Ι.
Μην ανασαίνεις.
Δεν υπάρχει χώρος αρκετός.
Είμαστε πολλοί σ’ αυτήν τη βάρκα.
Σγουρές δίνες μελανών κυμάτων
πλέουν δυτικά κι ύστερα βόρεια.
Πορφυρές λεπίδες βραδινού φωτός
κόβουν τον αέρα στα δύο.
Και κάθετα μπροστά
ξινές προβλήτες βουτηγμένες στο αλάτι.
Μην ανασαίνεις.
Η ζωή αραιώνει στα βαθιά πολύ.
Είμαστε ήδη εδώ αρκετοί.
Ανορθωμένοι κίονες στον ορίζοντα
κοιτούν το πίσω νερό.
ΙΙ.
Γεγονότα στρεβλώθηκαν.
Διατυπώσεις αλλοιώθηκαν.
Το προφανές έγινε προϊόν αόριστων συναινέσεων.
Φτωχός σαν ήττα ακόμη νοσταλγώ
«αυτά τα μαύρα δέντρα» στην πίσω αυλή μου
το επίμονο σκαρφάλωμα του κισσού
στον πλατύσκαλο ορίζοντα.
Κάποτε θα κληθώ να δώσω λόγο. Και γι’ αυτό.
Κάπως έτσι η πραγματικότητα μετατρέπεται σε Ιστορία:
θαλασσινές αψίδες ανοίγουν
κι η συμπόνοια αναλάμπει
έτοιμη να μας δεχθεί ως πεπτωκότες.
Έτσι σκέφτομαι–
ΙΙΙ.
Ο ήλιος ήταν πάμφωτος.
Η σελήνη κυμάτιζε.
Το μεσημέρι μόνο έπιανε ψιλή βροχή
και κατέβαζε λάσπη.
Τότε νιώθαμε την τροχιά μας να μικραίνει
τον εαυτό προς στιγμήν να χάνεται.
Καλογυαλισμένες τις μπότες να σαπίζουν
πλάι στις ταριχευμένες νίκες μας.
Ο πόθος μας ήταν αγνός.
Η λαχτάρα μεγάλη.
Ο χιμαιρικός ορίζοντας πλατύς.
Ο σκοπός έμοιαζε ένδοξος.
Δεν φαντάζεσαι τι ακολούθησε.
(Από την ενότητα Αιολικά Ποιήματα)
Δήμητρα Κωτούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου