Της Κωστούλας Μάκη*
ΔΗΜΗΤΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ, ΓΛΑΥΚΗ ΓΚΟΤΣΗ (επιμ.), Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα, Εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 346
Καθώς η έννοια της βιοπολιτικής γίνεται σύγχρονο βίωμα με βίαιες εγκαθιδρύσεις στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, αλλά και στις έμφυλες ταυτότητες, τα όρια ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη γίνονται ακόμα πιο ρευστά και θραυσματικά. Τα διαφωτιστικά κηρύγματα για την ισότητα των φύλων, οι ηθικοί καταγγελτικοί λόγοι για τις έμφυλες παραβιάσεις, ο ηθικός πανικός στις καθημερινές ιστορίες αφανισμών: αυτοκτονίες, εγκλεισμοί, γυναικοκτονίες, παραβίαση δικαιωμάτων προερχόμενα από τις άνισες σχέσεις εξουσίας στα έμφυλα πεδία, οι διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, φαίνεται ότι δεν ανακόπτουν την επέλαση της ψυχολογικής και σωματικής βίας που καταγράφεται καθημερινά. Στο παραπάνω βιβλίο εξετάζεται πληθώρα θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με θέματα ορατότητας/αορατότητας, θεωρίας/πράξης, σεξουαλικών πρακτικών, καθώς και με λόγους που αφορούν τον νόμο, την ομοφυλοφιλία και την τέχνη. Συνδετικός ιστός των διαφορετικών κειμένων που παρατίθενται στον τόμο είναι η καταγραφή των θεωρητικών μετατοπίσεων στο πεδίο της σεξουαλικότητας και η κοινή διαπίστωση/εκκίνηση ότι το πολιτικό διατρέχει το προσωπικό και αντίστροφα. Επομένως, οι επιμελήτριες του βιβλίου παραδίδουν ένα κείμενο το οποίο καταγράφει τη συμπλοκή ιατρικοποιημένων, ψυχολογικών, φιλελεύθερων, ηθικών λόγων και τις επιδράσεις τους στο κοινωνικό και θεωρητικό σώμα, ενώ παράλληλα το βιβλίο αποποιείται τη διαιώνιση της ουσιοκρατίας των φύλων και την έμφυλη θυματοποίηση, που καταλήγει στην αποπολιτικοποιημένη κατασκευή της γυναίκας θύματος και του άντρα θύτη.
Ένας από τους στόχους του βιβλίου είναι η προβολή των ιστορικοποιημένων αφηγήσεων για τις σεξουαλικότητες και τις κατασκευές τους στον κοινωνικοπολιτικό και προσωπικό χώρο, ιδιωτικό και δημόσιο, επισημαίνοντας εύστοχα τις πολλαπλές μετακινήσεις, καθώς «ο ένας ιστοριογραφικός πρωταγωνιστής έδινε τη θέση του στον άλλον», και τις θεωρητικές «πυκνώσεις στον χώρο της κοινωνικής ιστορίας» (σ. 9). Οι καταγραφές των εξελίξεων αυτονόητα συνδέονται με τις ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα και παγκόσμια, συνθέτοντας τις πληθυντικότητες στις μεταξύ τους εναλλαγές.
Η πρώτη ενότητα παρουσιάζει λόγους των ειδικών γύρω από τις σεξουαλικές πρακτικές που καλύπτουν διαφορετικές χρονικές περιόδους από το 1900 και μέχρι το 1980. Το αρχειακό υλικό που χρησιμοποιείται δεν περιορίζεται στην ανάδειξη του πώς οι επικίνδυνες σεξουαλικότητες αντιμετωπίζονται ως απειλή για τον δημόσιο χώρο, κινητοποιώντας διαφορετικού τύπου πρακτικές που στοχεύουν στην ηθική εξυγίανση της κοινωνίας. Καταγράφουν επίσης τη βαθμιαία ψυχολογικοποίηση της σεξουαλικότητας και τις απόπειρες ελέγχου της, σημειώνοντας όμως την ίδια στιγμή τη ρευστότητα των κατασκευών αυτών, τους κοινούς τόπους, τα διλήμματα, και την παράλληλη χειραφετητική διεκδίκηση των έμφυλων υποκειμένων.
Στη δεύτερη ενότητα βρίσκονται συγκεντρωμένα κείμενα που εξετάζουν τις θεσμικές εξελίξεις στο πεδίο της σεξουαλικότητας, ως προς τον βιασμό, τη σεξουαλική βία, τις ομοερωτικές πρακτικές αγοριών με βάση τα δικαστικά αρχεία (βλ. Έφη Αβδελά). Όπως υπογραμμίζει η Δήμητρα Βασιλειάδου (σ. 105), παραθέτοντας τον Gregory Bateson (2005), κάθε επεξεργασία αρχειακού υλικού είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη ότι τα αρχεία είναι «τεκμήρια που έχουν μολυνθεί από την εξουσία που τα γέννησε». Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι το δίκαιο συγχέονταν με την ηθική και πως μέχρι πρόσφατα η σεξουαλική αγνότητα παρέμενε το σταθερό κριτήριο για την αξιολόγηση των ανύπαντρων γυναικών, η οποία έκανε χρήση της φυσικοποιημένης θέσης που υποστήριζε «τη γυναικεία φύση ως παθητική και την αντρική ως ενεργητική» (σ. 115). Στο άρθρο της η Joanna Burke καταδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους η ψυχαναλυτική/ψυχολογική έννοια του τραύματος στη σεξουαλική βία εξακολουθητικά λειτουργεί ως ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο στις προλήψεις για τον βιασμό. Ερευνώντας τους λόγους για τη σεξουαλική βία στην αγγλική και αμερικάνικη κοινωνία από τον 19ο αιώνα μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια, η συγγραφέας εντοπίζει τη μετάβαση στις θεωρίες του τραύματος. Το τραύμα λειτουργεί ως κανονιστική έννοια, η οποία δημιουργεί το δίπολο της «κανονικής βίας» (ενδοοικογενειακή βία) και της «τραυματικής βίας» (βιασμός). «Υπό την επίδραση της θεωρίας του ‘τραύματος’ η σεξουαλική βία ιδιωτικοποιήθηκε και η προσοχή μετατοπίστηκε από την εξωτερική πληγή στην εσωτερική. Το πολιτικό έγινε προσωπικό» (σ. 138-139).
Στην τρίτη ενότητα εξετάζονται οι ιστορικές εγγραφές και αλλαγές ως προς τις ομοερωτικές σχέσεις και πρακτικές. Στο κείμενο του Κώστα Γιαννακόπουλου επισημαίνεται ότι η μυστικότητα στην ομοφυλοφιλία παραμένει διττή. Συγκροτεί και συγκροτείται από τους μηχανισμούς εξουσίας που την παράγουν, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργεί περιβάλλοντα ανοχής στις ομοερωτικές πρακτικές απέναντι στην κυριαρχία της ετεροκανονικότητας. Ο ηθικός πανικός εγείρεται έντονα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, εξετάζοντας τα αρχεία από ένα σεξουαλικό έγκλημα του 1957, όταν το προφίλ του ομοφυλόφυλου άντρα διαφοροποιείται από στερεότυπες κατασκευές για την ομοφυλοφιλία και παρουσιάζει κοινά στοιχεία με «έναν συμβατικό, ετεροφυλόφιλο και οικογενειακό ανδρισμό» (σ. 184).
Σε αντιστοιχία με τον κεντρικό στόχο του τόμου να αποτυπώσει με πολιτικο-ιστορικό τρόπο τη διλημματικότητα και τη ρευστότητα στις κατασκευές για τη σεξουαλικότητα στη θεωρία και την πράξη σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση του Γιαννακόπουλου ότι «η ανιστορική προσέγγιση των εννοιών ‘μυστικότητα’ και ‘ορατότητα’» συνδέονται με κατασκευές για «μια ουσιοκρατική, διαχρονική, αμετάβλητη ‘ομοφυλοφιλία’». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το κείμενο του Σπύρου Χαιρέτη, ο οποίος παρουσιάζει μέσα από αφηγήσεις τεσσάρων θαμώνων «αθηναϊκών τσοντοσινεμά» την τοπογραφία των χώρων αυτών, έξω από απλουστευτικές κατασκευές, επισημαίνοντας τις «πολλαπλές, ετερογενείς και αντικρουόμενες ταυτότητες» (σ. 212) που διαμορφώθηκαν και διαμόρφωσαν τους χώρους αυτούς σε ένα πεδίο που εντοπίζονται «τα θολά όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας» (σ. 212).
Σε ξεχωριστή ενότητα εξετάζονται τα σώματα και οι επιθυμίες στο πεδίο των τεχνών, μέσα από την εξέταση της ζωγραφικής του γυναικείου γυμνού από άντρες και γυναίκες καλλιτέχνες (Γλαύκη Γκότση), τα καρναβαλικά στοιχεία σε ιταλικές κωμωδίες της Αναγέννησης (Ανδρονίκη Διαλέτη) και τη σύνδεση ποίησης και αρχειακού υλικού που προέρχεται από τα προσωπικά αρχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Κωνσταντίνου Καβάφη (Παναγιώτης Ελ Γκεντί). Ο τελευταίος θίγει τις διαπλοκές ανάμεσα στην υποκειμενικότητα του ερευνητή και τους μετασχηματισμούς του αρχειακού υλικού που κινητοποιεί νέους μνημονικούς διαχρονικούς μετασχηματισμούς θεωρίας και πράξης, ενώ εξετάζονται οι υπό συνεχή διαπραγμάτευση κατασκευές της επιθυμίας και της σεξουαλικής ταυτότητας. Ο συγγραφέας επισημαίνει την πολλαπλότητα της χρονικότητας των μνημονικών ιχνών, μιλώντας για «πολλαπλές χωρικότητες της μνήμης», οι οποίες «παράγουν μια σύνθετη αρχειακή ποιητική, πολυδύναμη και ενίοτε ανατρεπτική» (σ. 290).
Στην τελευταία ενότητα, με τίτλο «Έννοιες και θεωρητικές μετατοπίσεις», σημαντικές είναι οι επισημάνσεις των συγγραφέων για τη συχνή σύγκρουση του ορθού λόγου και των παθών. Στο πλαίσιο του διαφωτισμού, οι μετατοπίσεις προς την υλική διάσταση της ψυχής και των αισθήσεων «ως πηγή γνώσης, έδιναν στο ανθρώπινο σώμα μια περίοπτη θέση στον φιλοσοφικό και επιστημονικό στοχασμό, αλλά η εμπορευματική κοινωνία ζητούσε να δοθεί μια αξιόπιστη ταυτότητα σε αυτό το αναβαπτισμένο σώμα και τον κάτοχό του» (σ. 313). Κλείνοντας, ο Γιώργος Πλακωτός υπογραμμίζει τους περιορισμούς που πάντα θα προκύπτουν από τις διπολικές έννοιες, θέτοντας νέους προβληματισμούς ως προς τις εξελίξεις της κουίρ θεωρίας, η οποία είναι ανάγκη να απεγκλωβιστεί από την «πίστη σε κάποια υπεριστορική νοσταλγία» (σ.324). Τελικά, η ανάδειξη της υποκειμενικότητας στις ιστορίες των σεξουαλικοτήτων καθιστούν ως οργανωτική αρχή την επιθυμία και έτσι αίρονται οι περιορισμοί που περιέχονται στο δίπολο πράξεις-ταυτότητα.
Στην προλογική ενότητα τίθενται διλήμματα για το κατά πόσο η σεξουαλική απελευθέρωση από το 1960 και μετά είχε εκκίνηση τις αλλαγές στους κρατικούς θεσμούς και τους μηχανισμούς τους ή κατά πόσο συνδέεται με τις διεκδικήσεις των ιστορικών υποκειμένων. Στις πολλαπλές θεωρητικές αποκλίσεις ως προς τις διεκδικήσεις και τις θεσμικές αλλαγές, σημειώνονται διαρκώς οι διασταυρώσεις της σεξουαλικότητας με τις αναλυτικές κατηγορίες της τάξης, του φύλου, της φυλής, του χώρου και του έθνους, που συνυφαίνονται θίγοντας νέες διλημματικές εκφάνσεις.
Στην πολυπληθή θεματολογία των άρθρων του βιβλίου υπάρχει ένας συγκροτημένος ιστός αφήγησης, ο οποίος αναγνωρίζει τις λογοθετικές πρακτικές στη σεξουαλικότητα, με βάση τη θέση, ότι κάθε είδους σεξουαλικότητα δεν είναι ενιαία και ανιστορική, αλλά αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Έτσι, η σεξουαλικότητα αναπτύσσεται ως καμβάς διαφορετικών κοινωνικών κατασκευών και μηχανισμός γνώσης/εξουσίας που δρα στις κοινωνικές ταυτότητες, προσδιορίζει άμεσα την ατομική/συλλογική εμπειρία, και παράγει διαρκώς διλήμματα και επανατοποθετήσεις. Μια τέτοια οπτική αμφισβητεί την «πίστη στην απρόσκοπτη πρόοδο των σύγχρονων κοινωνιών» (σ. 17), και προτάσσει τη συνθετότητα της σεξουαλικότητας ως προς την ιστορία και τις πολιτικές εφαρμογές της. Οι αναγνώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στο «εδώ και τώρα», όπου εκτυλίσσονται πρωτόγνωρες ασκήσεις βιοπολιτικής που καταλήγουν εκτός των άλλων σε μια επιστροφή η οποία δεν διακατέχεται μόνο από άνισες έμφυλες σχέσεις εξουσίας, αλλά συνοδεύεται επίσης από έμφυλες πρακτικές βίας. Οι πρακτικές αυτές δεν διευκολύνουν την έμφυλη διαφορετικότητα και επαναφέρουν πολλαπλάσιες πρακτικές σωματικής και ψυχολογικής βίας σε όσους/ες δεν αποδέχονται την τοποθέτησή τους σε ένα «ιδιοκτησιακό» καθεστώς σχέσεων ή επιχειρούν τη διαφοροποίησή τους απέναντι στις κυρίαρχες ηγεμονικές κατασκευές φύλου.
Η επισήμανση ότι το δίπολο καταπιεστικό/επιτρεπτό στην ιστορία της σεξουαλικότητας, πέρα από το να παραθέτει διαφορετικές μεθοδολογικές και θεωρητικές εξελίξεις στο έμφυλο ερευνητικό/επιστημολογικό πεδίο, αναδεικνύει εμφατικά και την ταυτόχρονη ύπαρξη παράλληλων καταπιεστικών και προοδευτικών πρακτικών. Σηματοδοτεί επίσης και έναν νέο τρόπο διερεύνησης της έμφυλης βίας, η οποία αποφεύγει τη διαιώνιση αφοριστικών και αοριστολογικών κατασκευών ταυτοτήτων και κινείται πέρα από τα όρια ηθικιστικών λόγων.
Στον τόμο παρέχεται συστηματική και ευρεία βιβλιογραφική παρουσίαση των εξελίξεων στην ιστορία της σεξουαλικότητας, έτσι ώστε οι αναγνώστες/στριες να εντοπίσουν με βάση τα ενδιαφέροντά τους περαιτέρω πληροφορίες και υλικό. Η χρήση της λογοτεχνίας και της τέχνης ως αρχειακού υλικού (όπως για παράδειγμα στο κείμενο του Ελ Γκεντί που κάνει χρήση των αρχείων από σημειώσεις, ποιήματα και καρτ ποστάλ του Καβάφη και του Λαπαθιώτη ή το κείμενο της Διαλέτη για την έμφυλη επιθυμία και το σώμα σε κωμωδίες της ιταλικής αναγέννησης) επικαιροποιούν την ιστορικότητα και τη συνθετότητα της έννοιας του αρχείου καθώς, όπως επισημαίνουν οι Βασιλειάδου και Γκότση, το αρχείο διατηρεί πάντα σημεία μνημονικής υλικότητας τα οποία συνδέονται με «τη μετασχηματιστική διασύνδεση των τεκμηρίων του παρελθόντος με τον ίδιο τον ερευνητή που τα μελετά» (σ. 33).
Με αυτές τις διαπιστώσεις, ιδιαίτερα εύστοχος είναι ο προβληματισμός της Βασιλειάδου πως «η διερώτηση πού πάει από εδώ και πέρα η ιστορία της σεξουαλικότητας προξενεί αμηχανία στους ερευνητές» (σ. 22), με τις σύνθετες συμπλοκές που προκύπτουν. Ας προστεθεί εδώ μια δική μου επισήμανση που αναφέρεται συνοπτικά στο βιβλίο: η μονομερής αναπαραγωγή δογματικών λόγων ισότητας και διαφορετικότητας, η οποία συχνά παρατηρείται στις ακτιβιστικές δράσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μπορεί συχνά να παραμείνει σε επίπεδο διακήρυξης και να ακυρώσει/περιθωριοποιήσει στην πράξη τις εμπειρίες ατόμων που βιώνουν καθημερινά έμφυλες διαφοροποιήσεις. Με την έμφυλη βία και τις γυνακοκτονίες να πολλαπλασιάζονται καθημερινά, ίσως είναι ανάγκη να υπάρξει ένας πυρήνας αφηγήσεων και τοποθετήσεων για την έμφυλη βία, που δεν θα χαρακτηρίζεται από ιεραρχικές κατατάξεις των πιο περιθωριοποιημένων φωνών, αλλά θα εντάσσεται σε πολιτικές διεκδικήσεις και διερευνήσεις για τα διλήμματα και τις πολλαπλές όψεις της έμφυλης βίας σε όλα τα επίπεδα, ενώ θα λαμβάνει υπόψη και τις θεωρητικές/πρακτικές συναρθρώσεις από το γενικό στο ειδικό, και από το συλλογικό στο προσωπικό.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου