Το θέρος τώρα πάνοπλο κι άτρωτο κατεβαίνει
μ' ενός αρχαίου τη μορφή Θεού-πολεμιστή
κι εξάρτυση από καθαρό χρυσό και φως φτιαγμένη
και δόρυ στην παλάμη του κρατώντας την κλειστή.
Η μεσημβρία ανήλεη κι άσπλαχνη ξεσηκώνει
τον αέρα που σου τυραννά την όψη σου καυτός
και στροβιλίζει τη λεπτή και διψασμένη σκόνη
μαζί με μόρια αμίαντου κι ουρανικού φωτός.
Και πυρπολούνε τ' άοκνα του Σαυροκτόνου βέλη,
εκείνα που τους Αχαιούς χτυπήσαν με λοιμό,
από τσιμέντο και γυαλί, λευκή δροσιάς κυψέλη,
μια πολιτεία ολάκερη χωρίς αναπαμό!
Αλλόφρονα κραυγάζουνε στον κάμπο τα τζιτζίκια,
η άσφαλτος πυρακτώνεται των δρόμων φωτεινή,
καίγονται στην κουφόβραση και πέτρες και χαλίκια
κι η μαύρη του ήλιου ακάματα δουλεύει μηχανή.
Το θέρος τότε απέραντο πώς μοιάζει χωνευτήρι,
που λιώνει το βαρύτιμο χρυσό των Μυκηνών,
μέσα στις φλόγες που σκληρές ανάβει το λιοπύρι,
σ’ όλην αυτή την πάγχρυση λάμψη των ουρανών!
Μα εκεί που κατακόρυφοι ψηλά ανεβαίνουν βράχοι,
με ριζωμένες πάνω τους τραχιές φραγκοσυκιές,
η θάλασσα στα πόδια τους λικνίζεται μονάχη,
μεστή σε λάμψεις μυστικές κι υδάτινες σκιές.
Δες! Κάτω από την πάνγλαυκη κι ακίνητην ημέρα,
όταν φυσάει δροσερή των μελτεμιών πνοή,
ηλιακά, τα κύματα, θραύσματα, σέρνουν πέρα
σ’ αέναης μαρμαρυγής ατέρμονη ροή.
Μεγάλα πεύκα σύγκορμα στον άνεμο σφυρίζουν
στου αρχιπελάγους γέρνοντας τ’ απέραντο γλαυκό,
πράσινες, οι βελόνες τους, αχτίδες, λαμπυρίζουν,
φωτόδεντρα που λούστηκαν σε φως βασιλικό.
Και σαν με το βασίλεμα πληθαίνει η λαμπηδόνα
φλογίζοντας της θάλασσας τ’ ασάλευτα νερά,
ποιο μυθικό ν’ ανθίζει εκεί κοιτάς τριανταφυλλώνα
γεμάτο ροδοπέταλα λευκά και πορφυρά;
Αλλά τα βράδια απλώνεται μια μυστική γαλήνη,
γεμίζει ευλάβεια τις καρδιές που λαχταρούν βουβή,
λες κι η Θεοτόκος, τις πληγές του θέρους ν’ απαλύνει,
στον πέπλο της να σκέπασε την πλάση το μαβί.
Γιώργος Βαρθαλίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου