Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη*
Η πέντε αιώνων νεωτερικότητα, με τον εξορθολογισμό που επέβαλε η β’ βιομηχανική επανάσταση του 18ου αι., θέσμισε τον καταμερισμό της εργασίας, την ελεύθερη οικονομία της αγοράς και το φιλελεύθερο κράτος, το οποίο, διαχωριζόμενο από την κοινωνία, την έθεσε υπό τον έλεγχο του, με αιτία και αποτέλεσμα την τυποποίηση του δικαίου και τον περιορισμό της δικαιοσύνης. Ο εξορθολογισμός της οργάνωσης και της λειτουργίας του συστήματος δεν θα μπορούσε να σχεδιασθεί, να εδραιωθεί και να νομιμοποιηθεί, χωρίς τη μεσολάβηση της εννοιολογίας του Γαλλικού Διαφωτισμού, που βρήκε απήχηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, από την Αγγλία, Ολλανδία, Ιταλία και Γερμανία ώς τη Ρωσία και έως και την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπου επιχορηγούμενοι κατώτεροι κληρικοί κυρίως, αλλά και έμποροιέκαναν σπουδές και εκδόσεις, στο εξωτερικό, με συνεχιστές ριζοσπάστες διανοούμενους, στην Ελλαδα του 19ου αι., με άγνωστο εν πολλής το έργο τους, σήμερα.
Βασικές έννοιες της εκκοσμίκευσης, της ελευθερίας, της ισότητας, και της αδελφότητας, που ενσάρκωσαν η Αμερικανική και η Γαλλική επανάσταση, υπήρξαν καρπός του αφηρημένου ορθολογισμού στη βάση της καρτεσιανήε νοησιαρχίας και του κλασικού εμπειρισμού, που αναπαραγόμενοι νομιμοποίησαν τον αστικό φιλελευθερισμό και, στη συνέχεια, τον σημερινό νέο-φιλελευθερισμό. Σωστά ο Φουκώ αποκάλεσε τον κλασικό εμπειρισμό Ιδεολογία, υπονοώντας την κατά τον Μαρξ ψευδή συνείδηση. Σε όλες τις μέχρι σήμερα κοινωνικές και θεωρητικές εξελίξεις, ο Διαφωτισμός του 18ου αι., ριζωμένος στον αστικό ατομικισμό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή της απόλυτης Δεσποτείας, και στα ήθη και στη σκέψη της αστικής τάξης, εξασφαλίζοντας την πολιτική και ιδεολογική ηγεμόνευσή της, με σχεδόν απαρατήρητες βαθμιαίες μετατροπές της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς σε μια νεοφιλελεύθερη χρηματοπιστωτική οικονομία. Η τελευταία, δεσπόζουσα, σήμερα, στις υπάρχουσες δημοκρατίες, ευνοεί την ανάδυση οικονομικών ολιγαρχών ικανών να ελέγχουν κυβερνήσεις και την εκπροσώπησή τους.
Η νεωτερικότητα, ωστόσο, από το τέλος του 18ου αι. κ.ε., δεν υπήρξε πεδίο μονοκαλλιέργειας φιλελεύθερων βλέψεων και τάσεων. Είναι γνωστή η αντινομικότητά της που γέννησαν δυο κατά βάση αντίθετες βλέψεις και τάσεις, διαφορετικές έως και ασυμβίβαστες μεταξύ τους: 1) Μια βλέψη εκσυγχρονισμού, ως διευρυμένης αναπαραγωγής και προσαρμογής στις επιταγές του παρόντος, που παραμερίζει μνήμη και προσδοκίες συγκεκριμένων λαών, τάξεων, προσώπων. Η αντίστοιχη τάση, ερωτοτροπώντας με την ανιστορικότητα που εξαφανίζει παρελθόν και μέλλον, βρήκε στηρίγματα στον αναπαραγόμενο αφηρημένο ορθολογισμό, από τον οποίο, άλλωστε, έλκουν την καταγωγή τους θετικιστικές ιδέες/έννοιες του 19ου και 20ού αι. που συνέβαλαν στην διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης. 2) Η άλλη βλέψη και αντίστοιχη τάση της νεωτερικότητας ήταν ο μετασχηματισμός και η καινοτομία που συνδέθηκε με τον λεγόμενο μοντερνισμό στη φιλοσοφία, στις τέχνες, στην επιστημονική θεωρία, και στην κοινωνική χειραφέτηση. Βασισμένη στην συγκεκριμένη και βιωμένη εμπειρία της ταξικής, στρωματοποιημένης και διαφοροποιημένης κοινωνίας, η βλέψη/τάση μετασχηματισμών και καινοτομιών, υπήρξε καρπός της κριτικής αντιμετώπισης του Διαφωτισμού, μεταξύ 1785 και 1825, από τους Γερμανούς φιλοσόφους, με πρώτο τον Καντ που έδωσε συγκεκριμένο νόημα στην ελευθερία ως ελεύθερο συλλογίζεσθαι ατόμων που αναπτύσσουν αυτοβουλία και αυτονομία. Με τις Κριτικές του καθαρού λόγου και της κριτικής δύναμής του, ο Καντ επέφερε την αντικαρτεσιανή επανάσταση που επέτρεψε το χεγκελιανό άνοιγμα του μηχανικισμού, του ατομικισμού και του αισθητικισμού, στη βαση μιας θετικής(διαλεκτικής) λογικής.
Ο Φουκώ, στην Αρχαιολογία της Γνώσης (1969) υποστήριξε ότι ο 20ός αι. εξακολουθούσε να είναι αιώνας του Διαφωτισμού και ότι η κριτική αντιμετώπισή του, από τον Μαρξ, λόγω της έμπρακτης αποτυχίας της, οδήγησε σε μια μεταμφιεσμένη επαναστατικότητα, αφήνοντας άθικτες τις ιδέες και αξίες του Διαφωτισμού . Ήδη στις Λέξεις και τα πράγματα (1965), εξετάζοντας τα συστήματα σκέψης, από τον 16ο έως τον 20ό αι., δεν αναφέρθηκε στην κρίσιμη περίοδο 1785-1825, κατά την οποία η αντικαρτεσιανή επανάσταση άνοιγε τον δρόμο στη συγκρότηση μιας δυναμικής στο γίγνεσθαι τής, συγκεκριμένης και όχι πλέον αφηρημένης οντολογίας, η οποία, σε συνδυασμό με τον ρομαντισμό, επέτρεψε την εκφορά ενός λόγου μετασχηματισμών, διαφορισμών και καινοτομιών[1].
Χωρίς την κριτική εμβάθυνση των ιδεών του Διαφωτισμού από τους Γερμανούς φιλοσόφους, θα ήταν αδύνατη η ιστορικο-κριτική εξέταση της καντιανής επιστημολογίας από τον Χέγκελ και της χεγκελιανής διαλεκτικής λογικής από τον Μαρξ, όπως και η ριζοσπαστικοποίηση εννοιών/ιδεών εν μέσω των επαναστατικών απελευθερωτικών και συνταγματικών κινημάτων του 19ου αι.
Ανατρέχουμε λοιπόν, στην παράδοση όχι μόνο του Ευρωπαϊκού, αλλά και του Ελληνικού Διαφωτισμού, γιατί μας επιτρέπει να αφομοιώσουμε τις βασικές έννοιες/ιδέες που παρήγαγαν. Χωρίς την ενεργό αφομοίωση του Διαφωτισμού και των κριτικών προσεγγίσεων που δέχθηκε, από τα τέλη του 18ου αι. έως τον 20ό, δεν είναι δυνατή μια ριζική διασαφήνιση της σημερινής πραγματικότητας και των προβλημάτων της. Χρειάζεται να γνωρίζουμε σαφώς και σε βάθος πώς εδραιώθηκε ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη ως αύξηση ποσοτικών μεγεθών και όχι ως βελτίωση ποιοτήτων, για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά ποιες είναι οι αναγκαίες και δυνατές βελτιώσεις και αλλαγές, στον σημερινό κόσμο που οδηγείται από τον μηδενισμό σε έναν τυφλό ολοκληρωτισμό. Επομένως, ένας νέος Διαφωτισμός που να ανατέμνει τον Καισαρισμό που παλινωδεί στις δεσποτείες του παρελθόντος, είναι όχι μόνον ευκταίος, αλλά και αναγκαίος.
*Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας του ΑΠΘ
[1] Για περισσότερα, βλ. Αλ. Δεληγιώργη, Ο Μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία, εμπλουτισμένη έκδοση, 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου