Ο διάβολος που έγινε άγγελος
Του Παντελή Κυπριανού*
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΤΖΑΚΗΣ, Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη, Από τον κλεφταρματολό στον επαναστάτη, εκδόσεις ΕΑΠ, σελ. 248
Γεννημένος το 1782, γράφει ο Δ. Αινιάν, κοντά στην Άρτα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σκοτώνεται τον
Απρίλη του 1827 στην πολιορκία της Αθήνας. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης, θεωρείται ένας από τους τρεις μείζονες στρατιωτικούς ηγέτες του 1821, πίσω από τον Α. Μιαούλη και, μακράν, τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η πρόσληψη αυτή, παράγωγο των σχολικών εγχειριδίων, ίσως τον αδικεί. Στο βιβλίο του Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, γράφει: «δύναται τω όντι να θεωρηθή ως το γνησιώτερον ούτως ειπείν, προϊόν της Ελληνικής Επαναστάσεως». Και αυτό γιατί Κολοκοτρώνης και Μιαούλης υπηρέτησαν από την αρχή την Επανάσταση, μεσουράνησαν μέχρι το 1823 ο ρώτος, το 1825 ο δεύτερος. Αντίθετα, ο Καραϊσκάκης, κλέφτης και αρματολός ως το 1824, αναδείχτηκε από το 1825 ως το θάνατό του στον σημαντικότερο στρατιωτικό.
Απρίλη του 1827 στην πολιορκία της Αθήνας. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης, θεωρείται ένας από τους τρεις μείζονες στρατιωτικούς ηγέτες του 1821, πίσω από τον Α. Μιαούλη και, μακράν, τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η πρόσληψη αυτή, παράγωγο των σχολικών εγχειριδίων, ίσως τον αδικεί. Στο βιβλίο του Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, γράφει: «δύναται τω όντι να θεωρηθή ως το γνησιώτερον ούτως ειπείν, προϊόν της Ελληνικής Επαναστάσεως». Και αυτό γιατί Κολοκοτρώνης και Μιαούλης υπηρέτησαν από την αρχή την Επανάσταση, μεσουράνησαν μέχρι το 1823 ο ρώτος, το 1825 ο δεύτερος. Αντίθετα, ο Καραϊσκάκης, κλέφτης και αρματολός ως το 1824, αναδείχτηκε από το 1825 ως το θάνατό του στον σημαντικότερο στρατιωτικό.
Πώς έγινε η μεταστροφή; Στο ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Δ. Τζάκης παραμερίζοντας την εθνορομαντική ανάλυση του Παπαρρηγόπουλου. Εκκινεί από την περίφημη στιχομυθία, το 1826, ανάμεσα στον Καραϊσκάκη και τον Υδραίο Μπουντούρη ή Βουδούρη όταν ορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Ρούμελης. «Δεν έκαμες, τω είπε, όσον έπρεπε έως τώρα το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης εις το εξής. – Δεν το αρνούμαι, απεκρίθη, αναλαβών την συνήθη αυτού παρρησίαν ο Καραϊσκάκης. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος».
«Ικανός αλλά ανέστιος οπλαρχηγός» ο Καραϊσκάκης ως το 1821, εντάχθηκε σε ομάδες κλεφτών, αρματολών, σε σώματα του Αλή Πασά, του Πασβάνογλου. Συμμετείχε στον Ξεσηκωμό στην Άρτα και την Ακαρνανία. Στις μάχες αυτές ξεδιπλώνονται πτυχές που συνοδεύουν μέχρι σήμερα την εικόνα του και προκαλούν ποικίλα σχόλια ακόμη και από τον Θ. Κολοκοτρώνη : αθυροστομία, εμπαιγμός του αντιπάλου, τόλμη, συμμετοχή στις μάχες, ανάληψη επικίνδυνων αποστολών.
Ο Ξεσηκωμός ενόσω κρατούσε ο πόλεμος της Πύλης ενάντια στον Αλή καθιστά τις σχέσεις ισχύος συνθετότερες. Κλέφτες και αρματολοί έχουν να κάνουν πλέον με τον Αλή, την Πύλη αλλά και με μία νέα αρχή, την ελληνική Διοίκηση. Στη συνθήκη αυτή, το καλοκαίρι του 1822, ο Καραϊσκάκης, παρότι αναγνωρισμένος χιλίαρχος από την τελευταία, την αψηφά, διεκδικεί ενάντια στις «οδηγίες» του Α. Μαυροκορδάτου και αποκτά, μετά από καπάκι με τους οθωμανούς, το αρματολίκι των Αγράφων.
Χιλίαρχος και αρματολός πια, ο Καραϊσκάκης ενισχύεται απέναντι στους καπετάνιους ανταγωνιστές, νοικοκυρεύει το αρματολίκι του και διαπραγματεύεται ταυτόχρονα με Έλληνες και οθωμανούς. Πρόκειται για μια κατάσταση συνήθη τα πρώτα χρόνια του 1821, που ανέλυσε εύστοχα ο Ν. Κοταρίδης, με όρους που αμφισβητούν μεθοδολογικά το διαχωρισμό αληθινών και πλαστών καπακιών που παραπέμπουν στη διάκριση πατριώτης/προδότης.
Ιούλιο του 1823 οι συσχετισμοί και περιθώρια ελιγμών μεταβάλλονται. Ο Πασάς της Σκόδρας φτάνει στα Τρίκαλα με στόχο το Μεσολόγγι, ζητεί από τους δύο ισχυρότερους αρματολούς της ορεινής Στερεάς, Καραϊσκάκη και Στορνάρη να τον συνδράμουν. Μπροστά στο αμείλικτο δίλημμα, και με σοβαρά προβλήματα υγείας ο Καραϊσκάκης πάει στα Επτάνησα. Ανέστιος ξανά. Λίγο αργότερα, τον Απρίλιο του 1824, μετά από ενέργειες του Μαυροκορδάτου καταδικάζεται για προδοσία, είναι «διωγμένος από την Πατρίδα».
Κι όμως, δείχνει ο Τζάκης, τότε αλλάζει ο λόγος του Καραϊσκάκη. Είναι θετικότερος στα αιτήματα της Διοίκησης. Η εξέλιξη επιταχύνεται στη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου, το Νοέμβριο του 1824. Ο Καραϊσκάκης, με τον Γκούρα και άλλους Ρουμελιώτες, συμβάλει στην επικράτηση της Διοίκησης επί των Πελοποννησίων, πρωταγωνιστεί την επόμενη χρονιά στην πολιορκία του Μεσολογγίου και το 1826 ορίζεται Γενικός Αρχηγός για τη Ρούμελη.
Για να ερμηνεύσει τη μεταστροφή ο Τζάκης χρησιμοποιεί τη φαινομενολογική προσέγγιση των Μπέργκερ και Λούκμαν, από τις πλέον επιδραστικές στις κοινωνικές επιστήμες από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά. Εστιάζει στην αμφίδρομη σχέση βιώματος και κοινωνικού πλαισίου. Αναδεικνύει την αποδυνάμωση παραδοσιακών θεσμών όπως το αρματολίκι και ταυτόχρονα το δυνάμωμα της ελληνικής Διοίκησης, η οποία δύσκολα πλέον μπορεί να αγνοηθεί. Στη συνθήκη αυτή στα στρατόπεδα της Ρούμελης συγκροτείται ένας νέου τύπου στρατός, με σώμα αξιωματικών που προέρχονται από «ανέστιους» οπλαρχηγούς όπως ο Καραϊσκάκης, οι Σουλιώτες κ.ά., οι οποίοι στηρίζουν τις στρατιωτικές επιλογές της Διοίκησης, π.χ. την καταδίκη των καπακιών, και επενδύουν την κοινωνική τους προαγωγή στις δυνατότητες που προσφέρει η ένταξή τους στους στρατιωτικούς της μηχανισμούς. Παράλληλα, με πρωτοβουλία του Καραϊσκάκη και του Κίτσου Τζαβέλα συνέρχονται στα Σάλωνα (Άμφισσα) οπλαρχηγοί και συνάπτουν ένορκη συμφωνία έξι σημείων. Στο πρώτο δήλωναν «πρόθυμοι και υπήκοοι εις τα διαταγάς της σεβαστής Διοικήσεως».
Στην υπηρεσία της Διοίκησης; Εδώ ο Τζάκης αναδεικνύει δύο σημαντικές πτυχές της περιόδου. Η Διοίκηση δεν είναι ενιαία. Διαπερνάται από αντιθέσεις, ανταγωνισμούς. «Ο Κουντουριώτης δεν μπορούσε να αγνοεί όλους εκείνους που υποστήριζαν τον Καραϊσκάκη στα όργανα της Διοίκησης (Κωλέττης) και στα στρατόπεδα, ταυτόχρονα όμως υπολόγιζε τη γνώμη του Μαυροκορδάτου που εισηγούνταν για άλλη μια φορά στις 16 Σεπτεμβρίου 1824 να μη συμπεριληφθεί ο Καραϊσκάκης στην εκστρατεία των Αγράφων».
Η δεύτερη πτυχή αφορά το ζήτημα της στρατιωτικής οργάνωσης και τις αντιθέσεις που προκαλούσε στο εσωτερικό της Διοίκησης. Χρησιμοποιώντας την έννοια του αντάρτη, του αμφιλεγόμενου αλλά διεισδυτικού γερμανού στοχαστή Καρλ Σμιτ, ο Τζάκης διερευνά το ερώτημα της οργάνωσης του στρατού που δεσπόζει μετά το 1825. Αντί του τακτικού στρατού, που προωθούσαν ο Κουντουριώτης και ο Μαυροκορδάτος, ο Καραϊσκάκης, όπως και ο Κολοκοτρώνης αλλά και ο Κωλέττης, υπερασπίζεται τον «άτακτο στρατό της επανάστασης» ο οποίος σηματοδοτεί το τέλους του κλεφταρματολισμού. Το νέο, νεωτερικό στοιχείο, που εγκλείεται στη μετάβαση είναι ο σκοπός, που οργανώνεται γύρω από δύο νέους όρους: πατρίδα και πατριωτισμός. Οι έννοιες αυτές οργανώνουν εφεξής τη δράση του μεγάλου στρατιωτικού ακόμη και όταν αυτός, όπως συνέβη αρκετές φορές, διαφωνούσε με τη Διοίκηση.
*Ο Παντελής Κυπριανός διδάσκει Ιστορία της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου