17/4/22

Το συμβάν «Μέδουσα» και κάποια ζητήματα ιστοριογραφίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα

Άποψη της έκθεσης Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς


Του Δημήτρη Τρίκα*

Περιπτώσεις σαν κι αυτή της ιστορικής πια γκαλερί «Μέδουσα» και της έκθεσης που προέκυψε από την συλλογή της στο μουσείο Μπενάκη, όπου αποτυπώνει ευκρινώς μια γόνιμη διαδρομή σαράντα χρόνων, είναι βέβαιο ότι εκτός των άλλων βάζουν και κάποια ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος και ιδιαίτερης σημασίας.
Πώς μπορεί για παράδειγμα να προσεγγίσει κανείς το ζήτημα της εξέλιξης της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα; Πώς να καταγράψει και να αναλύσει την εξέλιξη αυτή; Πώς να συγκροτηθεί μια δομημένη ιστοριογραφία του πεδίου της σύγχρονης τέχνης κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα; Ποιά είναι η σχέση μιας ηρωϊκής, συνήθως εξατομικευμένης περίπτωσης, που αναζητά και δρα διαρκώς κατά μόνας, με την θεσμίζουσα κοινωνία – για να θυμηθούμε λίγο και την ορολογία Καστοριάδη.
«Η δική μου προσέγγιση στο θέμα δεν θα είναι ούτε ιστορική, ούτε θεωρητική, ούτε κριτική, αλλά διαισθητική και συναισθηματική. Γιατί υπάρχει κι αυτός ο τρόπος κι αυτός ο δρόμος για να προσεγγίσουμε την εξέλιξη της τέχνης», γράφει η Μαρία Δημητριάδη, ιδρύτρια και ιδιοκτήτρια της γκαλερί, εν είδει μανιφέστο με την συμπλήρωση των δέκα χρόνων της λειτουργίας της Μέδουσας, για να προλογίσει τον κατάλογο της ομαδικής έκθεσης 17+1 που έγινε στην Δημοτική πινακοθήκη Αθηνών το 1989 (βλ. κατάλογο έκθεσης, «Μανιφέστο ενός γκαλερίστα», σελ. 7)…
Η Μαρία Δημητριάδη, νέα γκαλερίστα, στην ακμή της δράσης και της διαδρομής της, συνοψίζει έτσι τις πολιτικές της για τους καλλιτέχνες που επιλέγει να παρουσιάσει τη δουλειά τους, για το είδος των εκθέσεων που στήνει και για τα έργα που εν τέλει θα αποτελέσουν την συλλογή της. Συλλογή που, ειρήσθω εν παρόδω, εκτίθεται σήμερα στο μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, σε επιμέλεια της Ελισάβετ Πλέσσα και, σύμφωνα με την επιθυμία της Δημητριάδη πριν φύγει από τη ζωή, δωρήθηκε εξ ολοκλήρου στην Εθνική Πινακοθήκη, η οποία με τη σειρά της αποδέχθηκε την δωρεά άρα και την ευθύνη της αξιοποίησης και της τεκμηρίωσης των έργων της συλλογής.
Με τη σειρά της, η επιμελήτρια της έκθεσης Ελισάβετ Πλέσσα προσπάθησε επιτυχώς να χτίσει μια αφήγηση που να αναδεικνύει την φαντασμαγορία της ελληνικής πρωτοπορίας και των πειραματισμών της στα χρόνια του ’80 και του ’90, εν γνώσει των δυσκολιών που υπάρχουν σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου το δυνατό ένστικτο του γκαλερίστα-συλλέκτη είναι και το μόνο κριτήριο των επιλογών του, και όπου ετερόκλητα στοιχεία –άνισα μερικές φορές μεταξύ τους– είναι αναπόφευκτο να συνυπάρχουν με πιο ολοκληρωμένες προτάσεις και ομαδοποιήσεις έργων.
Η Δημητριάδη κινήθηκε με το ένστικτο και το συναίσθημα, και θέλησε συνειδητά να αναζητήσει τους ελπιδοφόρους και δυναμικούς νέους καλλιτέχνες και να τους συμπαρουσιάσει με άλλους ήδη γνωστούς και καταξιωμένους, προκρίνοντας μείγματα άλλοτε εντυπωσιακά πρωτοποριακά κι άλλοτε πιο ασφαλή και με μικρότερο ρίσκο. Αυτό φαίνεται και στην τρέχουσα έκθεση-παρουσίαση της συλλογής, όπως είναι φυσικό. Από την άλλη, πρέπει να χρεωθεί στα εξαιρετικά θετικά της ιδρύτριας της Μέδουσας το γεγονός ότι στα σαράντα χρόνια ζωής παρουσιάστηκαν στην γκαλερί με την πρώτη τους ατομική έκθεση είκοσι τέσσερεις καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Γ. Τζερμιάς, η Αιμ. Παπαφιλίππου, ο Χ. Τζίβελος, ο Ν. Ταστσιόγλου και ο Γ. Ρόρρης, η Λύρα, η Νομίδου, η Βενιέρη, η Σβορώνου-Κοκκινίδη, η Αποστολίδου και η Ζούνη, ο Γυπαράκης, ο Βενετόπουλος και ο Μίλτος Μιχαηλίδης με τον Κ. Τσικνή, μόλις το 2007 και το 2015 αντίστοιχα.
Το πανόραμα των νέων και μετέπειτα άξιων περιπτώσεων της εικαστικής σκηνής συμπληρώνεται με καλλιτέχνες σηματωρούς της ελληνικής πρωτοπορίας, όπως ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Γιώργος Λαζόγκας, ο Τάκης, ο Μίνως Αργυράκης ή ο Πάνος Ραϋμόνδος, ο Κουλεντιανός και ο Πράσινος.
Ζούμε σε μια χώρα της περιφέρειας και της εισαγωγής ιδεών, ρευμάτων και τεχνοτροπιών. Κατά συνέπεια, δεν φαντάζει περίεργο το γεγονός ότι ενώ οι μητροπόλεις κινούνταν και κινούνται με ομάδες και ρεύματα, εμείς εδώ χτίζουμε το οικοδόμημα με ατομικές περιπτώσεις και κυρίως με τις περίφημες γενιές. Αυτό δημιουργεί μια αναντιστοιχία του ημεδαπού υλικού με τα των εικαστικών κέντρων του Κόσμου και μια αδυναμία επικοινωνίας των «μέσα» με τους «έξω». Η Μέδουσα ήταν ένα καλό παράδειγμα, μαζί με άλλες γκαλερί ανάλογης αξίας και εμβέλειας. Λειτούργησε καλά και με το προσωπικό κριτήριο του ιδιοκτήτη, κι αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο. Προφανώς δεν είναι δουλειά τους να επεξεργάζονται θεωρητικά το υπάρχον υλικό, να ταξινομούν και να συγκροτούν πολιτικές προώθησης και επιρροής σε διεθνές επίπεδο. Αυτό είναι το έργο που κάνουν «αλλού» οι θεσμοί, τα μουσεία, οι σχολές καλών τεχνών, τα δίκτυα των θεωρητικών και των κριτικών και τα κράτη με τα αρμόδια υπουργεία και τους οργανισμούς τους. Ό,τι δηλαδή παραμένει χλωμό, ατελές, αμήχανο έως και αδιάφορο στα μέρη μας, και γι’ αυτό αναποτελεσματικό ως προς το ζητούμενο μιας δυναμικής συνομιλίας της ημεδαπής με την διεθνή σκηνή. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα και μονομερώς. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την αρχή. Από το εγχείρημα μιας καλά θεμελιωμένης ιστοριογραφίας και την διαρκή αναζήτηση διακριτών ταυτοτικών στοιχείων, που θα εμπλουτίζουν τα διεθνή χαρακτηριστικά που ούτως ή άλλως πρέπει να υπάρχουν στη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή. Εκθέσεις σαν την «Μέδουσα. Αίθουσα Τέχνης (1979-2017)» είναι ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε (και) για τον σκοπό αυτόν, ιδιαίτερα όταν η συγκεκριμένη συνοδεύεται ή καλύτερα συνοδεύει τον εξαιρετικό τόμο/κατάλογο, πραγματικό ντοκουμέντο μιας σημαντικής περιόδου…

*Ο Δημήτρης Τρίκας είναι μουσειολόγος, δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: