16/10/22

Πατριωτισμός πριν το έθνος-κράτος

Παύλος Νικολακόπουλος, Ο ορίζοντας δεν τελεσιδικεί, 2022, ματσέτα, χαρτόνι, ξύλο, εποξειδικός στόκος, βιομηχανικά χρώματα, φώς led, τσιμέντο, 100 x 70 x 55 εκ.

Του Μιχάλη Σωτηρόπουλου*

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΖΑΝΟΥ, Τραυλίζοντας το έθνος. Διεθνικός πατριωτισμός στη Μεσόγειο, 1800-1850, μτφρ.: Μενέλαος Αστερίου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 344


Πώς δημιουργήθηκε ο οικείος μας κόσμος των εθνών-κρατών; Πώς έγινε η μετάβαση από τον κόσμο των αυτοκρατοριών που προηγήθηκε; Και πώς βίωσαν τη μετάβαση οι άνθρωποι της εποχής; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που απαντά η μελέτη της Κωνσταντίνας Ζάνου, Τραυλίζοντας το έθνος. Το να πεις κανείς ότι το βιβλίο είναι σπουδαίο είναι μάλλον περιττό. Η αρχική αγγλική έκδοση κέρδισε τρία πολύ σημαντικά βραβεία (το Edmund Keeley και το Helen and Howard R. Marraro το 2019, το Mediterranean Seminar το 2020), τα οποία μάλιστα αφορούν, φαινομενικά τουλάχιστον, διαφορετικά πεδία (νεοελληνικές σπουδές, ιταλική ιστορία και μεσογειακές σπουδές, αντιστοίχως).
Το ότι κατάφερε κάτι τέτοιο έχει να κάνει με το ότι η μελέτη επικεντρώνεται σε μια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αυτή της Αδριατικής και του Ιονίου Πελάγους, που δεν ήταν και δεν είναι ακόμη και σήμερα πολύ δημοφιλής μεταξύ των ιστορικών. Θεωρώντας την περιοχή αυτή ως ένα κοινό πολιτισμικά και πολιτικά χώρο με δικά του χαρακτηριστικά, η συγγραφέας μελετά το πώς βίωσαν οι άνθρωποι της περιοχής αυτής το τέλος της Βενετικής Πολιτείας και την αρχή μιας νέας φάσης στην ιστορία τους.
Μια συνέπεια της έμφασης σε γεωγραφίες που δεν έχουμε συνηθίσει είναι η αποκέντρωση του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε την ανάδυση των εθνικισμών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Με άλλα λόγια, διαβάζοντας την ιστορία της περιοχής ενάντια στις οικείες μας (μετα-) γεωγραφικές κατηγορίες, όπως αυτές ορίστηκαν αργότερα από τη συγκρότηση των εθνών κρατών, η συγγραφέας μάς λέει πώς φτάσαμε ώς εδώ. Πριν από αυτό όμως, μας δείχνει το πόσο ανοιχτό και αβέβαιο ήταν το μέλλον. Πράγματι, η κατάρρευση της Βενετίας, του σημείου αναφοράς των συγχρόνων, μετέτρεψε την περιοχή σε πεδίο μάχης – στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό, διανοητικό. Ένα πεδίο μάχης στο οποίο ενεπλάκησαν πολλές αυτοκρατορίες (Γαλλική, Βρετανική, Ρωσική, Οθωμανική, Αυστριακή) και οι αναδυόμενοι εθνικισμοί: ιταλικός, ελληνικός, ιόνιος, αλβανικός κ.ο.κ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πιθανότητες και οι δυνατότητες για το μέλλον ήταν πολλές. Το πού θα στεκόταν η μπίλια εξαρτιόταν από συγκυρίες και από πολλές φορές κρίσιμες αποφάσεις και επιλογές. Αυτό δίνει στην ανάλυση ένα σπάνιο αντιτελεολογικό χαρακτήρα.
Εδώ έγκειται και μια μεθοδολογικού τύπου συνέπεια: η έμφαση στη συγκυρία και στη δράση των ανθρώπων, στη σκέψη τους, στα συναισθήματά τους και στη διεθνικότητα τους - μια διεθνικότητα, ωστόσο, που για τη συγγραφέα δεν υποδεικνύει απλώς ανθρώπους που διασχίζουν σύνορα. Η διεθνικότητα ήταν γι’ αυτούς βιωματική, την ένιωθαν στο πετσί τους, με την έννοια ότι μοίραζαν την αφοσίωσή τους σε διαφορετικές πατρίδες.
Στο βιβλίο παρελαύνει ένα εντυπωσιακό καστ από τέτοιους πατριώτες (Ιόνιους, Δαλματούς, Ελληνοϊταλούς, Ελληνορώσους, Ιταλοαλβανούς) που γεννήθηκαν στην περιοχή και αναμετρήθηκαν με το λεξιλόγιο και την πραγματικότητα του αναδυόμενου εθνικισμού.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, καθένα από τα οποία έχει μια διαφορετική οπτική. Το πρώτο δείχνει την ειρωνεία του γεγονότος ότι τρεις άνδρες που αργότερα θα αναγνωριστούν ως εθνικοί ποιητές είτε της Ιταλίας είτε της Ελλάδας (Φώσκολο, Κάλβος, Σολωμός), γεννήθηκαν όλοι στο ίδιο κάποτε βενετσιάνικο νησί, στα ανοιχτά της ελληνικής ακτής της Αδριατικής. Το δεύτερο μέρος βάζει στο επίκεντρο τις πρωτοεθνικές και πρωτοφιλελεύθερες ιδέες που διαμόρφωσε μια ομάδα από διπλωμάτες, πολιτικούς και άλλους αξιωματούχους (με προεξάρχουσες μορφές τους Γεώργιο Μοτσενίγκο, Σπυρίδωνα Ναράτζι, Μητροπολίτη Ιγνάτιο, Αλέξανδρο Στούρτζα και, φυσικά, τον Ιωάννη Καποδίστρια). Το ενδιαφέρον εδώ είναι, φυσικά, η σημασία της Ρωσίας και του κόσμου της - αυτή της τόσο παρούσας δύναμης σε όλες τις μεσογειακές εξελίξεις της εποχής και τόσο απούσας ιστοριογραφικά. Το τρίτο μέρος, εστιάζοντας στους Μάριο Πέρι και Ανδρέα Παπαδόπουλο-Βρεττό, ερευνά διεθνικές υποκειμενικότητες. Το τελευταίο εξετάζει τις προσπάθειες μελετητών της διασποράς (κυρίως του Ανδρέα Μουστοξύδη) να αναπτύξουν έναν «κανόνα» έργων που να δίνουν πρόσβαση στην ελληνική ιστορία και πολιτισμό, με ιδιαίτερη προσοχή στις μετακλασικές συνέχειες.
Αυτό που αναδεικνύει η συγγραφέας είναι πόσα κοινά είχαν αυτοί όλοι οι άνθρωποι: γεννημένοι στον ίδιο χώρο -κάποιοι στο ίδιο νησί- μιλώντας ή τραυλίζοντας τις ίδιες γλώσσες, μοίραζαν τη ζωή τους και την αφοσίωσή τους σε διαφορετικές πατρίδες. Για πολλούς ήταν το σοκ της πτώσης της Βενετίας που τους έκανε να εφεύρουν τους εαυτούς τους και τον πατριωτισμό τους ξανά και ξανά. Κάποιοι έγιναν μέρος των εθνικών αφηγημάτων, «εθνικοί ποιητές», «ιδρυτές πατέρες». Άλλοι, όπως οι Πέρι και Βρεττός, δεν τα κατάφεραν. Έζησαν και πέθαναν με μια νοσταλγία για μια πατρίδα που τελικά δεν μπόρεσαν να βρουν.
Δύο στοιχεία της μελέτης ίσως αξίζει να τονιστούν παραπάνω. Πρώτον, ότι για τους ανθρώπους αυτούς, η πατρίδα δεν συνδεόταν απαραίτητα με τον γενέθλιο τόπο. Αντλώντας από τη ρεπουμπλικανική παράδοση, ο πατριωτισμός φαίνεται να συνδέεται με την αφοσίωση σε μια συλλογικότητα που προσπαθεί να υπάρξει πολιτικά. Ακολούθως, η εμπειρία της εξορίας δεν συνδεόταν απαραίτητα με το να είναι κάποιος εκτός του γενέθλιου τόπου: είχε να κάνει περισσότερο με την αποξένωση από το αντικείμενο του πόθου. Επίσης το να νιώθεις ή να είσαι εξόριστος εμπεριέχει θλίψη, μελαγχολία, νοσταλγία - αλλά περιέχει και ένα αίσθημα ελπίδας ότι μπορεί να βρεις μια πατρίδα.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αξίζει να τονιστεί είναι ότι οι πατριωτισμοί αυτοί δεν ήταν απαραίτητα ριζοσπαστικοί. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ιδιαίτερα, η συγγραφέας δείχνει ότι για πολλούς ανθρώπους της εποχής έθνος και αυτοκρατορία, χριστιανισμός και φιλελευθερισμός, καθώς και θρησκεία και συνταγματικός φιλελευθερισμός δεν ήταν αμοιβαίως αποκλειόμενα. Ξεδιαλύνει μάλιστα τις ιδέες αυτές εντάσσοντάς τις σε μια σειρά διαφορετικών ρευμάτων του Διαφωτισμού: επτανησιακός, «ορθόδοξος», της Αδριατικής. Με τον τρόπο αυτό προσφέρει μια πιο πολυκεντρική θεώρηση των εθνικών και φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, ασκώντας παράλληλα κριτική στο σχήμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που βασίζεται, κατά τη συγγραφέα, σε ένα απλοϊκό σχήμα διάχυσης ιδεών από τη Δύση και σε μια σχετικά ιδεαλιστική άποψη για τον Διαφωτισμό. Αν και η χρησιμότητα της ταξινόμησης κάποιων ρευμάτων ως διαφωτιστικών ή φιλελευθέρων φαίνεται καμιά φορά να μην είναι ξεκάθαρη, το βιβλίο ανοίγει μια συζήτηση εντός της ελληνικής ιστοριογραφίας που έχει καθυστερήσει. Ελπίζω μόνο να συνεχιστεί.

* Ο Μιχάλης Σωτηρόπουλος είναι ιστορικός, ερευνητής στη Βρετανική Σχολή Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: