Της Μαρίας Μοίρα
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, εκδόσεις Καστανιώτης, σελ. 400
Το νέο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη επεξεργάζεται σπαράγματα μιας μνήμης ανακλητικής και ανήσυχης, μιας αγάπης βαθιάς και σεβαστικής, που αποτολμά μετά από χρόνια να διαχειριστεί την οικογενειακή προϊστορία και να ανασύρει από τη λήθη κειμήλια και φωτογραφίες με την πατίνα του χρόνου, αναζητώντας «τα κρυμμένα πίσω από τα φανερά». Να επεξεργαστεί με νηφαλιότητα και με συγκίνηση σκηνές του παρελθόντος βίου και συμβάντα δύστηνα ή ευφρόσυνα. Να επιχειρήσει μια κάθετη τομή στο παρελθόν, μια διαγενεακή διήθηση στο σημείο του τραύματος, του ανομολόγητου πένθους. Εκεί που η απώλεια των αγαπημένων προσώπων, των γνωστών-άγνωστων γονέων, διασταυρώνεται με την νοσταλγία της εποχής των ανυποχώρητων συγκρούσεων για την αναζήτηση ταυτότητας. Εκεί που ο ατομικός και προσωπικός απολογισμός συναντά την μεγάλη εικόνα της δημόσιας ιστορίας των εθνικών περιπετειών, των αγώνων για την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα, της αντίστασης στην γερμανική κατοχή, των οξυμμένων πολιτικών συγκρούσεων, των συλλογικών παθών, των ασίγαστων πόθων και των επαναλαμβανόμενων παθημάτων.
Ο οικογενειακός τύμβος ανασκάπτεται μεθοδικά και εξονυχιστικά. Τα μνημονικά κτερίσματα έρχονται στο φως και εξιχνιάζονται πρόσωπα και καταστάσεις, με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Τα πραγματολογικά στοιχεία διερευνώνται, αναλύονται και διασυνδέονται υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα από εκείνο της αμφισβητητικής, ανήσυχης και επαναστατημένης νεότητας, και οι γονείς, η Αικατερίνη και ο Εμμανουήλ, επιφανείς γιατροί και οι δύο στο Ηράκλειο, αυτοί οι πεφιλημένοι ανιόντες συγγενείς, οι από καιρό απόντες και μηδέποτε ξεχασμένοι, ενσαρκώνονται στις σελίδες του βιβλίου και αποκτούν ξανά ορατότητα και λόγο. «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» είναι μια φράση μοτίβο που επανέρχεται συνέχεια στο κείμενο της Ρέας Γαλανάκη, για να δώσει ίσως έμφαση στην άλλοτε αναλυτική και μεθοδική και άλλοτε ένθερμη και παρορμητική εμπλοκή της με το θέμα και την πλοκή. Να δηλώσει τον εκούσιο ή ακούσιο μετεωρισμό της ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, την ιστορία και τον μύθο, την ψύχραιμη εξιστόρηση και την εξιδανικευτική αναπόληση, καθώς ο αναγνώστης εντοπίζει ως δάνεια πολλά από τα βιώματα της συγγραφέως. Όσα άρδεψαν τις περιγραφές των τόπων και την σκιαγράφηση των χαρακτήρων στον «Αιώνα των λαβυρίνθων», όπως την εξαιρετικά διαυγαστική φυσιογνωμική απεικόνιση της γενέτειρά της, του Ηρακλείου.
Η οικογενειακή μυθιστορία αρθρώνεται σαν ένα υφαντό από αντρικές και γυναικείες αφηγήσεις, από ζωές ανθρώπων οικείων και αγαπημένων. Ένα ψηφιδωτό από πράξεις και επιλογές, ένα δίκτυο από κληρονομημένες ιδιότητες από τους γεννήτορες, που υπήρξαν πνευματικοί καθοδηγητές στην παιδική ηλικία, πριν οι συγκρούσεις και οι αντιπαλότητες σκιάσουν αυτήν την φυσική ώσμωση. Μια μακρινή ηχώ από επιρροές, οι οποίες παρόλο που επαναξιολογήθηκαν και απορρίφθηκαν σε παρελθούσες εποχές, ορισμένα χαρακτηριστικά τους διατηρούνται σαν σημάδια, σαν αποτυπώματα, σαν οιωνοί που απρόσκλητα αναδύονται στην επιφάνεια. Η αφήγηση κάνει κύκλους εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες μοιράζοντας ακριβοδίκαια στα κεφάλαια του βιβλίου τις αναφορές και τις πληροφορίες για την Αικατερίνη και τον Εμμανουήλ. Η συγγραφέας χωρίς να λογοκρίνει, να αμφισβητεί ή να φέρνει σε αντιπαράθεση, ανασύρει φωνές, εκφράσεις, στάσεις και πρακτικές ενός ρέοντος κόσμου: τα χωριά καταγωγής τους, τα σπίτια στο Ηράκλειο, την κλεισμένη στα τείχη πόλη με τις ενετικές καταβολές και τα οθωμανικά κατάλοιπα, μοιρασμένη ανάμεσα στις νεωτερικές της βλέψεις και τις πανάρχαιες τροπές και αγκυλώσεις, τις βίαιες αναταράξεις της Μικρασιατικής καταστροφής και των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ιχνηλατεί τον αινιγματικό περίκλειστο σιωπηλό κόσμο των γυναικών, που μεριμνούν για τις χρείες του βίου και που τον εκπροσωπεί για την μικρή Ρέα η γιαγιά Μαριγώ. Η μάνα της Αικατερίνης, που γεννήθηκε στην ακμάζουσα εδώ και αιώνες Άνω Βιάννο. Την κατάφυτη με ελαιώνες και σταροχώραφα περιοχή με τις αμφιθεατρικά απλωμένες σε τρεις λόφους συνοικίες και τα Λασιθιώτικα όρη να κρύβουν το Λιβυκό πέλαγος. Τον γενέθλιο τόπο που περιγράφει αισθαντικά ο συντοπίτης Ιωάννης Κονδυλάκης και επιλέγει να απαθανατίσει με τον φακό της η Nelly’s την δεκαετία του τριάντα. Ξεκινά και κλείνει με τον γάμο ενός ακραιφνούς βενιζελικού μεσήλικα γιατρού, με πολιτική και επαναστατική δράση, εξαιρετικές σπουδές στη Γαλλία και ειδίκευση στην Ωτορινολαρυγγολογία και μιας νεαρής αριστούχου δυναμικής κοπέλας, που υπερνικά τις προκαταλήψεις, τα αυστηρά ήθη, τα προγονικά έθιμα και τις πατριαρχικές παραδόσεις της νήσου που ήθελαν τις γυναίκες υποταγμένες στην αντρική βούληση και αποκλεισμένες από τον δημόσιο βίο. Σπουδάζει Ιατρική μακριά από τον τόπο της, πρώτα στη Βιέννη και μετά στην Αθήνα. Έρχεται να δουλέψει στο Ηράκλειο σαν μικροβιολόγος και εκεί στο εμβληματικό δυτικότροπο ζαχαροπλαστείο του Ρεγγινάκη, στην πλατεία με τα μαρμάρινα βενετσιάνικα λιοντάρια συναντά τον Εμμανουήλ και τον έρωτα.
Ένα ενδιαφέρον μυθοπλαστικό εγχείρημα που αναπαριστά μια εποχή μετεωρισμών και ανακατατάξεων, μια πολυπλόκαμη οικογενειακή ιστορία και μια πολυδαίδαλη προσωπική διαδρομή. Γι’ αυτό και η Ρέα Γαλανάκη, έμπειρη και εμπνευσμένη συγγραφέας, «υπαρκτή και ανύπαρκτη μαζί», παρούσα και ταυτόχρονα απούσα μέσα στις σελίδες του παρόντος βιβλίου, καθώς επισκέπτεται και διερευνά με αναστοχαστική διάθεση τους παλίμψηστους σύνθετους οικογενειακούς μικρόκοσμους, προειδοποιεί τον αναγνώστη για τον αντιφατικό και αμφίθυμο χαρακτήρα αυτής της αφήγησης. Άλλοτε δυναμικό και ουδέτερο και άλλοτε ευσυγκίνητο και νοσταλγικό, αναμφίβολα μεθοδικό και αποκαλυπτικό. Με συνέπεια στις διακριβώσεις, τις αναγνώσεις και τις ερμηνείες ενός πλούσιου, πολύσημου και πολυσυλλεκτικού αρχειακού υλικού και στην αποτύπωση των πολιτισμικών και κοινωνικών συνιστωσών. Και είναι φανερό ότι τα όποια συγγραφικά διλλήματα δεν ανακύπτουν από μια διάθεση απόκρυψης ή εξωραϊσμού, αλλά από την φρόνηση να ελεγχθούν όσα συγκρατεί επιλεκτικά και όσα απορρίπτει αναίτια η μνήμη, όταν αρθούν οι εγκιβωτισμοί στα άκαμπτα ιδεολογικά στερεότυπα του παρελθόντος.
«Τα πολύ προσωπικά γραπτά μας μοιάζουν, μπορώ να ισχυριστώ, με μια βεντάλια που ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα, με οδύνη ή με ευχαρίστηση, με σπουδή ή με αδιαφορία. Την κρατάμε άλλοτε με το χέρι της καρδιάς και άλλοτε με το χέρι της γραφίδας. Φανερώνει, ανασυνθέτει, παραλείπει, κρύβει, μεταμφιέζει, κατανοεί μα αδυνατεί να διαγράψει ακόμα και μέσα από τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια. Τα οποία διασκορπίζουν το ασημένιο φως τους πάνω στα νυχτερινά πελάγη, κι αυτό το νύκτιο μυστηριώδες φως συνομιλεί κάθε φορά κι αλλιώς με την ψυχή μας».
Μια γοητευτική ρέουσα εξιστόρηση με «χειροποίητες λέξεις» σαν τα κεντήματα και τα υφαντά του αργαλειού των παλιών εκείνων γυναικών με την πηγαία αυταπάρνηση και τη χθόνια σοφία. Μια τρυφερή συνομιλία, όπως λέει η ίδια η συγγραφέας, με την ιστορία και τους ίσκιους ανθρώπων που έζησαν μια ζωή περιπετειώδη και πολύπλοκη, σε καιρούς μακρινούς και δίσεκτους και τώρα μας παραστέκουν αόρατοι. Σιωπηλά, συντροφικά και ευπροσήγορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου