς, μετά την άνω τελεία: να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες). Καθώς και το ακόλουθο κραυγαλέο, εντός παρενθέσεως (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις).
Απ’ αυτή, λοιπόν, τη μείξη των αλληλοσυγκρουόμενων προοπτικών /σκέψεων /φωνών, εντός του β΄ ενικού προσώπου, απορρέει η διαλεκτική σχέση (σύγκρουση) θέσης vs αντίθεσης («φαίνεσθαι» vs «είναι»): αλλιώς (αυτο)παρουσιάζεται ο ανώνυμος ήρωας, αλλιώς τελικώς είναι∙ με άλλα λόγια, απ’ αυτήν την τεχνική προκύπτει η «καβαφική ειρωνεία».
Η σταδιακή υποχώρηση, πάντα εντός του β΄ ενικού προσώπου, της αμφισημίας ανάμεσα στην οπτική γωνία /σκέψη /φωνή του ανώνυμου ήρωα και σ’ αυτήν του ποιητή (που εμμέσως στηλιτεύει τον συμβιβασμένο ήρωα), από τον ένατο στίχο κι έπειτα, προς όφελος μιας πιο ευδιάκριτης οπτικής γωνίας/σκέψης/φωνής εκ μέρους πια του ποιητή, που πιο καθαρά επιτιμά τον (ανώνυμο) ήρωα (ο οποίος υποκύπτει στα υλικά «καλοπιάσματα» του Αρταξέρξη) δεν σημαίνει παρά το «σιγοσβήσιμο» της ειρωνείας και την ανάδυση στην επιφάνεια του πιο εμφανούς ποιητικού/αφηγηματικού/θεατρικού-σκηνοθετικού σχολίου του ποιητή. Ότι ο ποιητής λειτουργεί ως η «φωνή της συνείδησης» του ανώνυμου ήρωα (ως η «φωνούλα» που μας «σιγοτρώει τα σωθικά» και ίσως δε μας αφήνει να χαρούμε «αθώοι» το νυχτερινό μας ύπνο), καθώς κι ότι ο ανώνυμος ήρωας αποτελεί (εν μέρει) persona/alter ego του (πραγματικού) ποιητή, αυτά νομίζουμε είναι λίγο-πολύ ευνόητα (και δεν αναιρούν την παραπάνω ανάλυση∙ αντίθετα, την προσεπιβεβαιώνουν).
[Για ευνόητους λόγους, δε θελήσαμε να κουράσουμε, κι άλλο, τον φιλόπονο αναγνώστη με την παράθεση επιστημονικής, συχνά επιστημονικοφανούς, δυστυχώς, ορολογίας, ρητορικού κι αφηγηματολογικού τύπου]
*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου