18/7/21

Ωδίνες της γέννας

Του Κώστα Βούλγαρη

ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, σελ. 144


[Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, την Δευτέρα, 12 Ιουλίου 2021, στο(ν) καφέ/κήπο του Νομισματικού Μουσείου, στην Αθήνα]

Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα

Θα πρέπει να ξεκινήσω, δηλώνοντας ότι το βιβλίο που παρουσιάζουμε, δεν το έχω πιάσει ακόμα στα χέρια μου.
Ζώντας σήμερα, δηλαδή εδώ και ενάμισι χρόνο, υπό συνθήκες «ιδιότυπες», είναι φυσικό και τα βιβλία, και η έκδοσή τους, και η παρουσίασή τους, να επηρεάζονται από αυτές τις ιδιότυπες συνθήκες. Να αλλάζει ο χαρακτήρας τους. Δηλαδή, η συγγραφή βιβλίων να είναι μια πράξη υπαρξιακής επιβίωσης, η έκδοση βιβλίων να είναι ένα απονενοημένο κοινωνικό διάβημα επικοινωνίας, η δε παρουσίαση βιβλίων μια σπάνια πολυτέλεια, όσον αφορά τα βιβλία, και μια πράξη άρνησης της θλιβερής και εξόχως καταπιεστικής πραγματικότητας και κανονιστικότητας.
Υπό αυτούς τους όρους, αποδέχθηκα την πρόταση του κ. Μάινα, να παρουσιάσω το βιβλίο του, χωρίς να το έχω δει ως υλικό αντικείμενο, ως εκδοτικό γεγονός. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, κυκλοφόρησε μόλις σήμερα, γιατί και η εκδοτική διαδικασία είναι μια περιπέτεια, υπό αυτές τις ιδιότυπες συνθήκες.
Όμως, πριν δέκα μέρες, ο κ. Μάινας μου απέστειλε, με ένα μέιλ, το κείμενο που έμελλε να αποτελέσει το περιεχόμενο του βιβλίου. Μου έστειλε δηλαδή το κείμενο των ποιημάτων, ή μάλλον, ένα ηλεκτρονικό απείκασμα των ποιημάτων, τα οποία έμελλε να αποτελέσουν τα ποιήματα του προκείμενου βιβλίου.
Είμαι βέβαιος, πως ήδη κάποιοι θα σκέφτεστε πως φλυαρώ, ίσως και ότι εκφράζω την αμηχανία μου μπροστά στο βιβλίο, ή στην ευθύνη που ανέλαβα να το παρουσιάσω, και προσπαθώ να σας διασκεδάσω με ευφυολογήματα.
Θα απαντήσω, ότι οι έννοιες που έχω χρησιμοποιήσει έως τώρα, δηλαδή οι ιδιότυπες συνθήκες, που ζούμε, στις οποίες υποκείμεθα∙ η πραγματικότητα, που δεν είναι απλώς παρούσα και αφηρημένη, αλλά είναι πραγματική, όσο δεν πάει άλλο∙ ο εγκλεισμός μας, πραγματικός κι αυτός, και τραυματικός, που κάνει την αποψινή συμμετοχή μας σε αυτή την παρουσίαση μια σημαντική, και κατ’ εξαίρεσιν πράξη, επειδή πολλές πλευρές της κοινωνικής και πνευματικής ζωής μας υποκαταστάθηκαν με απεικάσματά τους∙ απαντώ λοιπόν πως όλες αυτές οι έννοιες σχετίζονται με το βιβλίο που έχουμε σήμερα εδώ. Θα μπορούσα μάλιστα να πω, ακόμα και ότι το νοηματοδοτούν.
Ως προς αυτό, θα αρκούσε η μία και μοναδική πληροφορία, που έχω από τον κ. Μάινα, ότι το βιβλίο γράφτηκε αυτούς του τελευταίους, δραματικούς, δεκαοκτώ μήνες. Επειδή όμως δεν τα πάω και τόσο καλά με τα λεγόμενα περικείμενα των βιβλίων, ούτε με την κοινωνιολογίζουσα φιλολογία, σπεύδω πάραυτα να αρχίσω να διατρέχω τις σελίδες του κειμένου, που μου παραδόθηκε ως υλικό του βιβλίου.

***

Η πρώτη παρατήρησή μου είναι πως το βιβλίο στερείται τίτλου. Στη θέση του τίτλου υπάρχει ένας σιδηρόδρομος λέξεων: Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας. Αυτός ο σιδηρόδρομος αποτελείται από οκτώ βαγόνια, και τα αναγκαία συνδετικά∙ οκτώ λέξεις, που η καθεμιά τους θα μπορούσε να αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου. Ας τις δούμε, μία μία.
«Προσκόμματα»∙ οι κανόνες και οι κανονισμοί που κάθε μέρα περιορίζουν τη ζωή μας. Δεν θα αρκούσε ως τίτλος; «Ποιμαντικές»∙ αυτό κι αν θα αρκούσε, αφού η λεγόμενη βιοπολιτική ζει στιγμές αποθέωσης. «Λύσεις»∙ να ένας τίτλος βάλσαμο στην κατάστασή μας. «Κατάβαση»∙ ένας άλλος τίτλος, τόσο εύγλωττος, που δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς τι πραγματεύεται το βιβλίο. «Αγέλη», τίτλος επίσης που μας παραπέμπει σε ζητούμενα και κοινωνικές συμπεριφορές, μέσα στην πανδημία. «Κάμπος», ένας τίτλος που εμένα, σημειολογικά, με πηγαίνει στο τραγούδι που ξέρουμε από τον Μάνο Χατζηδάκι, «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», το οποίο ακουγόταν στο θεατρικό έργο του Αλέξη Δαμιανού, Το καλοκαίρι θα θερίσουμε, έργο του 1945. Οι συνδηλώσεις νομίζω πως είναι προφανείς, οι δε οι αναλογίες των εποχών όχι και τόσο αυθαίρετες. Επίσης, η έννοια «Σε περίπτωση»∙ είναι νομίζω η ενδεχομενικότητα, μια κατάσταση που όλοι την έχουμε βιώσει, όλους αυτούς τους μήνες, αναλογιζόμενοι την ίδια την ύπαρξή μας, τις επιλογές μας, την ατομική ευθύνη μας, το τι μέλλει γενέσθαι. Τέλος, η τελευταία λέξη του τίτλου, «Αντάρα», είναι εκεί, ώστε να μας θυμίζει πως αυτές οι μεταβατικές στιγμές στην ιστορία ποτέ δεν είναι βελούδινες, δεν είναι δηλαδή κάτι σαν μετάβαση από το βελούδο στο μετάξι, από εκεί στο σατέν, συνθετικό ή βαμβακερό, μετά στο σιθρού κλπ κλπ. Ναι, το σιθρού, το σχεδόν διάφανο, θα μπορούσε να είναι μια σχεδόν αυτονόητη, ή και αντιστασιακή ενδυματολογική επιλογή για το φετινό καλοκαίρι, ως μια απάντηση στους ατέλειωτους μήνες της καλύπτρας, που παραμόρφωνε το πρόσωπό μας, παραμόρφωνε και τη γύρω μας κοινωνική πραγματικότητα. Ναι, μια κάποια διαφάνεια, σε ένα φωτεινό εξώφυλλο του βιβλίου, θα διασκέδαζε κάπως τη σκοτεινότητα του τίτλου, όμως το σκαρίφημα εξωφύλλου που μου απέστειλε, επίσης ηλεκτρονικά, ο κ. Μάινας, με τη σκοτεινότητά του και τη δραματική του ένταση βαραίνει κι άλλο την πρώτη επαφή με το βιβλίο, αν και θα πρέπει να σημειώσω ότι εξώφυλλο και τίτλος συνάδουν, είναι ταιριαστά.
Μετά λοιπόν τον τίτλο, που δεν είναι τίτλος, έχουμε τα μότο, που και αυτά δεν είναι μότο, λόγω κατάχρησης. Ενώ, συνήθως, σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, έχουμε ένα και μόνο μότο, το οποίο είτε μας εισάγει στο θέμα του βιβλίου, είτε το αγκυρώνει σε κάποια ευρύτερα συμφραζόμενα, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, ιστορικά και λοιπά, εδώ, μέχρι να φθάσουμε στον πρώτο στίχο του Μάινα, υποχρεούμαστε να διέλθουμε, εκτός από το τούνελ του τίτλου-σιδηροδρόμου, μέσα από ένα σκοτεινό εξώφυλλο, και από τέσσερα μότο. Και μάλιστα εννοιολογικά βαριά μότο, του Μαρτιάλη, του Κίρκεγκωρ, του Χέμπελ, του Μονταίνιου. Τέσσερις κορυφές, όπου ο σιδηρόδρομος ανεβαίνει αγκομαχώντας, και κατεβαίνει με τα φρένα του να τρίζουν.
Δεν λέω να τα προσπεράσουμε, δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτές τις απότομες αναβάσεις και καταβάσεις, γιατί τα τέσσερα μότο έχουν τυπωθεί στο βιβλίο που έχετε μπροστά σας και σήμερα παρουσιάζουμε (εκτός αν ο Μάινας τα αφαίρεσε, στο δρόμο για το τυπογραφείο, πράγμα που θεωρώ απίθανο ενδεχόμενο...). Ήδη όμως έχουμε υποστεί το εννοιολογικό σοκ από τα τέσσερα μότο, και το μόνο που έχω να προτείνω είναι να κρατήσουμε την αρχή του πρώτου από αυτά, που είναι το μότο του Μαρτιάλη:

«Αύριο θα ζήσεις; Ακόμα και σήμερα είναι αργά»

Για να μην είμαστε όμως τελείως αγενείς προς τα σπουδαία ονόματα που υπογράφουν τα τέσσερα μότο, ας κρατήσουμε και το τελευταίο, που είναι του Μονταίνοιυ:

«Το ζητούμενο πια δεν είναι η ερμηνεία των ερμηνειών, αλλά η ερμηνεία των πραγμάτων».

Εδώ θα μπορούσα βέβαια να σταθώ και πάλι, είτε μιλώντας για την έξαρση της θεωρίας τις προηγούμενες δεκαετίες, που έφθασε μέχρι την αυτονόμησή της από το λογοτεχνικό κείμενο, είτε, μιλώντας σημειολογικά, να αναφερθώ στον καρυωτακικό πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, όμως νομίζω πως κι εσείς αδημονείτε να περάσουμε, επιτέλους, στους στίχους και τα ποιήματα του Μάινα. Συμφωνώ μαζί σας, αλλά θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω, ότι με τον τίτλο-σιδηρόδρομο, το εξώφυλλο, και τα τέσσερα μότο ήδη έχουμε ένα πλήρες ποιητικό βιβλίο των ημερών μας, και μάλιστα ένα βιβλίο που, από άποψη περιεχομένου και μορφής, δηλαδή όσον αφορά αυτά που «περιέχει», που φέρει, που κομίζει, ήδη με τον τίτλο, το εξώφυλλο και τα μότο, βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο αυτών που περιέχει, εν συνόλω, ένα ποιητικό βιβλίο των ημερών μας.
Ο Μάινας όμως δεν αρκείται σε αυτό το ολιγοσέλιδο βιβλίο, που ήδη έχει φτιάξει, αλλά θέλει να του προσθέσει και άλλες σελίδες. Έτσι, τα μότο μπαίνουν στη θέση τους, ως μότο ενός εκτενούς βιβλίου, και συνεχίζουμε. Τα μότο πλέον είναι χρέη του Μάινα. Βέβαια, όταν ένα βιβλίο φορτώνεται με τόσο βαριά δανεικά, οφείλει να τα εξοφλήσει, παράγοντας καταδική του ποιητική υπεραξία, εξίσου βαριά, αλλιώς είναι σίγουρη η χρεωκοπία, υπό το βάρος των δυσβάσταχτων χρεών. Τι γίνεται λοιπόν εδώ;
Όμως, παρά την καλή μου πρόθεση, δυσκολεύομαι να αφήσω τα μότο και να περάσω στους στίχους του Μάινα, να δω αν εξοφλεί τα δανεικά, και πιστεύω ότι το ίδιο θα πάθετε κι εσείς, ανοίγοντας το βιβλίο. Οπότε, σας ζητώ μια χάρη: να μου επιτρέψετε να σας διαβάσω και το μότο που είναι από κείμενο του Σαίρεν Κίρκεγκωρ

Σε ένα θέατρο συνέβη να πιάσουν φωτιά τα σκηνικά.
Ο παλιάτσος βγήκε στη σκηνή να ενημερώσει το κοινό.
Το δε κοινό θεώρησε ότι ήταν πλάκα και χειροκρότησε.
Ο παλιάτσος το επανέλαβε και το χειροκρότημα δυνάμωσε.
Κάπως έτσι, θαρρώ, θα έρθει η συντέλεια του κόσμου,
υπό το γενικό χειροκρότημα πλακατζήδων
που νομίζουν ότι πρόκειται περί φάρσας.

Θα σας παρακαλούσα μόνο, αυτό το μότο να μην το διαβάσετε διδακτικά, δηλαδή ως κάτι σαν εκείνη την παροιμία με το βοσκό, που φώναζε κάθε τόσο «λύκος στο κοπάδι», κάνοντας πλάκα στους χωρικούς, που έσπευδαν να τον σώσουν, μέχρι που όντως ο λύκος επέπεσε επί του κοπαδιού, αλλά οι χωρικοί νόμιζαν ότι πρόκειται περί φάρσας, κι έτσι επήλθε η καταστροφή του κοπαδιού και του βοσκού.
Μπορείτε όμως να διαβάσετε αυτό το μότο, πλήρως αλληγορικά, βάζοντας στη θέση του παλιάτσου, μα και του βοσκού, τον ποιητή, γιατί, στα συμφραζόμενα του ποιητικού βιβλίου του Μάινα, την περιπέτεια του κάποτε βοσκού και νυν παλιάτσου, δηλαδή την περιπέτεια και τη θέση του σύγχρονου ποιητή αφορά.
Κι έτσι, μέσω αυτού το μότο, ερχόμαστε πάλι στον τίτλο και τις έννοιές του, δηλαδή στην ποιμαντική, στην αγέλη, στην κατάβασή της στον κάμπο. Βέβαια, αυτή η κατάβαση, από τα βουνά στον κάμπο, έχει σχέση και με το μόνο μότο που δεν το άγγιξα μέχρι στιγμής, εκείνο του Χέμπελ. Ας το διαβάσω κι αυτό, να τελειώνουμε.

Ο κόσμος είναι η πτώση του θεού

Βεβαίως εδώ έχουμε απτή την επίδραση/αναφορά στον Νίτσε, όμως αν δούμε το μότο υπό τη σχέση του με τον τίτλο, δηλαδή με την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο, δεν έχουμε μόνο έκπτωση, όχι μόνο του θεού αλλά και της τέχνης, αλλά και την εικόνα του Μωυσή, να κατεβαίνει από το όρος κουβαλώντας τις ασήκωτες πλάκες, που εμπραγματώνουν τη θέληση του θεού, ενώ, έτσι, ταυτόχρονα, την αποϊεροποιούν, τον απο-θεοποιούν.

***

Ας περάσουμε όμως στους στίχους και τα ποιήματα του Μάινα. Ομολογώ, ότι μετά την κοπιώδη, έστω και απολαυστική για μένα, περιπέτεια με τον τίτλο και τα μότο, άρχισα να διαβάζω, ή μάλλον να διατρέχω τα πρώτα ποιήματα του Μάινα, κάπως νωχελικά. Έτσι, μου χτύπησαν κάποιες λέξεις, οι οποίες πια χρησιμοποιούνται σπάνια, ή πλέον έχουν δώσει τη θέση τους σε κάποιες άλλες, ή ακόμα και σε άλλους τύπους τους. Για παράδειγμα, η λέξη «ξανανταμώσεις». Όχι ως ρήμα αλλά ως ουσιαστικό: η ξαναντάμωση, οι ξανανταμώσεις. Και μάλιστα όχι το «αντάμωμα», ή, σε πιο φτωχά ελληνικά, το «ξαναντάμωμα», που μας παραπέμπει στις ετήσιες, θερινές εορτές των χωριών της επαρχίας, όπου οι απανταχού μέτοικοι, οι ξενιτεμένοι, καλούνται να επιστρέψουν, έστω πρόσκαιρα, έστω και στιγμιαία, έστω και νοητά, στον γενέθλιο ή έστω καταγωγικό τόπο, που πλέον είναι ένα απείκασμα, ενός χωριού που δεν υπάρχει πια, που δεν λειτουργεί ως χωριό, ως κοινωνία χωριού.
Ναι, «Τόπος» επιγράφεται το εδάφιο αυτού του δεύτερου κατά σειράν ποιήματος της συλλογής, όπου περιέχεται η λέξη «ξανανταμώσεις», πράγμα που με κάνει να σταθώ μια στιγμή, και να δω το προηγούμενο εδάφιο, που μάλλον το πέρασα ακροποδητί: επιγράφεται «Ον». Ωχ, σκέφτομαι, πάλι μπλέξαμε με πράγματα βαριά. Βλέπω επίσης ότι αυτά τα εδάφια, «Ον» και «Τόπος», είναι δύο από μια ολόκληρη σειρά εδαφίων, του ποιήματος το οποίο επιγράφεται «Επιστροφή στην Παγγαία». Αλλά και αυτό το ποίημα περιλαμβάνεται, μαζί με άλλα, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που επιγράφεται «Η κληρονομημένη ενοχή», που φέρει μάλιστα και «καπέλο», όπως λέμε στους εφημεριδογραφικούς τίτλους. Ποιο είναι αυτό το καπέλο; Αυτοχαρακτηρίζεται: «Μέρος πρώτο: θεωρία».
Πάλι μας φορτώνει ο Μάινας, με αβάσταχτα φορτία. Όχι μόνο δε μας λυπάται, αλλά, εμένα τουλάχιστον, που, όπως είδατε, διαβάζω πολύ αργά, νωχελικά το βιβλίο, με κάνει να γυρίσω πάλι στο μότο του Μονταίνιου, που μας λέει ότι είναι πια καιρός, να παρατήσουμε την ερμηνεία των ερμηνειών, και να πάμε στην πραγματικότητα. Βέβαια, κι αυτός ο Μονταίνιος, Γάλλος γαρ, δεν μας λέει ακριβώς να πάμε στην πραγματικότητα, αλλά, αυτολεξί, «στην ερμηνεία των πραγμάτων». Άρα, πάλι με ερμηνείες και θεωρίες μπλέκουμε, αφού χωρίς θεωρία δεν υπάρχει ερμηνεία, και πάλι απ’ την αρχή. Έστω κι έτσι, όμως, είναι θεμιτή αυτή η επι-γραφή του πρώτου μέρους του βιβλίου ως θεωρία. Αλλά, τι γίνεται παρακάτω; Αυτό το πρώτο, το «θεωρητικό», μέρος του βιβλίου αυτοχαρακτηρίζεται επιπλέον από τον υπότιτλο «Η κληρονομική ενοχή».
Ποια είναι όμως αυτή η ενοχή; Ας δούμε τα επόμενα εδάφια του εν λόγω ποιήματος, δηλαδή εκείνα μετά το «Ον» και «Τόπος». Ακολουθεί το εδάφιο που επιγράφεται «Κανείς». Εδώ πάλι έχουμε την περίεργη φράση «Στ’ άνδηρα των ορυζώνων». Η λέξη άνδηρον είναι αρχιτεκτονικός όρος και σημαίνει την οριζόντια επιφάνεια, το πλάτωμα, που φτιάχνουν οι άνθρωποι σε πλαγιές υψωμάτων, με σκοπό να χτιστεί πάνω του ένα οικοδόμημα. Σίγουρα είναι λίγο τραβηγμένη αυτή η αναλογική χρήση της λέξης, για τα πρόχειρα, μικρά πεζούλια στους ορυζώνες, που διαμορφώνονται έτσι ώστε να συγκρατούν το νερό, όταν το έδαφος είναι λίγο επικλινές. Είναι βέβαια μια θεμιτή, μεταφορική χρήση της λέξης, αν και θα αρκούσε η λέξη «πεζούλια», των ορυζώνων. Παραμένει όμως το ερώτημα: γιατί προστρέχει ο Μάινας σε μια σχεδόν άγνωστη λέξη; Ας δούμε το τρίστιχο στο οποίο αυτή η λέξη περιέχεται:

Η λέμβος εκκρεμούσε στους ορίζοντες.
Στ’ άνδηρα των ορυζώνων η σοδειά.
Η προσδοκία του χρυσού στον κάμπο

Νομίζω ότι βλέπετε τις συνάψεις που φτιάχνονται εδώ, μέσω συνηχήσεων και νοηματικών αλληλουχιών: ορίζοντες-ορυζώνες, λέμβος-χρυσός (νύξη της αργοναυτικής εκστρατείας), σοδειά-κάμπος (η συνθήκη της επιβίωσης), χρυσός και κάμπος (ο πλούτος και άλλα). Συνάψεις οι οποίες είναι πολλαπλές και διασταυρούμενες, παράγοντας σημασίες, που η αναφορά τους εκφεύγει από τα όρια μιας παρουσίασης∙ ας προχωρήσουμε όμως, γιατί αν πηγαίνω τόσο νωχελικά, από στίχο σε στίχο, θα ξημερώσουμε.
Αλλά, στο ίδιο εδάφιο, στη δεύτερη ενότητά του (άλλο δομικό μπλέξιμο...) συναντάμε την λέξη «ανυπάρχτηκε». Αν οι προηγούμενες «περίεργες» λέξεις ήταν εξεζητημένες, η λέξη «ανυπάρχτηκε» είναι μια λέξη που δεν υπάρχει, μια λέξη κατασκευή του Μάινα.
Τι γίνεται εδώ; Μήπως ο Μάινας, βάζοντας κάπου-κάπου μια περίεργη λέξη, θέλει να μας υποβάλει ένα δέος, για την ποίησή του; Μήπως δηλαδή είναι μια πόζα; Ναι, θα μπορούσε να είναι απλώς μια πόζα, όμως αν σκεφτούμε και τα μότο τι γίνεται; Πόζα και η καταχρηστική χρήσης τους; Και, όλα μαζί, συνεκδοχικά, θα είναι μια επίκληση κάποιου δήθεν «βαθιού νοήματος», το οποίο ακόμα και αν δεν το κατανοούν λογικά οι αναγνώστες (ως μη ποιητικές υπάρξεις), οφείλουν να το σέβονται, όπως σεβασμός οφείλεται και στον ποιητή που έχει τέτοιο βάθος, και, γιατί όχι, να του οφείλεται και κάποιο βραβείο, φυσικά και μια συνέντευξη σε ένα λάιφ στάιλ έντυπο, και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Γιατί όχι; Άλλωστε, πρόσφατο είναι το παράδειγμα της αποθέωσης, με αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό, μιας καθ’ όλα μέτριας ποιήτριας, που μας άφησε χρόνους. Αυτό λοιπόν κάνει και ο Μάινας;
Αντί άλλης απάντησης, ας δούμε το τρίστιχο όπου περιέχεται η λέξη «ανυπάρχτηκε»:

Επικράτησε και εδώ το αόρατο.
Αλλά αραίωσε κι άλλο.
Ανυπάρχτηκε.

Νομίζω πως η χρήση της λέξης προκύπτει αβίαστη, φυσιολογική, είναι απολύτως θεμιτή, μέσα στην κλιμάκωση των στίχων: όπως το νόημα βγαίνει έξω από τα συνήθη όρια, αφού το αόρατο αραιώνει κι άλλο, και ακόμη άλλο, με το «ανυπάρχτηκε», αντίστοιχα και η γλώσσα βγαίνει έξω από την επικράτεια του δεδομένου λεκτικού υλικού, κατασκευάζοντας καινούριες λέξεις. Όχι λέξεις «λαμπερές», αλλά λέξεις της ανάγκης, της ανάγκης της να μιλήσει, υπό καθεστώς αφόρητης ανάγκης, αφόρητης έλλειψης γλωσσικού ερείσματος.
Επειδή όμως ήδη έχουμε τρεις «περίεργες» λέξεις, εμένα το μυαλό μου αρχίζει να πηγαίνει σε μια επίσης περίεργη έννοια, την ανοικείωση. Ας την αφήσουμε όμως και ας προχωρήσουμε, να δούμε τι γίνεται παρακάτω, γιατί μέχρι στιγμής δεν έχουμε φθάσει ούτε στο ένα εικοστό του βιβλίου.
Στο επόμενο εδάφιο, του ίδιου ποιήματος, «Επιστροφή στην Παγγαία», εδάφιο που επιγράφεται «Καινά σημεία» (με άλφα γιώτα το «καινά»), έχουμε μια αλληλουχία διάσπαρτων λέξεων, όπως «άγιο», «Του» (με ταυ κεφαλαίο), «δόξα», «αίγλη», «παιανίζει», «ήλιος», «σπονδή», και άξαφνα τη λέξη «Βαβέλ». Εδώ λοιπόν φθάνει, εδώ καταλήγει η περίεργη λέξη άνδηρον; Αυτό είναι το οικοδόμημα που θα χτιστεί, αφού φτιαχτεί το πλάτωμα στην πλαγιά; Και η πλαγιά, τίνος βουνού είναι; Μήπως εκείνου όπου ο ασθμαίνων Μωυσής κατέβασε τις ασήκωτες, γεγραμμένες πλάκες; Κάπου εκεί στη Μέση Ανατολή δεν συνέβησαν και τα δύο αυτά γεγονότα;
Θα ήταν όμως πολύ προφανής η μονοσήμαντη αναφορά στη βιβλική Βαβέλ, έστω και αν το τοπίο της Μεσοποταμίας, με τα νερά που πλεονάζουν, ταιριάζει κάπως. Βέβαια, το ρύζι μάλλον δεν καλλιεργείτο στη Μεσοποταμία στα χρόνια της Βαβέλ, αλλά αφού πρόκειται για βιβλική, δηλαδή οιονεί μυθολογική, αφηγηματική αναφορά, δεν πειράζει και τόσο. Επειδή όμως, ήδη από το μότο του Μονταίνιου, ο Μάινας, δηλαδή το ίδιο το βιβλίο, ακόμα και ο Μονταίνιος, μας προτρέπουν να ενσκύψουμε περισσότερο στην πραγματική πραγματικότητα, εγώ σκέφτομαι με αντίστροφη αφετηρία, δηλαδή με αφετηρία τους ορυζώνες, τον τόπο των ορυζώνων, που είναι η Ασία, η οποία άλλωστε είναι η κοιτίδα του ρυζιού. Στην Ασία, όμως, σήμερα, βρίσκονται οι περισσότεροι και υψηλότεροι ουρανοξύστες, οι σύγχρονες Βαβέλ. Ναι, εκεί ακριβώς, στο έδαφος που μέχρι πριν πενήντα χρόνια καλλιεργείτο, και μάλιστα χειρωνακτικά, εκεί όπου ήσαν απέραντοι ορυζώνες. Περί αυτού λοιπόν ο λόγος; Αυτή είναι η κληρονομική ενοχή;
Εκεί, στην Ασία, ευδοκιμεί, στις μέρες μας, η πιο σκληρή εκδοχή της ηγεμονικής κοινωνικής αντίληψης που κυριαρχεί στον κόσμο. Να κάνουμε μια υπόρρητη σύνδεση, μεταξύ της ύβρεως που συνιστά αυτή η αντίληψη, τόσο για την ανθρώπινη ζωή όσο και για την ανθρώπινη φύση, και της ύβρεως που συμβολίζουν οι ουρανοξύστες, ελπίζοντας σε κάποια νέμεση, που θα επιπέσει πάνω τους; Να πάμε ακόμα πιο πέρα, και να θεωρήσουμε την πανδημία του κορονοϊκού, που από εκεί ξεκίνησε, ως μια πρώτη πράξη, ή έστω ως προανάκρουσμα της νέμεσης;
Φοβάμαι ότι, επειδή εκτός από κριτικός ποίησης είμαι και πεζογράφος, εδώ παρασύρθηκα από την ίδια την αφήγησή μου, και έφθασα σε πιθανολογήσεις υπέρογκες, όπως συνηθίζεται στην πεζογραφία του συρμού, έστω και αν δεν την υπηρετώ. Οπότε, μπορείτε και να μην πάρετε υπόψη σας αυτό το τελευταίο που είπα.
Έτσι, για να μη γίνω εξοργιστικά λεπτολόγος, δηλαδή φλύαρος, αφήνω σε εσάς την απολαυστική πραγματολογική εξέταση των δύο ακόμα, υπολειπόμενων εδαφίων του ποιήματος «Επιστροφή στην Παγγαία», αναφέροντας μόνο τους τίτλους τους: «Απολογισμός και επισχόλιο», επιγράφεται το ένα εδάφιο, και ακολουθεί το «Απομύθιο».
Παρ’ όλα αυτά, αφού τόση ώρα ασχολούμαστε με το ποίημα «Επιστροφή στην Παγγαία», νομίζω πως δεν μας επιτρέπεται, να προσπεράσουμε τον ίδιο τον τίτλο του, δηλαδή την Παγγαία. Η Παγγαία, λοιπόν, ήταν υπερήπειρος, που υπήρξε κατά την ύστερη Παλαιοζωική και πρώιμη Μεσοζωική εποχή. «Συναρμολογήθηκε» από προηγούμενες ηπειρωτικές μονάδες, πριν από περίπου 335 εκατομμύρια χρόνια, και άρχισε να διασπάται, πριν από περίπου 175 εκατομμύρια χρόνια. Σε αντίθεση με τη σημερινή Γη, και την κατανομή της ηπειρωτικής μάζας, μεγάλο μέρος της Παγγαίας ήταν στο νότιο ημισφαίριο, και περιβαλλόταν από έναν υπερωκεανό, την Πανθάλασσα. Η Παγγαία υπήρξε η πιο πρόσφατη υπερήπειρος, και η πρώτη που οι γεωλόγοι κατάφεραν να την ανασυστήσουν, δηλαδή να φτιάξουν ένα απείκασμά της στο χάρτη.
Τι σημαίνει λοιπόν η επιστράτευση από τον Μάινα της έννοιας της Παγγαίας; Σε κάθε περίπτωση, είναι μια έννοια σημαίνουσα. Εμφατικά σημαίνουσα θα έλεγα, γιατί μας οδηγεί σε όλους τους σύγχρονους προβληματισμούς, για τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στις μέρες μας, δηλαδή την καταστροφή του πεπερασμένων δυνατοτήτων πλανήτη μας, στη γεωπολιτική που καθορίζει τις ζωές, την ίδια την επιβίωση, μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης, τη λεγόμενη βιοπολιτική, που οργανώνει πρωτόγνωρους κανόνες συμβίωσης και πειθάρχησης, και τα λοιπά. Ας μην επιμείνουμε άλλο, και, επίσης, ας μην αγγίξουμε ούτε το όρος Παγγαίον, στη Θράκη, που μας επιφυλάσσει έναν μακρύ κατάλογο ιστορικών και μυθολογικών ερεισμάτων, για τα οποία μπορούμε όντως να μιλάμε μέχρι το πρωί. Έτσι, αφήνω ασχολίαστη και την πρώτη λέξη του τίτλου, «Επιστροφή» [στην Παγγαία].

***

Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω, ότι ήδη αιωρείται μια εντύπωση υπερερμηνείας, την οποία οφείλω να διαχειριστώ. Προσφεύγω λοιπόν στη συνηγορία, ενός εδαφίου ποιήματος από το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο δεύτερο μέρος επιγράφεται «Οι αποστάτες της αφής», σε πέντε πράξεις, και συγκεκριμένα από την τρίτη πράξη, με τίτλο «Η σφαιρική αστάθεια», και ειδικότερα στο ποίημα «Τα πρωτόκολλα της αφής», και ακόμα ειδικότερα, στο έκτο εδάφιό του, «Μονόκλινα κι οι κάσες». Διαβάζω:

Όσο μικρότερος ο καναπές
τόσο πιο γρήγορα γεμίζει
με Κινέζους.
Ζωή κόντρα πλακέ:
Όλα είναι οθόνη.
Το στρώμα στάζει γη.
Το μαξιλάρι ροκανίδι.
Από δω θα πέρασε το αλέτρι.
Και άλικο το γάλα της αυγής.
Θυμάσαι εκείνο το φιλί;
Σε λίγο θ’ αφορά
τους γεωλόγους.

Να λοιπόν εδώ, διατυπωμένη συνοπτικά και ανοιχτά, η δυστοπική πραγματικότητα για την οποία μιλάει το ποίημα «Επιστροφή στην Παγγαία», το οποίο βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου.
Αρκετά όμως με τα πραγματολογικά και τη θεματογραφία, ας αλλάξουμε οπτική. Και ας αρχίσουμε από αυτό το ποιητικό απόσπασμα που μόλις σας διάβασα, το οποίο μιλά για τα ίδια πράγματα με την «Παγγαία», αλλά μιλά με έναν τρόπο χαμηλότερης ποιητικότητας∙ έναν τρόπο πιο άμεσο μεν, λιγότερο σημαίνοντα όμως.
Άλλωστε, αυτή η διακύμανση υπάρχει και στα προηγούμενα βιβλία του Αλέξιου Μάινα. Περί τίνος πρόκειται; Είναι ένας ποιητής άνισος; Δεν ξέρει τι να κρατήσει και τι να πετάξει; Κατά τη γνώμη μου, ο Μάινας είναι ένας ποιητής που διαθέτει άνεση γραφής, και έτσι έχει την επιλογή τις συνήθεις, σε άλλους ποιητές, αφαιρετικές σιωπές, ανάμεσα στις κορυφώσεις, ή την αμηχανία, και την αδυναμία γραφής που βρίσκεται πίσω από αυτές τις αφαιρετικές σιωπές, αυτός να τις γεμίζει με λόγο χαμηλότερης έντασης. Αυτή η πρακτική δεν κάνει ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα τα ποιητικά του βιβλία, αλλά τα κάνει διαφορετικά. Είναι επίσης η πρακτική του Γιώργου Μπλάνα, ήταν η πρακτική του Ηλία Λάγιου, πιο πίσω στο χρόνο του Γιάννη Ρίτσου, αλλά συχνά και του Ελύτη, και άλλων.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο Μάινας ανήκει στη μικρή, ελάχιστη εκείνη χορεία των σύγχρονων ποιητών, που ο καθένας τους προσπαθεί να φτιάξει ένα δικό του ποιητικό σύμπαν. Και το ποιητικό σύμπαν ποτέ δεν είναι απαστράπτον, σαν την εικόνα του θεού που έχουν οι πιστοί για αυτόν, ή σαν μια βιτρίνα, η οποία είναι ένα απείκασμα του καταστήματος, που και αυτό με τη σειρά του είναι ένα απείκασμα των φαντασιωτικών αναγκών του πελάτη∙ το ποιητικό σύμπαν του Μάινα είναι ένα σύμπαν περιέχον την πραγματικότητα, σε διάφορες εκδοχές της. Και ταπεινές και υψιπετείς εκδοχές, και ένδοξες και άδοξες.
Για την ακρίβεια, η συνθετική ποίηση αξιώσεων, δεν περιέχει φυσικά την όλη πραγματικότητα, αλλά απαραιτήτως περιέχει, και μας προσφέρει, έναν τρόπο, έναν διαφορετικό τρόπο να δούμε την πραγματικότητα, να βιώσουμε τον κόσμο, να ζήσουμε τη ζωή. Αλλά δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για επιτευχθεί αυτό, δεν υπάρχει ένας ασφαλής μπούσουλας∙ κάθε φορά, οι απαιτήσεις αλλάζουν. Γιατί εδώ υπεισέρχεται η αισθητική παράμετρος.
Η δυστοπική εικόνα, το δυστοπικό απείκασμα της πραγματικότητας που μας δίνει, με τον δικό της τρόπο, η ποίηση του Μάινα, χαρακτηρίζεται από μια οργιώδη διακειμενικότητα, όπως νομίζω έδειξα εξετάζοντας το ποίημα «Επιστροφή στην Παγγαία». Βέβαια, επί της διακειμενικότητας έχει χυθεί πολύ μελάνι, υπάρχουν δε άπειρες παρεξηγήσεις. Φερ’ ειπείν, μια αγοραία αντίληψη της διακειμενικότητας, είναι πως πρόκειται για μια πρακτική ευκολίας, κατά την οποία ο συγγραφέας περιλαμβάνει στο έργο του κείμενα άλλων. Ή έστω, μη δηλούμενα αποσπάσματα από κείμενα άλλων, ή έστω, σπαράγματα από κείμενα άλλων. Ή, ακόμα ακόμα, λέξεις από κείμενα άλλων. Βλέπετε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται αυτή η λογική; Υπάρχει ιδιοκτησία στη λέξη που χρησιμοποίησε κάποιος; Λες και η τέχνη, και εν προκειμένω η γραφή, προκύπτει διά παρθενογενέσεως, και, ακόμα, διά επιφοιτήσεως.
Η πρακτική του Μάινα, με τις «περίεργες» λέξεις που ανασύρει, δηλώνει όλο το εύρος του λεκτικού υλικού, το οποίο πάντα είναι διαθέσιμο σε όλους, και ο κάθε ποιητής το αξιοποιεί σύμφωνα με τις δυνατότητές του και μόνο. Και όχι μόνο το εύρος του λεκτικού υλικού, αλλά και του εννοιολογικού πλούτου, και της εκφραστικής ποικιλίας, και τα λοιπά. Ένα εύρος που όμως ποτέ δεν αρκεί, για να περιγραφεί δι’ αυτού του λεκτικού υλικού η πραγματικότητα, οπότε ο ποιητής εφευρίσκει και λέξεις καινούριες. Έτσι, άλλωστε, γινόταν πάντα. Ναι, έτσι γινόταν πάντα, και έτσι γίνεται στο βιβλίο του Μάινα, αλλά αυτή η πρακτική είναι θεμιτή μόνο όταν ένα βιβλίο, μια ποίηση, ανοίγεται σε ένα μεγάλο εύρος σημασιών, και δεν πρόκειται απλώς για το άγχος της επίδειξης μιας αντισυμβατικής γλωσσικής πρακτικής.
Πώς ανοίγεται όμως η ποίηση του Μάινα; Και, γιατί κάνω λόγο περί διακειμενικότητας, στο προκείμενο βιβλίο; Όχι, δεν διαπίστωσα ότι μετέρχεται της τεχνικής της κειμενικής διακειμενικότητας, επειδή προέβην σε αποδελτίωση διακειμενικών συσχετίσεων, σε όλο το εύρος των σελίδων του, αν και πολλές από αυτές είναι εύκολα αναγνωρίσιμες,, ή και δηλούμενες. Χαρακτηρίζω όμως το βιβλίο διακειμενικό, γιατί ο Μάινας, με έναν δικό του τρόπο, σε όλα τα ποιήματα, δίνει τη δυνατότητα στις φωνές της ιστορίας, να πούνε τη δική της αλήθεια η καθεμιά. Παρ’ ότι δεν υπάρχουν πρόσωπα ομιλούντα, δηλαδή ποιητικοί, λογοτεχνικοί χαρακτήρες, είναι άπειρες οι εικόνες των πραγμάτων∙ των πραγμάτων που βρίσκονται στην πραγματική τους θέση και κατάσταση, και όχι σε κάποια φαντασιακή, εξιδανικευτική, παραμορφωτική. Ο τρόπος που τοποθετεί τα πράγματα, και τα φωτίζει ο Μάινας, τα κάνει ομιλούντα, ως φωνές της ιστορίας, της παρελθούσης, της παροντικής και, ως προβολή, της μέλλουσας ιστορίας. Ο τρόπος του λοιπόν είναι, τελικά, να καθιστά την πραγματικότητα ένα απέραντο διακείμενο. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζονται, τόσο οι κορυφώσεις όσο και οι στιγμές χαμηλότερης έντασης, οι συμπυκνώσεις του λόγου και της έκφρασης, και τα πεδία όπου η πραγματικότητα απλώνεται νωχελικά, εκβάλλοντας όμως κι εκεί, στις σελίδες του Μάινα, το άρωμά της, τον ιδρώτα της, την αγωνία της.
Ας δούμε για παράδειγμα το πρώτο-πρώτο ποίημα του βιβλίου –γιατί η «Επιστροφή στην Παγγαία» είναι το δεύτερο– το οποίο ποίημα επιγράφεται «Σκίτσο με όσα έμειναν»:

Ο επίμονος λίβας στύβει τους θάμνους
ο σκύλος περνάει τη διασταύρωση
μυρίζει τους ρόμβους στο συρματόπλεγμα
μια άδεια κονσέρβα σαν θέσφατο
ξαπλώνει γλείφει το πίσω πόδι του
σαν να το έγραψε λάθος
ένας ήλιος ανεβαίνει
μια γριά ξεβοτανίζει το μποστάνι
το χώμα ξεραίνεται κι άλλο.

Δεν υπάρχουν λογοτεχνικοί χαρακτήρες, για να μιλήσουν. Ούτε καν ο σκύλος μιλά, ή έστω μετέχει στα εκτυλισσόμενα στην αφήγηση, αν και μετέχει στη γραφή (θαυμάστε, παρακαλώ, τον στίχο, «σαν να το έγραψε λάθος»). Ούτε και η γριά μιλά∙ απλώς ξεβοτανίζει το μποστάνι, δηλαδή ασκεί μια καλλιεργητική ανάγκη, η οποία υπάρχει από συστάσεως της έννοιας και της πρακτικής της καλλιέργειας∙ έστω και αν ο κόπος της έχει σαν αποτέλεσμα το χώμα να ξεραίνεται κι άλλο.
Μήπως εδώ μιλά ο παντογνώστης αφηγητής; Δηλαδή, μια περσόνα του ποιητή; Μήπως ο ίδιος ο Μάινας; Κανένας δεν μιλά, δηλαδή κανένα πρόσωπο δεν μιλάει. Είναι οι φωνές των πραγμάτων που μιλούν. Είναι, πρώτα απ’ όλα, το χώμα που ξεραίνεται κι άλλο, η κραυγή της γης που ερημοποιείται, ακόμα, ή μάλλον κυρίως εκεί όπου ακολουθούνται αρχαίες, ήπιες, καλλιεργητικές πρακτικές, και μάλιστα οι στοιχειώδεις, όπως είναι το ξεβοτάνισμα. Ερημοποιείται βέβαια γιατί αλλάζει το κλίμα του πλανήτη, με τις πρακτικές που ακολουθούνται λίγο πιο πέρα. Στο ερώτημα λοιπόν ποιος μιλά, η απάντηση είναι: οι φωνές των πραγμάτων μιλούν.
Ο ποιητής είναι φυσικά παρών, αλλά μετέχει διακριτικά στα αφηγούμενα των ποιημάτων. Τι κάνει ακριβώς; Ας δούμε και τον τίτλο του εν λόγω ποιήματος: «Σκίτσο με όσα έμειναν». Τα στήνει λοιπόν τα ποιήματα ο Μάινας, τα σκηνοθετεί, αλλά ήπια, μόνο σε ένα βαθμό∙ δομεί το όλο βιβλίο με τρόπο που μπορεί να δείχνει αυστηρός, άτεγκτος, εγκεφαλικά οργανωμένος, αλλά τελικά είναι πολύ χαλαρός, μπάζει από παντού θα έλεγα, γιατί ο Μάινας δεν προσπαθεί να καθυποτάξει την πραγματικότητα, και τα στοιχεία της που εντάσσει, στο βιβλίο του και στον λόγο του, αλλά τους φέρεται με τον απαραίτητο σεβασμό, σχεδόν με τρυφερότητα. Φτιάχνει το σκίτσο, σαν αυτά που κάνουν οι σκηνοθέτες του θεάτρου, για να δώσουν στους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές το στίγμα μίας σκηνής, και τίποτα άλλο. Η σκηνή εκτυλίσσεται από εκεί και πέρα, πέρα από το έτσι κι αλλιώς ελάχιστα δεσμευτικό σκίτσο∙ το σκίτσο δεν μπορεί να την περιέχει ολόκληρη τη σκηνή, δεν μπορεί να περιέχει την εκτύλιξή της, τη δυναμική της, δεν τη δεσμεύει. Εδώ, στο βιβλίο του Μάινα, μετά το σκίτσο υπάρχει το έργο του ποιήματος, τον λόγο έχει η πραγματικότητα.
Η ίδια ακριβώς τεχνική ακολουθείται, και σε ελάχιστα ποιήματα όπου γίνεται ρητή αναφορά σε κάποιο πρόσωπο, όπου το ποίημα σκηνοθετείται ως δραματικός μονόλογος, με «ήρωα» ένα διάσημο πρόσωπο, τον Νίτσε, την Τσβετάγιεβα, την Ντικινσον, τον Χάιντεγκερ∙ για ένα «σκίτσο» πρόκειται και πάλι, αφού το πρόσωπο, και εν δυνάμει λογοτεχνικός χαρακτήρας, αποσβένεται μέσα στις λέξεις του ποιήματος, απορροφάται κι αυτό απ’ την πραγματικότητα, αντικειμενοποιείται.
Τι ακριβώς στοιχεία της πραγματικότητας εντάσσει ο Μάινας στον λόγο του; Μήπως ακολουθεί τον Ρίτσο, ο οποίος πολύ τον απασχόλησε στις προηγούμενες συλλογές του, και ο οποίος Ρίτσος, βάζοντας στα ποιήματά του κουτάλια, πιρούνια, τσουκάλια, φασολάκια, και δροσερές αυλόπορτες, συμφιλίωνε τον άνθρωπο με τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με την απλή και λιτή ζωή; (Και έφτιαχνε βέβαια μια «λαϊκή» συνέχεια, μέσα στην ταυτότητα της Ρωμιοσύνης, που ήταν απείκασμα του μακρυγιαννικού κοσμοειδώλου, του μακρυγιαννικού λαϊκισμού). Μήπως, ο Μάινας, ακολουθώντας την πρακτική αρκετών ποιητών του 1970, και πρώτα απ’ όλα του Γιάννη Κοντού, τον οποίο, ανεξήγητα για μένα, εξωκειμενικά τον θαυμάζει, εντάσσει κι αυτός στην ποίησή του προσωπικά, καθημερινά στιγμιότυπα; Τίποτα από τα δύο.
Η αντίληψη της ιστορίας την οποία έχει ο Μάινας, δηλαδή αυτή που αποτυπώνεται στην ποίησή του, είναι Μπρωντελική. Εστιάζει, και επιμένει συνεχώς, σε υλικά, αντικειμενοποιημένα στοιχεία της ζωής των ανθρώπων, που είναι αποτυπώσεις στιγμών της ιστορίας τους, της ιστορίας της ζωής τους. Σπαράγματα που βρίσκονται διάσπαρτα παντού, στην πόλη και την επαρχία, σε γειτονιές οικείες και σε τόπους μακρινούς, συνιστώντας την πραγματικότητα, εκείνη την πραγματικότητα που σπαράγματά της εντάσσει ο Μάινας στην ποίησή του, μέσα από τα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ομιλούντα στοιχεία της και σπαράγματά της.
Επειδή όμως η ματιά του είναι Μπρωντελική, είναι αυτόχρημα και συνθετική. Από αυτή την άποψη, είναι διαμετρικά αντίθετη από την κυρίαρχη εκδοχή τής ποίησης του ’70, όσο κι αν, το πρόσωπο Μάινας, συνεχίζει να τη θαυμάζει. Η ποίησή του θα έλεγα πως την εκθέτει ανεπανόρθωτα, γιατί, εκείνη, επί δεκαετίες συνέχισε αυτάρεσκα την κατάθεση ασήμαντων «προσωπικών στιγμιοτύπων», ενώ όλα γύρω μας κατέρρεαν, και έφθασε, ως «ποιητική κοινή», να αποτελεί πρότυπο και κανόνα για τους νεώτερους, που προσέρχονται ανυποψίαστοι στον ποιητικό στίβο.
Θα πρέπει όμως να σημειώσω, έστω παρενθεντικά, ότι υπάρχουν και μερικοί, λίγοι βέβαια, ποιητές του ’70, που αφίστανται της «ποιητικής κοινής», όπως για παράδειγμα ο Γιώργος Μαρκόπουλος, που μάλιστα, απόψε, διαβάζει ποιήματα του Μάινα, και απ’ ό,τι γνωρίζω, ποιήματα που είναι αφιερωμένα στον Κώστα Παπαγεωργίου, που αποδήμησε πρόσφατα, αφήνοντάς μας όμως μια ποίηση που έχει φθάσει παρασάγγες πέρα από την «ποιητική κοινή». Δεν ξεχωρίζω δε τον Μαρκόπουλο επειδή παρευρίσκεται, άλλωστε αυτό το έχω γράψει, αλλά για να επισημάνω πως το γεγονός ότι απόψε αυτός διαβάζει ποιήματα του Μάινα, για μένα επικυρώνει το επιχείρημά μου.
Ας επανέλθουμε όμως στον Μάινα και στη σύνθεση. Εδώ, τίθεται το ερώτημα: το στοιχείο της σύνθεσης προσδίδει αυτόματα καλλιτεχνική αξία σε ένα έργο; Η απάντησή μου είναι πως «εξαρτάται». Αν δούμε τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, σχεδόν όλες οι κορυφώσεις της, μεγάλες αλλά και μικρότερες, διαθέτουν ένα ή περισσότερα συνθετικά έργα, και το καθένα τους λειτουργεί ως αναβαθμός, μέσα στο έργο του κάθε ποιητή. Σολωμός, Παλαμάς, Σικελιανός, Βάρναλης, Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, οριακά ο Σινόπουλος με τον Νεκρόδειπνο. Περισσεύουν βέβαια ο Κάλβος, ο Καβάφης (αν και το σύνολο των ποιημάτων του μπορεί να θεωρηθεί ως μία και μόνη σύνθεση), περισσεύει ο Καρυωτάκης (παρ’ ότι και αυτού η ποίηση νομιμοποιείται από τις μεγάλες συνθέσεις του καιρού του, και πρώτα απ’ όλα από τις συνθέσεις του Παλαμά, ακριβώς ως άρνησή τους∙ σε κάθε περίπτωση όμως τις προϋποθέτει, όπως και αυτές του Σικελιανού και του Βάρναλη, αντιθετικά, ή και συμπληρωματικά στην περίπτωση του Βάρναλη, και έτσι φτιάχνει μείζονα αφήγηση, με ελάσσονα αποσπάσματα). Μεταπολεμικά όμως, έχουμε μια υποχώρηση των ποιητικών συνθέσεων, φθάνοντας, στα χρόνια του ’70, στην πλήρη εξαφάνισή τους, με ελάχιστες, μετέωρες εξαιρέσεις, όπως ο Κύριος Φογκ, του Γιάννη Βαρβέρη.
Η σύνθεση επανέρχεται με την ποίηση των επόμενων ποιητών, του Λάγιου, του Μπλάνα, του Κοροπούλη, του Αρανίτση, του Βρεττού, του Ζαφειρίου, με τον συνθετικό μινιμαλισμό της Μαρίας Κούρση, με το πρόσφατο συνθετικό κόσμημα του Γιάννη Τζανετάκη. Είναι αυταξία όμως η σύνθεση; Εξαρτάται. Για παράδειγμα, ποια εποχή επανέρχεται η σύνθεση, με αυτούς τους ποιητές; Είναι η εποχή του τέλους της ιστορίας και του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, μας λέει ο κυρίαρχος λόγος της εποχής. Είναι η εποχή της κόπωσης, του αδιεξόδου, και της έκπτωσης των μεγάλων αφηγήσεων της νεωτερικότητας, μας λέει το έργο αυτών των ποιητών, και συνυπογράφω κι εγώ. Είναι μια καλλιτεχνική στάση, θα έλεγα φιλοσοφικής τάξης και σημασίας, είναι μια ποιητική ανάδραση απέναντι στο κυρίαρχο, κοινωνικό, ιστορικό ρεύμα. Συμβαίνει δε την εποχή που ορίζεται από τη χρονολογία-ορόσημο, το 1989, στην οποία χρονολογία αναφέρεται και ο Μάινας, με χιούμορ πικρό:

Με τόσο τοίχο
ακόμα κι η αγάπη μας
θα γίνει Βερολίνο

Παρήλθε αυτή η εποχή; Μήπως βρισκόμαστε μέσα στην άνεση μιας επόμενης, που μας παρέχει τις σταθερές των μεγάλων αφηγήσεών της, έστω των μεγάλων μη-αφηγήσεών της, ώστε να γράφουμε πάλι ποίηση καθημερινών στιγμιοτύπων, όπως έγινε κατά τη μακρά μεταπολεμική περίοδο, με τη συνεχή απίσχναση του μοντερνισμού, που τώρα πια εκβάλλει μόνο τα απόνερά του; Όχι μόνο δεν παρήλθε αυτή η εποχή, του θρυλούμενου τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, αλλά εντείνονται τα ως άνω χαρακτηριστικά της, μας λέει το βιβλίο του Μάινα. Έτσι, ο συνθετικός χαρακτήρας του, που είναι βασικό στοιχείο της μορφής του, είναι απολύτως συμβατός με το περιεχόμενό του, συνάδει με το περιεχόμενο, λέει τα ίδια πράγματα με αυτό το περιβόητο «περιεχόμενο», αλλά με τον δικό του τρόπο, καθιστώντας έτσι το κείμενο ποίημα. Γι’ αυτό και ο λυρισμός του δεν έχει ολοποιητικό χαρακτήρα, όπως π.χ. ο λυρισμός για τον Ελύτη, δεν καθίσταται ούτε μια στιγμή οι ράγες, που πάνω τους θα κυλούσε απρόσκοπτα το τρένο των στίχων της αφήγησης∙ ακόμα και ο λυρισμός του είναι σπαραγματικός, πιάνοντας εδώ το νήμα από τον Λάγιο, και οδηγούμενος πίσω στον Εγγονόπουλο, στον Καβάφη, στο Σολωμό.
Το σημείο όπου φθάσαμε, αποτελεί το όριο για τους εκατοντάδες νεώτερους, που προσπαθούν, και κοπιάζουν, να γράψουν ποίηση, εν τέλει βουλιάζοντας μέσα στην αναντιστοιχία της «ποιητικής κοινής», δηλαδή της ποίησης εποχής, με τα αιτούμενα του ιστορικού και ποιητικού παρόντος. Σε αυτό το σημείο κρίνονται, και συνήθως ακυρώνονται, οι προσπάθειές τους. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι τα τελευταία χρόνια, κάποιοι από τους νεώτερους ποιητές, που στο ξεκίνημά τους ξεχώρισαν, δοκίμασαν τη συνθετική πρακτική, όμως άτολμα, σε μικρότερο, ελεγχόμενο εύρος, τόσο θεματικά όσο και τεχνοτροπικά, όπως για παράδειγμα ο Θωμάς Τσαλαπάτης και η Ευτυχία Παναγιώτου. Ακόμα κι αυτό όμως δεν αρκεί, όπως διαπιστώνεται από την κόπωση του ενός και από την αμηχανία της άλλης.
Τα αιτούμενα του ποιητικού ιστορικού παρόντος είναι μεγαλύτερα, ευρύτερα, και επείγοντα: αυτή την αγωνία εκφράζει, σε όλους τους τόνους, με όλους τους τρόπους, ακόμα και με την «αμέλεια», κάπου κάπου, της άψογης αρτίωσής της, η ποίηση του Μάινα.
Εδώ, ας δούμε το βιβλίο που παρουσιάζουμε υπό μια άλλη οπτική, στοιχειωδώς αισθητική. Ανεξάρτητα από το τι θα απαντούσε ο Μάινας, και τι απαντά ο κάθε ποιητής, το έργο του δίνει τη δική του απάντηση στο ερώτημα: «τι γίνεται με τον μοντερνισμό;» Αυτή η απάντηση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σήμερα, και ιδιαίτερα για το έργο των νεώτερων ποιητών. Αφορά το δρόμο που θα πάρουν. Από τις πιο σοβαρές, από τις σημαντικότερες περιπτώσεις μεταξύ των πολυπληθών νεωτέρων, αναφέρω για παράδειγμα, την ποίηση του Βασίλη Ρούβαλη, του Σταμάτη Πολενάκη, ή του Αλέξανδρου Μηλιά, οι οποίοι απαντούν ευθαρσώς (ο Μηλιάς προσπερνώντας το πρώτο του βιβλίο), πως ο μοντερνισμός καλά κρατεί.
Καλά σαράντα, λέω εγώ, κι έτσι πορεύομαι καλλιτεχνικά, δηλαδή στην πεζογραφία μου, αλλά θα πρέπει να σημειώσω το αυτονόητο, δηλαδή πως όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα δεν εξαφανίζονται κάποια στιγμή, ως διά μαγείας, με την εμφάνιση ενός καινούριου ρεύματος, αλλά επιβιώνουν, διαρκούν, εκσυγχρονίζονται σε έναν βαθμό, αναφύονται εκ νέου απρόσμενα, και τα λοιπά. Αυτό μας δείχνει η ιστορία της τέχνης, και το παράδειγμα π.χ. του Ρομαντισμού, αλλά και το παράδειγμα της ποίησης του Στέφανου Ροζάνη ή Γιώργου Βαρθαλίτη, οι οποίοι κυρίως από εκεί αντλούν τα ερείσματά τους, ο μεν πρώτος χειραφετημένα, ο δε νεώτερος συχνά με νοσταλγική ποιητική διάθεση.
Ναι έτσι είναι, και ο μοντερνισμός με τη σειρά του δεν έχει εξαφανιστεί, όμως το βιβλίο του Μάινα προσθέτει, ότι το αδιέξοδο είναι πλέον συνολικό, η ιστορική στιγμή είναι εξόχως μεταβατική. Και ορθώς, νομίζω ότι μας τα λέει αυτά το βιβλίο του Μάινα, αφού το παγκόσμιο κοινωνικό κοσμοείδωλο έχει αλλάξει, μέχρι τον πυρήνα του, δηλαδή μέχρι και την εννοιολόγηση του καλού και του κακού. Η ποίηση μπορεί να συνεχίσει αμέριμνη; Δίπλα στον Μάινα, ένας άλλος νεώτερος ποιητής, ο Παναγιώτης Βούζης, επισημαίνει ότι το αδιέξοδο πρέπει να το δούμε με όρους κοσμολογικής τάξης. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια αλλαγή σελίδας, που θα απογραφεί με χάρη στις παρισινές αφηγήσεις των καλλιτεχνικών δρώμενων, αλλά για συνεχόμενα βήματα προς το χάος. Αυτές τις δύο ποιητικές στάσεις, ποιητικές απαντήσεις, ξεχωρίζω τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, μεταξύ των νεωτέρων, ως τις πλέον ενδιαφέρουσες. Αν και έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, ορίζονται με επάρκεια ποιητικής συνείδησης, σε σχέση με το ιστορικό παρόν, το ποιητικό παρόν.
Αντικρίζοντας και ο Μάινας το καρυωτακικό βάραθρο τ’ αγριωπό, δεν γράφει και συνεχώς ανακαλεί τη διαθήκη του, όπως είπε ο Βύρων Λεοντάρης για τους συνήθεις ποιητές. Ούτε καν τη γράφει, όπως έκανε, τώρα όχι ως δοκιμιογράφος αλλά ως ποιητής, ο Λεοντάρης, με την κορυφαία ποιητική του σύνθεση, Εν γη αλμυρά, έστω και αν, στιγμιαία, ο Μάινας δείχνει να κάνει ακριβώς αυτό, με το ποίημα «Βυθός, ζωή και Τσέλαν»∙ όπου όμως, με το μότο του ποιήματος, έχει φροντίσει να δείξει το πεπερασμένο όριο και αυτής της (ποιητικής) πρακτικής, η οποία κάποια στιγμή στο δρόμο του τον θέλγει, όπως συμβαίνει με όλους μας άλλωστε. Ιδού το μότο του ποιήματος:

Εδώ ας σταθώ λιγάκι ν’ ακουμπήσω

Παρ’ ότι συνεχώς εκτίθεται σε τόσο μεγάλα θέματα, στη δίνη τέτοιων μεγάλων ποιητικών απαντήσεων, σε τέτοιους κινδύνους, τελικά άλλο πράγμα κάνει ο Μάινας, με την όλη ποιητική του σύνθεση. Τι κάνει; Προσπαθεί να οργανώσει το χάος, επιστρέφοντας. Πού επιστρέφει; Όχι φυσικά σε κάποια ιθαγένεια, εθνοτική, πολιτισμική, ακόμα και ποιητική, ούτε και στην ιθαγένεια του κάποτε ιερού λόγου των κειμένων, όπως έκανε ο Λεοντάρης, αλλά στην ιθαγένεια της πραγματικότητας, όπως αυτή υπάρχει μέσα από τα σπαράγματα της ιστορίας των ανθρώπων, τα σπαράγματα της τέχνης των ανθρώπων, τα σπαράγματα της σκέψης και των ιδεών των ανθρώπων. Το βιβλίο του Μάινα είναι σαφές ότι βρίσκεται, αυτο-τοποθετείται, μιλάει, πατώντας σε ένα σαθρό έδαφος, πέραν της επικράτειας του μοντερνισμού, ένα έδαφος που υποχωρεί, βουλιάζει, σε ρουφάει, διαλύεται, αλλά και ανασυστήνεται, με καλλιτεχνικά έργα που το νοηματοδοτούν.
Το βιβλίο του κ. Μάινα είναι τεκμήριο αυτής της ιστορικής στιγμής. Ακόμα και ο τίτλος του, που δεν είναι ακριβώς τίτλος, σαν αυτούς που έχουμε συνηθίσει, εκφράζει νομίζω τη μετάβαση, σε άλλα δεδομένα και συμφραζόμενα∙ μέσα από τη ρευστότητά του, μέσα από την πολυκεντρικότητά του, ο τίτλος αυτός εκφράζει τη διαφορετική υφή του λόγου, με τον οποίο συντίθενται πλέον οι μεγάλες, συνθετικές ποιητικές αφηγήσεις.
Εδώ σταματώ, έχοντας αναφερθεί μόνο σε τρία-τέσσερα από τα πενήντα ποιήματα του βιβλίου, και μάλιστα μόνο σε μερικά από τα εδάφιά τους. Αφήνω πολλά στον αναγνώστη, γιατί όντως το βιβλίο περιέχει πολλά. Για παράδειγμα, όσοι παρακολουθούν τα κριτικά μου κείμενα, γνωρίζουν ότι δίνω ιδιαίτερη σημασία στη στιχοποιητική φόρμα, βασικό στοιχείο της μορφής, όπου έχουμε, από τη μια, την κακοφορμισμένη ιστορία του ελεύθερου στίχου, και από την άλλη, τη δογματική/νοσταλγική επιστροφή στα μέτρα και τα σταθμά∙ ευτυχώς όμως έχουμε και γόνιμες υπερβάσεις αυτών των εμμονών. Δεν θα το αγγίξω σήμερα αυτό το πεδίο, απλώς θα πω ότι οι στιχοποιητικές επιλογές του Μάινα είναι πολύ ενδιαφέρουσες, γιατί είναι ποικίλες και ψιλοδουλεμένες, και έτσι καταφέρνουν να είναι απολύτως αντίστοιχες, και συνάδουσες, με την όλη αφηγηματική και δομική οργάνωση του βιβλίου.
Ξέρω ότι πρέπει να κλείσω. Δεν μου πάει όμως να κλείσω, έτσι ξερά, αφήνοντας μια αποφατική εντύπωση να αιωρείται. Ας βρω έναν τρόπο διαφυγής, ας κρατήσω μια επιφύλαξη ανοιχτή. Γιατί, ζώντας σχεδόν όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας στα αρκαδικά όρη, αυτό το διάστημα που ο Μάινας έγραφε το βιβλίο του, και κατεβαίνοντας μόλις σήμερα το πρωί απ’ το χωριό μου εδώ στο κλεινόν άστυ, έχω την ανησυχία, μήπως όσα τώρα λέω, εδώ, έχουν όντως αποφατικό χαρακτήρα, σαν να κατέβηκα κι εγώ απ’ το βουνό, κομίζοντας την αλήθεια γεγραμμένη στον υπολογιστή μου. Δεν το μπορώ αυτό το βάρος.
Όπως άλλωστε συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, η δοκιμασμένη λύση είναι να κλείσω με στίχους του ποιητή. Αλλά ποιους απ’ όλους τους στίχους του να διαλέξω; Να ξαναδιαβάσω, να διατρέξω έστω τις σελίδες, απ’ την αρχή του βιβλίου; Το σκέφτηκα, αλλά φοβήθηκα, δηλαδή ήταν σίγουρο, ότι θα έγραφα άλλες επτά χιλιάδες λέξεις, κι εσείς θα αναγκαζόσαστε τώρα να με υποστείτε για άλλη μια ώρα.
Αυτή όμως η δοκιμασμένη λύση, είναι ακόμα πιο συγκεκριμένη, και επιτάσσει να προσφύγω στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, αλιεύοντας από εκεί κάποιους στίχους, μεταθέτοντας έτσι όλη την ευθύνη στον Μάινα. Κι αυτό σπεύδω να κάνω. Μάλιστα, με χαρά μου βλέπω, ότι το τελευταίο ποίημα του βιβλίου φέρει έναν τίτλο που ταιριάζει στην περίσταση: «Ο μορφασμός της ενόχλησης». Κάτι υπαινίχθηκα στην αρχή, κάνοντας λόγο για ανοικείωση. Έχουμε λοιπόν και την πρόθεση, ή μάλλον τη συνείδηση του ποιητή για τον χαρακτήρα του έργου του και την πρόσληψή του; Άλλο μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο και εγκαταλείπω πάραυτα.
Όμως, αυτό το τελευταίο ποίημα φέρει και ιδιαίτερο μότο, όπως και όλα τα ποιήματα της συλλογής. Μήπως να πω κάτι και γι’ αυτό, δηλαδή για την τρισθενή δόμηση του κάθε ποιήματος (τίτλος, μότο, στίχοι); Βλέπετε πώς, με το παραμικρό, μπορούμε να μπλέξουμε πάλι; Περιορίζομαι λοιπόν στο μότο αυτού του ποιήματος, και αλιεύω μόνο κάποιους από τους στίχους του, αφήνοντας τους υπόλοιπους για εσάς. Το μότο:

Για την αίρεση των δύσπιστων.

Τέλεια∙ έρχεται και κουμπώνει άνετα στην περίσταση. Και τώρα, οι αλιευμένοι στίχοι:

Δεν ειπώθηκε ακριβώς η αλήθεια.
Κι αν ειπώθηκε, ειπώθηκε χωρίς να την εμπλέξουμε.
Χωρίς να τη χρειαστούμε.

Ό,τι κατατέθηκε λοιπόν
είναι ένα είδος αφαίρεσης –
η λεγόμενη ποίηση.

Είναι το θαύμα του ψέματος χωρίς ανειλικρίνεια

Αυτό είναι λοιπόν το κλείσιμο που σας υποσχέθηκα; Με ακροτελεύτια την άβολη φράση, «χωρίς ανειλικρίνεια»; Πόσω μάλλον, που αμέσως πριν δήλωσα, ότι θέλω να κρατήσω μια επιφύλαξη ανοιχτή. Ποια είναι αυτή η επιφύλαξη; Απαντώ ευθέως: είναι ποιητής ο Μάινας;
Δεν παραδοξολογώ. Υπάρχουν εκατοντάδες, ή μάλλον χιλιάδες που προσπαθούν να γράψουν ποίηση, στην ελληνική γλώσσα. Μεταξύ αυτών, κάποιοι που όντως καταφέρνουν να γράψουν μερικά, ή και περισσότερα ποιήματα, αξιοπρεπή ή και ενδιαφέροντα, ή και πολύ καλά ποιήματα. Είναι όμως ποιητές; Κατά τη γνώμη μου, όχι∙ είναι ποιηματογράφοι. Για να είναι κάποιος ποιητής, πρέπει να φθάσει στο σημείο το έργο του να διαθέτει μια δικιά του, διακριτή ποιητική. Για να μη μπλέξουμε σε μια μεγάλη συζήτηση, αλλά και για να γίνω λίγο πιο σαφής, φέρνω ένα παράδειγμα από το πεδίο της μουσικής, η οποία άλλωστε είναι η κύρια δραστηριότητα του εκδοτικού οίκου Μικρή Άρκτος. Ο Πετρολούκας Χαλκιάς είναι όντως ένας καλλιτέχνης του κλαρινέτου, τόσο σημαντικός, που δεν χρειάζεται να πω τίποτα για το ιδιαίτερο, αναγνωρίσιμο ύφος του και τα λοιπά. Τι είναι όμως οι τόσοι άλλοι, γνωστοί και καλοί επαγγελματίες του κλαρίνου; Είναι καλλιτέχνες; Κατά τη γνώμη μου, είναι οργανοπαίχτες, έστω και αν δεξιοτέχνες του κλαρίνου μερικοί απ’ αυτούς. Οι αντιστοιχίες νομίζω πως είναι προφανείς.
Τι γίνεται λοιπόν με τον Μάινα; Σε ποια κατηγορία εμπίπτει; Των ποιηματογράφων ή των ποιητών; Γράφοντας για το πρώτο του βιβλίο, Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, είχα ως τίτλο του κειμένου μου τη φράση: «Με εύρος και ισχυρές εικόνες», και επεσήμαινα κάποια από τα χαρακτηριστικά, ή και εντυπωσιακά στοιχεία της ποίησής του, που τα βρίσκουμε και στο ανά χείρας βιβλίο.
Γράφοντας δε για το επόμενο βιβλίο του, Το ξυράφι του Όκαμ, το κείμενό μου είχε τον εξόχως δεσμευτικό τίτλο: «Προς μια δικιά του ποιητική». Περιέγραφα μάλιστα και τη διαφαινόμενη τεχνική της. Τι γίνεται όμως τώρα, στο καινούριο του βιβλίο; Σίγουρα, ο Μάινας έχει εξελίξει, και διευρύνει κατά πολύ, την τεχνική του. Όπως και τη θεματική του. Δοκιμάζει δε επιτυχώς το εύρος της φωνής του, όλο και σε πιο δύσκολες, απαιτητικές κλίμακες. Καταφέρνει όμως να φτιάξει μια δικιά του ποιητική; Νομίζω πως ναι, έστω κι αν το λέω με κάποια επιφύλαξη, γιατί οι δέκα μέρες που έχω τα ποιήματα του βιβλίου δεν αρκούν, για μια τόσο δεσμευτική αποτίμηση. Δεν αρκούν για να εξετάσω ολοκληρωμένα το αισθητικό πρόταγμα, που συνέχει την ποιητική του, παρ’ ότι ανέφερα ήδη αρκετά στοιχεία του.
Αυτή όμως είναι η δουλειά του συγχρονικού κριτικού∙ να αποκρίνεται, άμεσα και εν θερμώ, σε κάθε σημαντικό ποιητικό γεγονός, να ειδοποιεί τον αναγνώστη, και κατ’ αρχήν τη λογοτεχνική συντεχνία, περιγράφοντας αδρομερώς το ποιητικό αυτό γεγονός και τη σημασία του. Ο χρόνος της φιλολογίας και της ακαδημαϊκής κριτικής έπεται, και είναι μακρύς.
Αλλά, επειδή ξέρουμε, όλοι, ότι στις βιβλιοπαρουσιάσεις λέγεται μία ή περισσότερες καλές κουβέντες παραπάνω, αφού πρόκειται για μια ομιλία και όχι για ένα δημοσιεύσιμο κείμενο, θα πρέπει να προσθέσω, ότι όσα είπα εδώ, με δεσμεύουν απολύτως ως κριτικό λογοτεχνίας, γι’ αυτό και το κείμενο της ομιλίας μου θα το δημοσιεύσω, την ερχόμενη Κυριακή, αυτούσιο, στην κυριακάτικη Αυγή, δηλαδή ένα μέρος του στην έντυπη μορφή της, και ολόκληρο στην ηλεκτρονική της έκδοση και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων». Ο δε τίτλος, κάτω από τον οποίο θα στεγάσω το κείμενό μου, είναι ο εξής: «Ωδίνες της γέννας».
Η θέση μου λοιπόν είναι αυτή: νομίζω πως ναι, ο Μάινας διαθέτει πλέον μια δικιά του ποιητική.
Τον ευχαριστώ, που μου εμπιστεύτηκε την παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου.

Ζήσης Κοτιώνης, «Γενεαλογική υπαγωγή», από την ενότητα Μηχανές

Δεν υπάρχουν σχόλια: