Του ΜΙΧΑΛΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ*
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το 1821 ως επανάσταση: Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε, εκδόσεις ΕΝΑ, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, σελ. 270
Η επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση έχει δημιουργήσει, όπως ήταν φυσικό, ένα κύμα εκδόσεων που στόχο έχουν την ανάδειξη νέων πτυχών γύρω από το 1821. Κάποιες από αυτές προσπαθούν να εντάξουν την ελληνική περίπτωση σε ευρύτερες διεθνείς συζητήσεις για τις επαναστάσεις και τα πολιτικά κινήματα Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου είναι μια από αυτές. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, στόχος του είναι να ενσωματώσει στη μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης «πιο σύνθετες θεωρίες που να αγκαλιάζουν τόσο τις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις όσο και τις επιδράσεις μιας εξελισσόμενης οικονομικής δομής και μιας πνευματικής/ιδεολογικής αναδιάταξης και, αφετέρου, να ενσωματώνουν από μακρο-διαδικασίες (δημογραφικές αλλαγές) έως μικρο-μηχανισμούς (π.χ. οργανωτική ενδυνάμωση επαναστατών)» (σ. 14). Με αυτό τον τρόπο, υποστηρίζει ο συγγραφέας, θα μπορέσει να ενταχθεί η Ελληνική Επανάσταση σε ένα διεθνές πλαίσιο συζήτησης (σ. 15). Για να το πετύχει αυτό και μετά από ένα πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στο θεωρητικό πλαίσιο που χρησιμοποιεί, προβαίνει σε μια χρήσιμη διάκριση μεταξύ του «πώς φτάσαμε στην Επανάσταση» και του «πώς φτάσαμε στη θετική έκβασή της» (σ. 16) -εξού και ο τίτλος του βιβλίου.
Φοβάμαι ωστόσο ότι η ανάλυσή του, ή μάλλον η προσπάθειά θεωρητικής πλαισίωσης ενός οικείου σε πολλούς σχήματος ερμηνείας, έχει πολλά προβλήματα. Κάποια μάλιστα είναι τόσο σοβαρά, από μεθοδολογικής και βιβλιογραφικής άποψης, που εγείρουν ερωτήματα για την ίδια τη στόχευση. Ο συγγραφέας έχει σίγουρα δίκαιο όταν λέει ότι η ελληνική επανάσταση δεν έχει ενταχτεί στη διεθνή συζήτηση περί επαναστάσεων. Η συζήτηση ωστόσο στην οποία θέλει να την εντάξει αφορά κατά βάση ερμηνευτικά πλαίσια που ανέπτυξαν πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί κοινωνιολόγοι, κυρίως τις δεκαετίες του 1960-70 μέχρι τις αρχές του 1990 (Charles Tilly, Theda Skocpol, Jack Goldstone κ.λπ.). Ο Αντώνης Λιάκος, σε μια γενικά ένθερμη κριτική του βιβλίου (Αυγή, 30 Μαΐου 2021), σημείωσε ότι μια μεγαλύτερη εξοικείωση με μια σχετική και μάλιστα διεθνή βιβλιογραφία θα έκανε το βιβλίο καλύτερο (με αναφορά στο έργο των Maurizio Isabella, Şükrü Ilıcak, Δημήτρη Αρβανιτάκη). Αλλά το έργο των μελετητών αυτών είναι σχετικά πρόσφατες συνεισφορές σε μια μεγάλη βιβλιογραφία, την οποία ο συγγραφέας δεν λαμβάνει υπόψη καθόλου (ας αναφέρω ενδεικτικά τα ονόματα των David Armitage, Christopher Bayly, Sujit Sivandusaram, Fred Anscombe, Jeremy Adelman, Sarah Knott, Κωνσταντίνα Ζάνου, ανάμεσα σε πάρα πολλά άλλα). Η βιβλιογραφία αυτή έχει ασκήσει δριμεία κριτική στα παλαιότερα σχήματα που έβλεπαν στην Αμερικάνικη και τη Γαλλική Επανάσταση τη μήτρα των νεωτερικών μετασχηματισμών (επαναστάσεων, ιδεών κ.λπ.) Μαζί με μια περισσότερο πολυκεντρική ματιά των μετασχηματισμών της εποχής, σημαντικό στοιχείο της βιβλιογραφίας αυτής είναι μια νέα ματιά στις αυτοκρατορίες, αλλά όχι ως οντότητες καταδικασμένες σε αποτυχία. Και μόνο αυτά συνιστούν βασικές διαφορές με τον παρωχημένο «κρατο-κεντρισμό» και την εμμονή για τυπολογία των παλαιών μελετών τις οποίες επικαλείται ο συγγραφέας.
Και αν η άγνοια αυτής της βιβλιογραφίας εν μέρει δικαιολογείται, δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η άγνοια βιβλιογραφίας για το ίδιο το 1821 (αλλά ούτε και η χρήση του Bookchin για το 1776 ή του Σιμόπουλου για πρωτογενείς πηγές). Καταρχάς, η παρέμβαση του συγγραφέα δεν έρχεται σε ερμηνευτικό κενό, μιας και έχει γίνει και σχετικά πρόσφατα χρήση ερμηνευτικών μοντέλων για το 1821 - π.χ. το σχήμα του Κώστα Κωστή για τις «περιθωριακές ελίτ» ή η διάκριση μεταξύ δομικών αλλαγών και συγκυρίας του Thomas Gallant.[1] Συζητώντας μάλιστα τις προϋποθέσεις της επανάστασης στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας φαίνεται απλά να θεωρητικοποιεί ένα λίγο πολύ κλασικό ερμηνευτικό σχήμα. Απλοποιώντας, το σχήμα είναι το εξής: η εντεινόμενη κρίση του οθωμανικού κράτους (σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο) προκάλεσε δυσαρέσκεια στους «υπόδουλους» ελληνορθόδοξους πληθυσμούς - ιδιαίτερα σε παλαιά και νέα στρώματα που είχαν επωφεληθεί από τον εκχρηματισμό της οικονομίας και τις νέες ευκαιρίες για κέρδη και μόρφωση. Για να εξηγήσει πώς οι ματαιωμένες ελπίδες μετεξελίχτηκαν σε αιτήματα ανατροπής, ο συγγραφέας στρέφεται, όπως και πολλοί πριν από αυτόν, στις νεωτερικές ιδεολογίες της «Δύσης» που, μέσω του νεοελληνικού διαφωτισμού, δημιούργησαν νέες «διαχωριστικές γραμμές» μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών.
Πέραν του ότι αυτά είναι γνωστά, είναι και αρκετά «δυτικοκεντρικά» και δεν λαμβάνουν υπόψη πρόσφατες μελέτες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και τη Ρωσική (ενδεικτικά και πάλι, βλ. τις μελέτες των Frederic Anscombe, Αντώνη Αναστασόπουλου, Άντας Διάλλα, Ηλία Κολοβού, Christine Philliou, Γιάννη Σπυρόπουλου, Σοφίας Λαΐου και πολλών άλλων). Κάποιες από αυτές βλέπουν στην οθωμανική περίπτωση ένα παράδειγμα «αυτοκρατορικής ανθεκτικότητας». Άλλες έχουν αμφισβητήσει το κατά πόσον η ενδυνάμωση των τοπικών αρχόντων είναι δείγμα αποδυνάμωσης της αυτοκρατορίας (γιατί να μην είναι σημάδι ευελιξίας;), καθώς και το αν εξεγέρσεις όπως η ελληνική στόχευαν (τουλάχιστον αρχικά) στην ανατροπή. Γενικότερα, μια «αποκεντρωμένη» αυτοκρατορία δεν είναι δείγμα απαραίτητα αποδυνάμωσης. Πέραν του αναχρονισμού του επιχειρήματος, μάλλον το αντίθετο ισχύει, αν σκεφτούμε ιδίως ότι πολλές αυτοκρατορίες της εποχής ήταν αυτό που πολλοί λένε «composite states» (και φυσικά αν σκεφτούμε τη Βρετανική Αυτοκρατορία).
Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν και στα μέρη του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας συζητά την συγκρότηση της επαναστατικής ιδεολογίας, των «master frames», και των νέων «διαχωριστικών γραμμών», όπως λέει. Αν και οι μελέτες που έχουμε για τις επαναστατικές ιδέες είναι πολύ πλούσιες, δεν έχουμε ακόμα συνδέσει ικανοποιητικά τις ιδέες αυτές με την ίδια την επανάσταση. Το επιχείρημα του συγγραφέα ότι οι ιδεολογίες «ενοποιούν διάσπαρτα παράπονα» είναι λειτουργιστικό. Όπως ξέρουμε πια, ο συνταγματισμός και ο φιλελευθερισμός την εποχή εκείνη ήταν πολυσχιδή φαινόμενα. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις (Ισπανία, Πορτογαλία, Ινδία, Λατινική Αμερική), οι Έλληνες φιλελεύθεροι άντλησαν ιδέες από αλλού, αλλά το έκαναν επιλεκτικά και πολύ δημιουργικά. Δεν μιμούνταν. Το θέμα είναι να δούμε ποιες ιδέες δανείστηκαν, πώς τις χρησιμοποίησαν, τι ήθελαν να κάνουν και γιατί. Και κάτι ακόμα: αν δούμε τη σύνθεση και την καταγωγή πολλών Ελλήνων φιλελεύθερων (πρώην αυτοκρατορικές ελίτ), θα πρέπει και πάλι να επανεξετάσουμε τον ρόλο της «αυτοκρατορικής τεχνογνωσίας» στη συγκρότηση των φιλελεύθερων ιδεών και των συνταγματικών θεσμών.
Γιατί όμως πέτυχαν οι Έλληνες; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, γιατί επέμειναν και άντεξαν. Η αναφορά σε ψυχολογικούς/συναισθηματικούς παράγοντες είναι σίγουρα σημαντική, μιας και είναι, πράγματι, ένα πολύ δυναμικό κομμάτι της σύγχρονης βιβλιογραφίας. Αλλά το επιχείρημα είναι και πάλι συμπεριφορικό και περιγραφικό. Επέμειναν και έδειξαν θάρρος, υποστηρίζει ο συγγραφέας, γιατί κινδύνευε η ζωή τους. Και δεν έκαναν πίσω γιατί οι «Τούρκοι» επέλεξαν την όξυνση, κάτι που οδήγησε σε μια ψυχολογική αντίδραση και στην «εμβάθυνση της διαχωριστικής γραμμής». Σε αυτό κρίσιμος ήταν ο ρόλος της ηγεσίας (που περιλάμβανε και «task oriented» και «public oriented» ηγέτες), και των φρόνιμων και έξυπνων τακτικών που ακολούθησαν οι Έλληνες στο πλαίσιο μιας ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας. Αν και ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι δεν συμφωνεί με το ρομαντικό αφήγημα της εθνικής ιστοριογραφίας, δεν είμαι σίγουρος σε τι διαφέρει. Εξού και η αμηχανία του απέναντι στο θέμα των εμφυλίων. Γιατί εδώ φαίνεται η βασική αντινομία που χαρακτηρίζει το βιβλίο: πώς να συνδυαστεί το σχετικά αναχρονιστικό επιχείρημα ότι η επανάσταση ήταν ένα συγκροτημένο πολιτικό κίνημα με την ιστορική πραγματικότητα του κατακερματισμού των επαναστατημένων; Και των αρκετά φυσιολογικών προστριβών μεταξύ τους;
Καταληκτικά, έχει κανείς την αίσθηση ότι για τον συγγραφέα, ένταξη του 1821 στη διεθνή συζήτηση σημαίνει αποδοχή κάποιων κλασικών ερμηνειών για την ελληνική επανάσταση και τοποθέτησή τους κάτω από μια ταμπέλα ή μια έννοια που έχουν χρησιμοποιήσει κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες. Σίγουρα, η επιβεβαίωση (ή μη) κάποιων θεωριών δεν είναι αθέμιτος στόχος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι μια βασική μορφή που έχει πάρει η «κρυπτο-αποικιοκρατία» («cryptocolonialism», μια έννοια που ο συγγραφέας παραδόξως αναφέρει) είναι επιστημολογική. Αφορά τη χρήση και την εφαρμογή «ηγεμονικών» ερμηνευτικών σχημάτων και πλαισίων σκέψης που διαμορφώθηκαν στις «μητροπόλεις» για την ερμηνεία της ιστορικής πορείας άλλων κοινωνιών (στις αποικίες ή αλλού). Όλοι πια ξέρουμε ότι πρέπει να βλέπουμε αυτήν την επιστημολογία κριτικά. Η επιλογή του συγγραφέα δεν είναι αυτή. Το βιβλίο είναι μέρος μιας νέας εκδοτικής προσπάθειάς από ένα think tank που κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια να διαμορφώσει μια νέα σχέση μεταξύ επιστήμης, θεωρίας και πολιτικής παρέμβασης. Φοβάμαι ωστόσο ότι σε αυτή την περίπτωση το νέο είναι ανησυχητικά παλιό.
* Ο Μιχάλης Σωτηρόπουλος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής ΕΚΠΑ, διδάσκων στο ΔΠΘ
[1] Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας: η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, 18ος-20ός αιώνας (Αθήνα: Πόλις, 2013), Thomas Gallant, The Edinburgh History of the Greeks: The Long Nineteenth Century (Εδιμβούργο: Edinburgh University Press, 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου