Μεταπολεμικές επιβιώσεις ενός σκοτεινού παρελθόντος
Του Γιώργου Νούση*
GERARD DELTEIL, Κόκκινα και μαύρα χρόνια, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 552
Μια γυναίκα μέλος του ντεγκωλικού δικτύου της αντίστασης (Αν Λαμπόρντ), ένας δωσίλογος καιροσκόπος (Εμέ Μπασελί) κι ένας νέος, του οποίου η μοίρα σφραγίστηκε από τη μυστηριώδη δολοφονία του αντιστασιακού, κομμουνιστή αδερφού του το 1944 (Αλέν Βερόν), συνθέτουν τους κεντρικούς χαρακτήρες γύρω από τους οποίους δομείται το ιστορικό μυθιστόρημα του Ζεράρ Ντελτέιγ.
Μέσα από τις προσωπικές πορείες των ηρώων, οι ζωές των οποίων διασταυρώνονται και αλληλεπιδρούν σε πολλαπλά επίπεδα, ο Ντελτέιγ περιδιαβαίνει τις πιο ταραγμένες περιόδους-ορόσημα της σύγχρονης Γαλλίας. Εκκινώντας από την Αντίσταση και το Βισύ, περνά στη μεταπολεμική περίοδο και στο αλγερινό ζήτημα, που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως και τις αρχές της επόμενης, για να καταλήξει στον Μάη του ’68 και τη δεκαετία του 1970.
Αναπτύσσοντας με συνέπεια τα βασικά χαρακτηριστικά των κεντρικών προσώπων, επικεντρώνοντας στις κοινωνικές σχέσεις, στην ταξικότητα, στην πολιτική δράση,αη οποκ στις ιδεολογικές καταβολές, στα ετερόκλητα εργασιακά περιβάλλοντα και κυρίως στις αμφιβολίες που διέπουν τα διάφορα στάδια στις ζωές τους, ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει, μέσα από τις μικροϊστορίες, την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει την εμπρόθετη δράση των υποκειμένων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κρίσιμες ιστορικές περιόδους.
Ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας δομείται γύρω από το δίπολο δωσιλογικό παρελθόν - αντίσταση, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφείται το πολυδαίδαλο και συχνά σκοτεινό πλέγμα εξουσιών που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική Γαλλία, φτάνοντας έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αυτό που επιτυγχάνει ο Ντελτέιγ είναι να αποδώσει μέσω της αφήγησης την έννοια της ενδεχομενικότητας της ιστορίας, φωτίζοντας τον «κενό» ιστορικό χρόνο. Εκείνη τη στιγμή της μετάβασης, όπως ο μεταπόλεμος, όπου η κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας είναι κυρίαρχη, η αβεβαιότητα διάχυτη, ενώ οι δυναμικές της ιστορίας παραμένουν αδιόρατες και συνεπώς ανοιχτές προς πάσα κατεύθυνση, με μόνη σταθερά το καθεστώς κοινωνικής και πολιτικής επισφάλειας.
Εγκύπτοντας στις ιστορίες των χαρακτήρων, όπου το ζήτημα της ταξικότητας είναι έκδηλο στα εκάστοτε κοινωνικά και εργασιακά περιβάλλοντα που τοποθετούνται, διαφαίνεται αυτό που ο ιστορικός E. P. Thompson υποστήριξε, ότι «η τάξη είναι σχέσεις» (The making of the English working class, Penguin, 1991, σ. 9-14), διακρίνοντας ουσιαστικά, πέραν της βασικής μαρξιστικής θεώρησης, τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ταξικής συνείδησης, καθώς τα ιστορικά υποκείμενα διαμορφώνουν τις αντιλήψεις τους, συγκροτούν την ταυτότητά τους κι εντέλει αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους μέσα από κοινωνικές σχέσεις-αλληλεπιδράσεις, οι οποίες προκύπτουν από ποικίλα δίκτυα παραγωγής ιδεών κι εμπειριών, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η εργασία κ.λπ.
Τοποθετώντας υπό το πρίσμα της συνέχειας του κράτους την τεσσαρακονταετία 1940-1980, ο συγγραφέας καταφέρνει, ακολουθώντας αφηγηματικά τον βιολογικό χρόνο των χαρακτήρων του, να αποτυπώσει στη συγχρονία τους τα μεγάλα διακυβεύματα του εκάστοτε παρόντος. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να δει κανείς πώς ο Μάης του ’68 κατάφερε να παραγκωνίσει τις μνήμες των πρότερων Μαΐων, (τον Μάιο των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων του 1947 και την ακόλουθη διάλυση της τρικομματικής διακυβέρνησης σοσιαλιστών - κομμουνιστών - χριστιανοδημοκρατών κι εν συνεχεία την κρίση του Μαΐου του 1958, που οδήγησε στην έλευση του Ντε Γκωλ στη εξουσία και στην εγκαθίδρυση της Ε' Γαλλικήςιρακοκ Δημοκρατίας) και να αποτυπωθεί πλέον στο συλλογικό φαντασιακό ως ο κατεξοχήν ιστορικός Μάης.
Η έννοια της απόδοσης/απονομής δικαιοσύνης βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος, ενώ ο ντεγκωλικός «μύθος» της αντίστασης έρχεται συχνά αντιμέτωπος με το δωσιλογικό παρελθόν, το οποίο, λυτρωμένο, εξέρχεται από το καθαρτήριο που προσέφερε η ύστατη καιροσκοπική πράξη "αντίστασης της 25ης ώρας» (résistantialisme), για να συγκροτήσει εκ νέου, αναβαπτισμένο, το βασικό μεταπολεμικό δίκτυο θεσμών του γαλλικού κράτους.
Η ανεπάρκεια των μεταπολεμικών εκκαθαρίσεων των δωσιλόγων και η αδυναμία των θεσμών να αποτρέψουν τη δημιουργία νέων παρακρατικών δικτύων εξουσίας, στελεχωμένων από πρώην νοσταλγούς του στρατάρχη Πεταίν, πρώην συνεργάτες των ναζί, μαφιόζους και τυχοδιώκτες του υποκόσμου, «όψιμους αντιστασιακούς», ακροδεξιούς και οπαδούς του Ντε Γκωλ, αποτελούν χαρακτηριστικά της ραχοκοκαλιάς της συνέχειας του γαλλικού κράτους την οποία αναδεικνύει ο Ντελτέιγ.
Οι αναπαραστάσεις του φύλου, οι προσλήψεις της ομοφυλοφιλίας και οι αποτυπώσεις μορφών ανδρισμού μέσα από τις τάξεις της εργατικής αριστεράς και των κομμουνιστικών κινημάτων, απασχολούν τον συγγραφέα, ο οποίος επιλέγει να αναμετρηθεί με ενδιαφέρουσες, συχνά αθέατες πτυχές του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος.
Αν κάτι λείπει από την κατά τα άλλα συνεκτική δομή της ιστορίας, είναι η ατμόσφαιρα. Το ιστορικό πλαίσιο και οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές υπερισχύουν του λογοτεχνικού ύφους, αφήνοντας μια επίγευση αυστηρού ιστορικού μυθιστορήματος παρά κλασικού νουάρ.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από τη συνέπεια του συγγραφέα να τοποθετεί τους χαρακτήρες του στα ιστορικά συμφραζόμενα συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι, μέσα από τα ορόσημα της περιόδου 1942-1978, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τη μεταπολεμική όσμωση δύο ιστορικών περιόδων, του ψυχρού πολέμου και της αποαποικιοποίησης (με την νεοαποικιοκρατία και τη μεταποικιοκρατία να έπονται ως πολιτικά και πολιτισμικά παράγωγα αυτής), διακρίνοντας τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι επιβιώσεις του τραύματος της δεκαετίας του 1940 εγγράφονται στο νέο μεταποικιακό καθεστώς, καθώς το Βισύ συνομιλεί με την Αλγερία και την Ινδοκίνα.
* Ο Γιώργος Νούσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου