Ζήσης Κοτιώνης, «Αργοπορημένος αστεροειδής», από την ενότητα Συμβάντα, 150 x 200 εκ., φωτ. Λευτέρης Πλαβός |
ΜΑΞ ΜΠΛΕΧΕΡ, Περιστατικά στο εγγύς πραγματικό, μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδόσεις Loggia, σελ. 171
Σχεδόν όλες οι ασθένειες είναι εκτενώς εγγεγραμμένες στο υλικό και λογοτεχνικό πεδίο. Η Σόνταγκ περιέγραψε λεπτομερώς, στο εμβληματικό της βιβλίο, την νόσο ως μεταφορά και τις επιδράσεις των ασθενειών στο κοινωνικό σώμα. Στον Κάφκα, τον Μπέρνχαρντ, τον Βιζυηνό, οι διαφορετικές παθήσεις επέδρασαν έντονα στο έργο τους, ενώ στον Τόμας Μαν η ίδια η αρρώστια εκκινεί στο μαγικό βουνό τελετές μύησης ως προς την πρόσληψη του κόσμου.
Στην περίπτωση του Ρουμάνου, Μαξ Μπλέχερ (1909-1938), η διάγνωση της φυματίωσης των οστών από τα δεκαεννιά του και η καθήλωση του στο κρεβάτι, τον κατηύθυνε σε μια αδιάκοπη επίμονη προσπάθεια να διαχειριστεί τον εαυτό του, μέσα από τις εκδοχές του πραγματικού, μετασχηματίζοντας τα όρια του κόσμου και της υποκειμενικότητάς του, με εκτενείς περιγραφές των καθημερινών συμβάντων και του κοινωνικού του περίγυρου.
Ο τίτλος του βιβλίου του, Περιστατικά στο εγγύς πραγματικό, που κυκλοφόρησε σε άρτια μετάφραση του Βίκτωρα Ιβάνοβιτς, υποδεικνύει ακριβώς αυτή του τη συνεισφορά: την υπενθύμιση ότι όλα μπορούν ταυτόχρονα να είναι φευγαλέα, εύθραυστα και απτά, καθώς, οι σχέσεις των γεγονότων τροποποιούνται διαρκώς, ανάλογα με το συναίσθημα και την τοποθέτηση του αφηγητή.
Ανακυκλώνοντας το παναθρώπινο «φοβερό ερώτημα ‘ποιος ακριβώς είμαι’» (σ. 10) και τον φόβο μην τυχόν και δεν καταφέρει πια να ξαναβρεί τον εαυτό του, ο Μπλέχερ επιτυγχάνει να είναι μόνιμος ισορροπιστής, ανάμεσα στη μη πραγματωμένη επιθυμία, τη διασάλευση αυτού που φαίνεται φυσιολογικό και την οξυδερκή του ευαισθησία να κινείται στα όρια των μεταλλασσόμενων ψυχολογικών, δημόσιων και ιδιωτικών χώρων. Η πολλαπλή υποκειμενικότητα του συγγραφέα, όμως, επανέρχεται συνεχώς, αποδεχόμενος αυτό που δεν μπορεί αποκλειστικά να ορίσει, «όπως σε εκείνες τις στερεοσκοπικές συνθέσεις όπου οι δύο εικόνες που τις απαρτίζουν χωρίζονται ενίοτε από κάποιο σφάλμα και, μόνο όταν ο χειριστής τις ρυθμίζει και τις κάνει να επικαλύπτονται, δημιουργείται ξαφνικά η αίσθηση του ανάγλυφου» (σ. 9).
Επικαλούμενος τις «αμέτρητες υποστάσεις της ύλης» (σ. 45) και μέσα από τις περιγραφές καθημερινών ασήμαντων αντικειμένων, που οι περισσότεροι δεν θα πρόσεχαν, ο Μπλέχερ διαφοροποιείται από τους συνανθρώπους του, που του «φάνταζαν κακόμοιρα όντα, αξιοθρήνητα μες στη σοβαρότητα με την οποία παρίσταναν τους μονίμως απασχολημένους και μες στην αφελή τους πίστη σε ό,τι έπρατταν και ένιωθαν» (σ.51).
Έτσι, το πραγματικό μεταμορφώνεται σε εγγύς εξωπραγματικό. Όπως αναφέρει ο Βραχνός στο επίμετρο του βιβλίου, το παράλογο, η ματαιότητα και η ασημαντότητα κόσμου και ανθρώπων γίνονται γι΄ αυτόν «τυραννικά αξιώματα», χωρίς όμως να προσφεύγει σε κανέναν τύπο χριστιανικής σωτηριολογίας. Αντίθετα, ο αιχμηρός ρεαλισμός συνομιλεί με τον ονειρικό υπερρεαλισμό (σ. 165) και το παράλογο με το αισθησιακό, το πρωτότυπο και το γκροτέσκο.
Η περιγραφή ενός δαχτυλιδιού μπορεί να σβήσει κάθε θαμπάδα του πραγματικού, δημιουργώντας μια οξυμένη εμπειρία πάθους, η οποία αναδεικνύει τον ερωτισμό που ελλοχεύει σε κάθε αντικείμενο όταν απορροφά την ανθρώπινη επιθυμία και τις αντινομίες της σε διάφορες συνθήκες.
Η γραφή του Μπλέχερ θυμίζει το Πανοπτικόν και τις παραστάσεις Πανοράματος που περιγράφει και στα κείμενά του, κατασκευάζοντας φαντασμαγορικές συνθέσεις τοπίων «απόκοσμης ομορφιάς» (σ.63).
«Ένα άλλο δαχτυλίδι που με εντυπωσίασε υπέρ το δέον όταν το πρωτοείδα ήταν ένα γύφτικο δαχτυλίδι. Επρόκειτο, θαρρώ, για το πλέον φανταστικό δαχτυλίδι που ένας άντρας είχε ποτέ επινοήσει για να στολίσει το χέρι μιας γυναίκας. Τα απίθανα μασκαρέματα, με αφροδισιακή βεβαίως λειτουργία, των διάφορων πτηνών, ζώων και φυτών, η υπερμοντέρνα στιλιζαρισμένη ουρά του Πουλιού του Παραδείσου, τα οξειδωμένα φτερά του παγονιού, η υστερική δαντέλα των πετάλων της πετούνιας, το απίστευτο εκείνο μπλε στους όρχεις των πιθήκων, φαντάζουν άτολμες απόπειρες σεξουαλικού διάκοσμου δίπλα στο παραλήρημα του τσιγγάνικου δαχτυλιδιού. Ήταν ένα αντικείμενο από κασσίτερο, ωραιότατο, λεπτό, γκροτέσκο και σκαμπρόζικο. Ιδιαίτερα, σκαμπρόζικο: έπληττε τον έρωτα στις πιο σκοτεινές περιοχές, στην ίδια του τη βάση. Σκέτη σεξουαλική κραυγή» (σ. 54).
Είναι στο Πανόραμα του πανηγυριού που ο Μπλέχερ ξαναβρίσκει «τον κοινό χώρο όπου όλες οι σκόρπιες ανά την οικουμένη νοσταλγίες ανταμώνουν, και από κοινού, συνιστούν την ίδια την ουσία του κόσμου» (σ. 55).
Στις εποχές που το κοινωνικό, πολιτικό και έμφυλο σώμα πάσχει και η διλημματικότητα της καθημερινότητας γίνεται κοινή και οδυνηρή στη διαχείρισή της για όλους, ο Μπλέχερ προτείνει δοκιμασμένες τεχνικές επιβίωσης με όρους συναισθηματικούς, ιστορικοποιώντας το τετριμμένο του βίου. Καταφέρνει έτσι, σε αντίθεση με τη νεότερη εκδοχή του εαυτού του, που περιγράφει στις σελίδες του βιβλίου, να βρει τη «μαγική κουβέντα» που σπάει «το κέλυφος των συμβάσεων».
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου