Γιώργος Παπαφίγκος, CMD89, 2018, τρισδιάστατη εκτύπωση SLS velvet, τρισδιάστατη εκτύπωση μπρούτζος, ατσάλινο σύρμα, ξύλο, σίδηρος, χρώμα 110 x 45 x 40 εκ. |
Της Ευσταθίας Δήμου*
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Για την ποιητική γραφή, Ύψιλον / Βιβλία, σελ. 112
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Βέη, που εντάσσεται ειδολογικά στον λογοτεχνικό τύπο του κριτικού δοκιμίου, διαμορφώνει ένα πρόσφορο έδαφος προκειμένου να μπορέσει κανείς να διερευνήσει τους όρους και τα όρια μέσα στα οποία κινείται η δημιουργική γραφή όταν επιδιώκει και θέλει να είναι πρωτογενής και δευτερογενής ταυτόχρονα. Πρόκειται για μια σύμφυρση και έναν συγκερασμό που δεν συμβαίνει συχνά, όταν όμως συμβαίνει, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, στο μέτρο και στο βαθμό που αναμορφώνει τον αξιακό κώδικα των κειμένων, την ιεραρχία και την ιεράρχησή τους με βάση την συνθετική ή αναλυτική τους ποιότητα και λειτουργία. Εκείνο δηλαδή που προκύπτει ως κέρδος μελετητικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η επισήμανση της διττής φύσης των κειμένων που περιλαμβάνει το βιβλίο αυτό, της προέλευσής τους δηλαδή από τον κόσμο της κριτικής και της ανάλυσης ακόμα και συγκεκριμένων ποιητικών έργων ή, γενικότερα, του φαινομένου της ποίησης και των συνιστωσών της, και, από την άλλη, της ιδιότητάς τους να αποτελούν αυτούσια και αυτοδύναμα κειμενικά κομμάτια με σαφή τον λογοτεχνικό τους προσανατολισμό, την πρόθεσή τους δηλαδή να μπορούν να αναγνωστούν υπό τον πρίσμα μιας καθαρόαιμης, πρωτογενούς δημιουργίας που στέκει με ίσους όρους απέναντι στα άλλα έργα που αποτελούν κάθε φορά την αφορμή και την αφόρμησή της. Έτσι, είτε πρόκειται για τα κείμενα εκείνα που προσεγγίζουν πλευρές του ποιητικού έργου συγκεκριμένων λογοτέχνιδων, όπως της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, της Ελένης Βακαλό και της Μαρίας Κυρτζάκη, είτε για απόπειρες ανίχνευσης του ποιητικού πεδίου τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε ιστορικό –συγχρονικό μαζί και διαχρονικό– επίπεδο, ο ειδικός αναγνώστης και μελετητής έρχεται σε επαφή με έναν τρόπο σκέψης που επιζητεί να οργανώσει και να διαμορφώσει το πλαίσιο εκείνο που θα υποβοηθήσει την ερμηνεία, την ίδια όμως στιγμή θα μπορέσει να ξεφύγει από αυτή και να αποτελέσει ένα κείμενο που, αντί να λειτουργεί ως κατάληξη ή πιο σωστά ως απόληξη μιας πορείας που θα εκκινεί από την ποίηση, την ποιητική εμπειρία και πράξη, θα λειτουργεί ως αφετηρία, ως προετοιμασία δηλαδή του αναγνώστη, προκειμένου αυτός να μπορέσει να εισέλθει με την καλύτερη και την αρτιότερη δυνατή εξάρτηση στον κόσμο της στιχουργίας και των θεραπόντων της.
Αν θελήσει, μάλιστα, κανείς να υπεισέλθει βαθύτερα στο νόημα και την ουσία των κειμένων που συγκεντρώνονται εδώ, και λειτουργούν συμπληρωματικά και ενισχυτικά μεταξύ τους, θα διαπιστώσει ότι ο τρόπος και η μέθοδος, αν δεν ακολουθούν τον τύπο της ποιητικής σύνθεσης, τουλάχιστον όμως εμπνέονται από αυτήν, επιχειρώντας να τη θέσουν υπό τη σκέπη μιας εκλογικευτικής διαδικασίας και διαδρομής που ενδιαφέρει πολύ περισσότερο ως πορεία και εκτύλιξη της σκέψης, παρά ως απόσταξη και μια συμπερασματικού τύπου απόφανση. Παρουσιάζεται, έτσι, το εξής παράδοξο. Ενώ επιχειρείται μια ορθολογική και ορθολογιστική ενατένιση του ποιητικού φαινομένου, αποδεικνύεται τελικά ότι αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν εμφορείται από το πάθος της τέχνης την οποία προσεγγίζει και αποκρυπτογραφεί. Από αυτήν ακριβώς την παρατήρηση προκύπτει και απορρέει, πέραν των άλλων, ένα βασικός προβληματισμός σχετικά με την ιδιότητα του κριτικού και την δυνατότητά του να εμπλέκεται ενεργά με την τέχνη την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει θεωρητικά. Οι δύο απαντήσεις, εκ διαμέτρου αντίθετες, που προκύπτουν και μπορούν να δοθούν, επικυρώνουν τη δυναμική του προβληματισμού αυτού και τοποθετούν το όλο ζήτημα μέσα στο πλαίσιο της ίδιας της συζήτησης για τα λογοτεχνικά γένη και είδη, και του βαθμού στον οποίο η απόλυτη και ολοκληρωτική απορρόφηση του δημιουργού με ένα εξ αυτών και ο αποκλεισμός του από τα υπόλοιπα μπορεί να εξασφαλίσει και να κατοχυρώσει την ευρύτητα του πνεύματος που απαιτεί η τέχνη και η δούλεψή της ή αν, εν πάσει περιπτώσει, ο διαμοιρασμός και η διαίρεση των δημιουργικών δυνάμεων εξασφαλίζει, μέσα από μια οξύμωρη διαδικασία, τον πολλαπλασιασμό και τη μεγέθυνσή τους. Στην περίπτωση του Βέη φαίνεται ότι αυτός ο διαμοιρασμός αποφέρει καρπούς οι οποίοι προσφέρονται πρωτίστως στην ίδια την ποίηση, προκειμένου αυτή να μπορέσει να οριστεί και να ορίσει το πεδίο της αναφοράς και της πρόσληψής της.
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου