6/11/22

Εβραίοι της Κύπρου

Της Χρύσας Φάντη*

ΝΑΣΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Τι είναι ένας κάμπος, εκδόσεις Πόλις, σελ. 112

Σε σύγκριση με το πλήθος όσων έχουν γραφτεί στη χώρα μας για τον ρόλο των Άγγλων στον ελληνικό Εμφύλιο, ελάχιστα έχουν ειπωθεί γι αυτά που έπραξε η ηγεσία τους σε βάρος των Εβραίων, την ίδια ακριβώς περίοδο στην Κύπρο. Γνωρίζουμε πολλά για την απάνθρωπη σκληρότητα των Βρετανών προς τον κυπριακό λαό ακόμη και μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά μέχρι πρότινος αγνοούσαμε παντελώς την περιπέτεια αυτών των ανθρώπων οι οποίοι, μετά από ένα Ολοκαύτωμα, βρέθηκαν και πάλι αιχμάλωτοι επειδή αυτό απαιτούσε το συμφέρον των Άγγλων.
Μπορεί οι έλληνες ιστορικοί να έφεραν στο προσκήνιο τις διώξεις που κατά καιρούς υπέστη ο εβραϊκός λαός, όχι μόνο εκτός αλλά και εντός της ελληνικής επικράτειας, την ομηρία όμως πενήντα χιλιάδων εβραίων προσφύγων από το 1946 μέχρι και το 1948-49, σ’ ένα αγγλοκρατούμενο στρατόπεδο στην Κύπρο, εκθέτουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό οι Ιάκωβος Σιμπής και Καρίνα Λάμψα, στο βιβλίο τους Η ζωή απ’ την αρχή∙ μιαν ογκώδη μελέτη η οποία εκδίδεται μόλις το 2010, από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
Δώδεκα χρόνια μετά, το γεγονός αυτό αναδεικνύει εκ νέου η κύπρια λογοτέχνης Νάσια Διονυσίου, στη νουβέλα της με τον αινιγματικό και ειρωνικό τίτλο Τι είναι ένας κάμπος[1]. Με αξιόλογες διακρίσεις ήδη στο ενεργητικό της, η Διονυσίου, στις ημερολογιακές καταγραφές ενός ελληνοκύπριου δημοσιογράφου που επισκέπτεται το εν λόγω στρατόπεδο ενσωματώνει μαρτυρίες Εβραίων με διαφορετικές καταβολές και χώρα προέλευσης∙ μαρτυρίες τις οποίες επιλέγει από πολλές πηγές και στην συνέχεια μεταπλάθει για τις ανάγκες της μυθιστορίας της. Υιοθετώντας μια σπονδυλωτή, θρυμματισμένη αφήγηση, γλώσσα πυκνή και λόγο πολυμορφικό, καταφεύγει στο όνειρο και την αλληγορία, όπως στην περίπτωση της φασματικής φιγούρας του γέρου ─μορφή η οποία παραπέμπει στον ποιητή Paul Celan και κατ’ επέκταση στον αμφιλεγόμενο ρόλο της κυρίαρχης γλώσσας και τη δυνατότητα, μέσω αυτής, να υπάρξει ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα─, ή σε σχετικές με το θέμα της διακειμενικές παρεμβάσεις, όπως αναφορές σε ένα σεφαραδίτικο τραγούδι ή τον πίνακα του Picasso «Το Οστεοφυλάκιο», με θέμα του τα στρατόπεδα των ναζί.
Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνει μια πρωτοπρόσωπη εσώτερη αφήγηση, η οποία ενισχύεται πολυπρισματικά και από τρεις αυτόνομες, τριτοπρόσωπες αφηγήσεις: (α) την ιστορία μιας αγρότισσας που κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο (β) μιας Εβραίας από την Θεσσαλονίκη, που μνημονεύει την πόλη της, και (γ) ενός οδηγού που βγάζει κρυφά μερικά παιδιά έξω από το στρατόπεδο∙ ιστορίες συγκλονιστικές τις οποίες κανένα επίσημο ιστορικό ντοκουμέντο δεν θα μπορούσε να αποδώσει με τέτοια ζωντάνια και πιστότητα. Ιστορίες φαινομενικά ετερόκλητες, οι οποίες ωστόσο, συμβαδίζουν και συνομιλούν, τόσο εντός όσο και εκτός του κειμενικού χωροχρόνου.
Ορμώμενη από το κεντρικό της θέμα και άξονα ─τα πάθη και τη δύσκολη καθημερινότητα των εβραίων προσφύγων─, η συγγραφέας δεν περιορίζεται σε αυτά, αλλά χωρίς ποτέ να χάνει τον ειρμό και τον στόχο της ως λογοτέχνης, ανατέμνει άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινισσόμενη, το βαθύτερο ιστορικό τραύμα των δύο λαών (των Εβραίων και των Κυπρίων) καθώς και πολλά εξ όσων διαδραματίζονταν τότε στο νησί. Προσδιορίζοντας χρονικά τις επισκέψεις του ελληνοκύπριου πολιτικού ρεπόρτερ στο βρετανικό στρατόπεδο και τοποθετώντας την ημερολογιακή του κατάθεση στην άνοιξη του 1947 ─την ίδια, δηλαδή, περίοδο που και στην Ελλάδα χιλιάδες πολίτες περνούν από δίκες ή συλλαμβάνονται και κλείνονται σε στρατόπεδα─, ενισχύει και επιβεβαιώνει την υπόγεια διασύνδεση και αλληλεξάρτηση αυτών των τραγικών ιστορικών ορόσημων, ενώ, επιπρόσθετα, δημιουργεί συνειρμούς οι οποίοι γεννώνται στον αναγνώστη της ακόμη και πέραν των δεδηλωμένων. Συνειρμούς που δεν αφορούν μόνο τη συγχρονία των γεγονότων εντός και εκτός του μυθιστορηματικού χρόνου, αλλά αγγίζουν και το δικό μας παρόν, αφού ακόμη και η θέση στην οποία είχε στηθεί εκείνο το στρατόπεδο, τόσο κοντά στην Αμμόχωστο, ανακαλεί ευθέως στη μνήμη την τουρκική εισβολή του 1974, και μια κατοχή η οποία, με τη σιωπηρή συναίνεση και ενθάρρυνση του ξένου παράγοντα θα εξοστράκιζε και τους ίδιους τους Κύπριους από τα πατρογονικά εδάφη τους, μετατρέποντάς τους σε δια βίου πρόσφυγες.
Τέλος, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι όχι μόνο οι μυθιστοριογράφοι αλλά και οι ιστορικοί ερευνητές όλο και περισσότερο δίνουν βάση στην αυθεντικότητα και την αμεσότητα του λόγου των απλών ανθρώπων οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατέστησαν μάρτυρες ιστορικών γεγονότων (σε αντίθεση με τις «επίσημες» ιστορικές πηγές οι οποίες, κάτω από πολιτικές σκοπιμότητες και την πίεση των μηχανισμών εξουσίας, πλειστάκις αποσιωπούν ή παρουσιάζουν τα γεγονότα αλλοιωμένα και κατά το δοκούν)─, το βιβλίο της Διονυσίου, και από αυτήν την πλευρά ιδωμένο, πέραν της λογοτεχνικής αξίας του, παρουσιάζει και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον τόσο για τον λάτρη της λογοτεχνίας όσο και για τον ιστορικό μελετητή.

*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας

[1] Κάμπος, από το αγγλικό “campus”, ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι για το στρατόπεδο.

Χριστίνα Μήτρεντσε, ΑF - BookScape VII,  2021, εξώφυλλα βιβλίων, κορδέλες, ξύλο, 120 x 140 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: