Έργο του Κώστα Τσώλη |
Ο ύμνος της χούντας, «Μέσα
στ’ Απρίλη τη Γιορτή/ το Μέλλον χτίζει η Νιότη...» [μουσική:
Γιώργος Κατσαρός, στίχοι : Γιώργος Οικονομίδης, πρώτη live εκτέλεση : Γρηγόρης
Μπιθικώτσης και Βίκυ Μοσχολιού (13/7/1967 στο κέντρο «Δειλινά» στη Γλυφάδα),
πρώτη ηχογράφηση : Φώτης Δήμας και χορωδία],
συμβολική απαρχή του
νεοελληνικού κιτς, προφανώς αποτέλεσε το ιδεολογικό και αισθητικό, «δέον» για τρία
τραγούδια κι ένα ποίημα που απαγορεύτηκαν...
Επίσης, μια ποιητική αποτίμηση των κοινωνικών-πολιτικών συμπεριφορών, από
τον Μανόλη Αναγνωστάκη
Νίκος Γκάτσος
Πάει ο καιρός
Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθε αυγή ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη
Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί
Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα, και πέρα απ’ το βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα πού θα βρει στεριά
Πάει ο καιρός...
Σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, είχε κυκλοφορήσει
σε δίσκο το 1965. Απαγορεύθηκε το 1967, και κυκλοφόρησε πάλι αργότερα, με
άλλους στίχους
Κώστας Βάρναλης
Ο μπάρμπα-Θάνος
Σαν ήρθε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου μπάρμπα-Θάνο
δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι
ξέχειλο κι είναι το στερνό
άνοιξε και το παραθύρι
να μπει το φως το βραδινό
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα
πλούσιο κι αφέντη προσκυνούσα
μα τώρα που `χω πια πεθάνει
το θέλημά σου σεβαστό
του Παραδείσου που μου κάνει
άνοιξ’ την πόρτα δε βαστώ
Σε μουσική
Σταύρου Κουγιουμτζή, είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο το 1966· απαγορεύθηκε το 1967
Άκης Πάνου
Θα κλείσω τα μάτια
Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά
δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινε η ζωή τόσο βαριά
Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια
μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια
θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Πού να βρεθεί ντροπή να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή
τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή
Μουσική Άκη
Πάνου, 1967· απαγορεύθηκε, και επανεκδόθηκε με παραλλαγμένους τους στίχους
Ηλίας Πετρόπουλος
Το σώμα
(απόσπασμα)
Τι τα θέλετε· μία γυναίκα γυμνή είναι θλιβερόν θέαμα.
Δυστυχώς δεν παρεφρόνησα εισέτι.
Η τέχνη έχει τη δική της ηθική.
Η ομορφιά νομιμότης της φύσεως.
Μπρος στο γυμνό γυναίκειο σώμα τα μικρά παιδιά απορούν
και τρομάζουν οι τρυφεροί γνήσιοι άνδρες.
Ένα γυναικείο γυμνό κορμί υποβάλλει μία συζήτηση περί προσωπικότητος.
Σώμα γλυκύτατο ολέθριο περίβλημα.
Της ημέρας σώμα και του μεσονυκτίου· σώμα της παρηγοριάς.
Δεν είναι φρόνιμο να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι γυμνές τις ωραίες·
μη ρίπτετε τα άγια τοις κυσί και τους μαραγαρίτας τοις χοίροις.
Έχω στημένον πόλεμο βαθιά μου.
Θέα σημαίνει ιδεατή κατοχή.
Η ζωή είναι βουβή είναι. Όνειρα απαιτώ.
Η θλίψη μου αποτελεί την ευτυχία μου.
Σώμα, εσύ ’σαι η ψυχή.
Ω, αοίδιμον αιδοίον· ω, σχισμή αμφίστομη με την αργυρή υγρασία.
Δια του μίσους δεν
λησμονούν μιαν αγάπη.
Το μίσος μοιραία έρχεται
σαν επιβράβευση του έρωτος.
Είναι ηθικόν ό,τι μου
αρέσει.
Η ηδονή περιορίζει τη ρήξη
με τον εαυτό μου.
Γυναίκα σε ανάκλιντρο, ένα
θηρίο ξαπλωμένο μοιάζει,
και η ρέμβη το θρέφει.
Κάθε πτώμα είναι άρνηση
ενός σώματος.
Κυρία μου, κοίταξέ με στα
μάτια κι άκου το επιτύμβιο που εζήτησες
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Η ΩΡΑΙΑ ΕΚΕΙΝΗ
ΠΟΥ ΠΙΑ ΕΦΥΓΕ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΙΣ
ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ.
Το ποίημα δημοσιεύθηκε
στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Τραμ», τχ. 3-4, 1972· ο Ηλίας
Πετρόπουλος και οι εκδότες του περιοδικού οδηγήθηκαν στο δικαστήριο
Μανώλης Αναγνωστάκης
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ’κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε
στην «Αυγή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου