9/8/20

Τραγική ευτυχία

Θάνος Τσίγκος, Το λιμάνι, 1959, λάδι σε καμβά, 89 × 116 εκ.


ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

ΡΙΟΝΟΣΟΥΚΕ ΑΚΟΥΤΑΓΚΑΒΑ, Η ζωή ενός ανόητου ανθρώπου, Μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 206

Σήμερα ζω στην πιο δυστυχισμένη ευτυχία που μπορεί κανείς να φανταστεί. Όμως παραδόξως, δεν μετανιώνω καθόλου
Από επιστολή του Ακουταγκάβα στον φίλο του Κούμε Μασάο, σ. 11.

Οι συγγραφικές διαδρομές εγκιβωτίζουν διεισδυτικά τα ανθρώπινα, καθώς τα συμβάντα της καθημερινότητας και ο χωροχρόνος καταργούν τα φράγματα ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. Ο Ριονοσούκε Ακουταγκάβα (1892-1927), παραμένει επίκαιρος, παραθέτοντας με διαύγεια οξυδερκούς βλέμματος και αυτοβιογραφικά τις συμπυκνωμένες παρατηρήσεις για όσα πολυεπίπεδα συμβαίνουν. Οι σύντομες ιστορίες εδραιώνουν τη θέση του συγγραφέα (παρά το σύντομο του βίου του: αυτοκτόνησε το 1927), ως ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του αιώνα και τέμνουν με συνεχόμενες διαδικασίες οικειοποίησης τις ζωές των αναγνωστών, προτείνοντας νέους όρους ανάγνωσης του πραγματικού και των αντιφατικών κραδασμών στις ανθρώπινες ιστορίες. Εκπρόσωπος του μοντερνισμού, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, διηγηματογράφος και φανατικός αναγνώστης ο Ακουταγκάβα αναμετράται με την εποχή και τον εαυτό του.
Κάθε συμβάν αναδεικνύει πολυδιάστατα την ιστορικότητά του και γίνεται πολυφωνικό αφήγημα, που ορίζει το προσωπικό ως πολιτικό και κοινωνικό γεγονός. Ο συγγραφέας παρέχει γενναιόδωρα «χειροποίητα φτερά» για έναν πανοραμικό κριτικό αναστοχασμό του βίου, εμπλέκοντας παρατηρήσεις για το φυσικό και αστικό τοπίο της Ιαπωνίας. Κερασιές, άνθη λωτών, φρενοκομείο, γέφυρες και σιδηροδρομικοί σταθμοί καθηλώνουν συναισθηματικά τον συγγραφέα και γίνονται μεταβατικά οχήματα για να μιλήσει για τη συνθετότητα και τις αντιφάσεις των ανθρώπινων δεσμών.

Ο Ακουταγκάβα, άρρωστος, διαβάζοντας το μεγάλο αγγλικό λεξικό, φτύνει μια μάζα φλέγματος στο βιβλίο και σημειώνει: «Talaria: φτερωτά πέδιλα, Tale: ιστορία» (σ. 20). Οι ιστορίες γίνονται φτερά ή φτερωτά πέδιλα, φέρνοντας στο προσκήνιο τον Ίκαρο, τον Ερμή και τον μονοσάνδαλο Θησέα. Όλα έχουν συνέπειες, αφού όλοι «μοιραία ζούμε … στον αληθινό κόσμο» (σ. 171). Και μπορεί να μην υπάρχει πιθανότητα αίσιου τέλους στις πτήσεις μας, αλλά τουλάχιστον «τη μια στιγμή μπορείς να είσαι αποκομμένος από όλα τα ανθρώπινα πράγματα, και την άλλη, καταλαβαίνεις ότι νιώθεις όλες εκείνες τις απερίγραπτα έντονες ανθρώπινες επιθυμίες και…» (σ. 173).
Η φρενοβλαβής μητέρα, οι εντάσεις στον γάμο, ο φυσικός και ο θετός πατέρας, μια νεκρή αδελφή και μια ζωντανή, που κινητοποιεί την αίσθηση ευθύνης του συγγραφέα για την οικογενειακή φροντίδα, οι επιδράσεις των καθοριστικών κειμένων και των δασκάλων, το σπίτι ως χώρος αλλότριος και οικείος κοντολογίς, όλα τα καταιγιστικά γεγονότα βρίσκονται στα μικροκείμενα του συγγραφέα. Οι συνομιλίες με τον εαυτό, τους άλλους, τον τόπο και τα αντικείμενά του πικρόχολα, τρυφερά και σπαρακτικά τροποποιούνται διαρκώς. Τα πτώματα μετά τον καταστροφικό σεισμό Καντό (1923), του θυμίζουν «μυρωδιά σαπισμένων βερίκοκων» (σ. 24), ενώ εγκέφαλοι σε γυάλες συνθέτουν ένα «ζοφερό τοπίο» (σ. 22). Όλα αυτά είναι τρόποι για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Οι διασταυρώσεις στα ανθρώπινα έρχονται και φεύγουν, προσδιορίζοντας την εντεινόμενη επιθυμία: «Σίγουρα δεν ήταν αγάπη, τότε… αλλά για ν’ αποφύγει το συμπέρασμα, χρειάστηκε να πει στον εαυτό του: Τουλάχιστον, θέλουμε να βρεθούμε, εξίσου και οι δύο, σ’ αυτή την κατάσταση» (σ. 38).
Στο έργο του Ακουταγκάβα ταιριάζει «η παλιά κινέζικη έκφραση ‘καίει τη μύτη’, η οποία δεν είναι «μια απλή σωματική υπερβολή, για τη θλίψη και τη φρίκη» (σ. 51). Οι απανωτές διαψεύσεις συνοδεύονται από παραδοχές, καθηλώσεις και υπερβάσεις, ώστε να παραμένει εφικτό το να είμαστε κάποιες στιγμές «μια ηλεκτρική αμαξοστοιχία, που μυρίζει ανθισμένα γρασίδια» (σ. 55). Κι αν «η μοναξιά ελλοχεύει κάτω από το χαρούμενο προσωπείο» (σ. 76), η ατμόσφαιρα του fin de siècle διοχετεύεται στο παρόν με την πρόκληση να μην καμφθούμε από το συνεχόμενο «Ληξιαρχείο θανάτων» (σ. 91).
Σε κάθε περίσταση, οι Ερινύες παραμονεύουν και ο συγγραφέας σκέφτεται επίμονα τον Ορέστη και το νόημα της καταδίωξης. Όλα όμως έχουν πολλαπλές όψεις και ο καθένας εφαρμόζει τεχνικές επιβίωσης με επαναλαμβανόμενες αναθεωρήσεις. «Οι ιστορίες του έχουν μια πυρετώδη, νοσηρή ένταση», όπως αναφέρει η μεταφράστρια Σπάρτη Γεροδήμου. Η ένταση αυτή δεν είναι μονοδιάστατη, αντίθετα: προσκαλεί σε νέες συνυφάνσεις ιστορικότητας, που περιέχουν ανθεκτικές αποκρίσεις σε ό,τι φαίνεται να μας συντρίβει. Τα σχόλια της μεταφράστριας που συνοδεύουν τα κείμενα και η αναλυτική εργογραφία-βιογραφία που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου βοηθούν τους αναγνώστες να εισαχθούν στο σύμπαν του συγγραφέα.
Ο Ακουταγκάβα συνοψίζει τη θέαση του κόσμου με τη διαπίστωση: «Είναι πολύ αργά πια. Αλλά, όταν έρθει ο καιρός…» (σ. 41), αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά και υπό διαπραγμάτευση. Στην προσωπική μου ανάγνωση, ο Ακουταγκάβα συνομιλεί τόσο με τον Κώστα Καρυωτάκη και την «Μπαλάντα του στους άδοξους ποιητές των αιώνων», όσο και με τη Λένα Πλάτωνος, η οποία επιμένει: «Κι αν αντί για το τρένο εκτροχιαστούμε εμείς, ας πούμε πως ακόμα για μας είναι νωρίς. Ίσως έρθουν άλλα παιδιά με μάτια λέιζερ και μαλλιά τυρκουάζ και να κάνουνε σαμποτάζ!».

Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: