17/4/22

Περίπου βιογραφία

Του Κωνσταντίνου Μπούρα*

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, ΛΙΛΗΘ ή το φτύσιμο και το φίλημα. Χρονικό, μαρτυρία, μυθοπλασία. Μια νουβέλα σε έξι μέρη, εκδόσεις Εύμαρος, σελ. 124

«Αληθινές ιστορίες» χαρακτηρίζει ευθύς εξαρχής στο προλογικό πρωτοπρόσωπο αυτοβιογραφικό σημείωμα «Τα μυστήρια των Παρισίων» τα πέντε επόμενα μυθοπλασμένα αφηγήματά του ο ίδιος ο πολύπειρος και πολυεστιακός συγγραφέας τους, κριτικός-δραματουργός και πεζογράφος με σαφή κοινωνική στόχευση και ακόμα σαφέστερη πολιτική συμπόρευση.
Η αηδής χούντα των συνταγματαρχών και οι συνέπειες στην ημιτελή φοίτησή του στην οπισθοδρομική και αναχρονιστική Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ο διαβόητος Γαρδίκας δίδασκε ακόμη τότε τις θεωρίες τού Λομπρόζο περί «εκ γενετής εγκληματίες». Στο Παρίσι καταφεύγει ο τελειόφοιτος Λέανδρος Πολενάκης για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να βαφτιστεί στα νάματα τού Γαλλικού Διαφωτισμού. Τα δικαιώματα τού ανθρώπου και τα ουμανιστικά ιδανικά είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στον ψυχισμό του που αναβλύζουν από όλους τους πόρους τής ψυχονοητικής γλωσσικής του έκφρασης.
Η ρυθμολογική του δεινότητα αναφαίνεται σε παρηχήσεις, όπως: «δεν με έστελναν στο Παρίσι για να ξεφύγω από την Ασφάλεια, με έστελναν για να ξεκόψω από την πολύ πιο επικίνδυνη Βούλα [κόρη ενός κομμουνιστή τυπογράφου από την Καλλιθέα]! Ποιος, όμως, γνωρίζει τις Βουλές τού Κυρίου;» (σελ. 11). Και το Βουλές και το Κύριος με κεφαλαία αρχικά. Η εθνικόφρων οικογένεια τού αφηγητή δεν μπόρεσε να τον σώσει από την Χούντα και τον φυγάδευσε, «αφού κατέβαλε ο πατέρας μου “βαρυγκομώντας” ως εγγύηση ένα όχι και τόσο ευτελές ποσό». Ας προσέξουμε την προφορικότητα και την δραματικότητα τού γραπτού λόγου του από την ιδιότυπη (συνειρμική θα έλεγα) σύνταξη που φαίνεται στην επεξήγηση «ως εγγύηση», που αντί να μπει μετά το ρήμα κατέβαλε μπαίνει μετά το «βαρυγκομώντας» (που το βάζει και σε εισαγωγικά) σχολιάζοντάς το με τρόπο θεατρικό (στην σκηνική πραγμάτωση αυτού του αποσπάσματος θα ερμηνευόταν από τον ηθοποιό με τη χρήση παραγλωσσικών σημείων). Αυτό σημαίνει πως η εξηντάχρονη ενασχόλησή του με την θεατρική κριτική καθώς και η formation professionnelle (η επαγγελματική του εκπαίδευση) επιδρούν σημαντικά και επηρεάζουν τον λογοτεχνικό του κώδικα.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο και ουδείς ανεπηρέαστος από την αδιόρατη κι αόριστη εν πολλοίς αλλά καθοριστική «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι ένας συνειδητοποιημένος αριστερός άνθρωπος τού καιρού του. Ανήκει στην «γενιά τού 1970» και χρονολογικά και ιδεολογικά και υφολογικά και θεματολογικά. Είτε γράφει ποίηση, είτε δραματουργεί με αξιοσημείωτη κλίση προς το παραδοσιακό θέατρο σκιών και τα λαϊκά δρώμενα γενικότερα, είτε κριτικογραφεί είτε θεωρητικολογεί, ο πρόεδρος τής Ένωσης Κριτικών και της Επιτροπής Βραβείων Κουν διαθέτει ένα φιλάνθρωπο σατιρικό ύφος (που ενίοτε γίνεται και αριστοφανικό). Δεν γίνεται όμως (σχεδόν) ποτέ απορριπτικός, απαξιωτικός, εριστικός (όσο είναι δυνατόν). Αυτή η φιλόξενη αντανάκλαση τού έξω κόσμου στον ψυχισμό του και η διάδραση με το εκάστοτε περιβάλλον αντανακλούν και σε αυτά τα άκρως ψυχαγωγικά γραπτά που δεν γίνονται ευτράπελα αλλά έχουν μεγάλη κοινωνιολογική και πολιτική αξία ως αυθόρμητες, ατόφιες, ανεπιτήδευτες κι εγκάρδιες καταθέσεις ενός μάρτυρα τής Ιστορίας. Εδώ το αφηγηματικό «εγώ» είναι απλώς μια πρόφαση, αφού το «εμείς» υπερέχει και προεξέχει στις συγγραφικές προθέσεις ενός αγωνιστή δια βίου.
Η όποια αυτοψυχαναλυτική αναφορά λειτουργεί κατά τού μυθοπλασμένου ειδώλου του και υπέρ τής ειλικρίνειας μιας συνείδησης καθαρής (όπως στη σελίδα 78) που περιγράφει τις εσωτερικές του αμφιταλαντεύσεις (που δεν γίνονται ποτέ παλινωδίες) όταν τον κλείνουν «στο δεύτερο υπόγειο, το επονομαζόμενο “πηγάδι”, στο κελί αριθμός 13». Διαβάζουμε: «Ανάμεσα στα κάτουρα και στους εμετούς, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, είχα αρχίσει να λιγοψυχάω. Καταριόμουνα μεγαλόφωνα την κακή μου τύχη, ο αστικός μου εαυτός αγανακτούσε για την αδικία που μου γινότανε. Από την σύγχυση ήρθε να με βγάλει μια φωνή απ’ το διπλανό κελί. Ήταν ένας κρατούμενος κομουνιστής, μάλλον βετεράνος παρά την νεανική χροιά τής φωνής του, που ήρεμα, χωρίς εξάρσεις, άρχισε να μου μιλάει για τη στάση των παλιών συντρόφων μπροστά στα βασανιστήρια και στον θάνατο. Για την προσωπική και κομματική αξιοπρέπεια που έβαζαν πάνω από όλα. Για την καρτερία και απαντοχή τους και για την ανάγκη να μην υποκύψω στη βία τού φασισμού. Να αντέξω ώς το τέλος, με το μυαλό πάντα ανοιχτό. Venceremos! Ξημέρωμα τον πήραν από το κελί του προς άγνωστη διεύθυνση». Ας προσέξουμε τις μικρές διαφοροποιήσεις στη συνήθη χρήση της γλώσσας που δημιουργούν την ποιητική αν-οικείωση: αντί να γράψει προς άγνωστη κατεύθυνση λέει «προς άγνωστη διεύθυνση» αίροντας έτσι την εγγενή μελοδραματικότητα τού κειμένου.
Πολιτικό θρίλερ με τις χιουμοριστικές ανάσες του και τις αναψυκτικές «παραβάσεις» του στα όρια τής πανανθρώπινης τραγικωμωδίας με τους διάφορους τυραννίσκους και «σωτήρες» σε ρόλους θεών και δαιμόνων.

*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής

Άποψη της έκθεσης Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς

Δεν υπάρχουν σχόλια: