20/12/20

Ο διαρκής φεμινισμός

Της Κωστούλας Μάκη* 

DEBORAH CAMERON, Φεμινισμός: παρελθόν και παρόν ενός κινήματος, μετάφραση: Φιλώτας Δήτσας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 

Κοινός τόπος είναι πως η διαφορετική επιστημολογική συγκρότηση του συγγραφέα ορίζει και τους τρόπους θεώρησης του εκάστοτε επιστημολογικού πεδίου, το οποίο ερευνάται. Επιπλέον, σε κάθε επιστημονικό κλάδο και θεωρητικό ρεύμα υπάρχουν διαφορετικές κατευθύνσεις, οι οποίες έχουν άλλη εκκίνηση και συχνά φαίνεται πως αλληλοσυγκρούονται. Η Deborah Cameron είναι καθηγήτρια κοινωνιογλωσσολογίας στο Κολέγιο Γούστερ του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης. Το ερευνητικό της ενδιαφέρον εντοπίζεται σε ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας, ιδεολογίας της γλώσσας, καθώς και στην ανάλυση ομιλίας. Με ενεργή συμμετοχή σε πάνω από δεκαοχτώ βιβλία και πληθώρα άρθρων σε ακαδημαϊκά περιοδικά, η συγγραφέας έχει πολύχρονη εμπειρία στην ιστορική διερεύνηση των φεμινιστικών θεωρητικών τάσεων διεπιστημονικά και διαθεματικά. 
Το βιβλίο της «φεμινισμός: παρελθόν και παρόν ενός κινήματος», δεν είναι μόνο ένα μεθοδικό κείμενο, στο οποίο παρουσιάζονται εξελικτικά τα κομβικά στάδια των διάφορων φεμινισμών στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Η συγγραφέας εντοπίζει εξαρχής τη διλημματικότητα των διαφορετικών φεμινιστικών τοποθετήσεων στις διάφορες ιστορικές στιγμές, ενώ παράλληλα με κριτικό αναστοχασμό θέτει τα δικά της ερωτήματα, και ανατέμνει το ζήτημα έμφυλων ταυτοτήτων, που παραμένουν επίκαιρα. Ο καίριος πολιτικός της σχολιασμός αναγνωρίζει την αναπόφευκτη αμφιθυμία στο πεδίο των φεμινιστικών ορισμών και διεκδικήσεων, χωρίς διάθεση «δαιμονοποίησης» των αντινομικών θέσεων που προκύπτουν. Αντίθετα, μιλώντας για φεμινισμούς η Cameron εξετάζει τον φεμινισμό ως ιδέα, ως πολιτικό εγχείρημα, καθώς και ως διανοητικό πλαίσιο αναφοράς (σ. 11). Αναγνωρίζει τις διαφορετικές φεμινιστικές αφηγήσεις και τους περίπλοκους τρόπους που αυτές συνταιριάζονται μεταξύ τους. Τονίζοντας τα διλημματικά στοιχεία και την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας, η Cameron δημιουργεί το κατάλληλο θεωρητικό πεδίο ανάδειξης νέων προσεγγίσεων και δράσεων στη διερεύνηση των έμφυλων ταυτοτήτων. Παράλληλα, επισημαίνει ότι σε κάθε σημαντική ιστορική στιγμή της φεμινιστικής σκέψης τίποτα δεν είναι περιττό, ακόμα και στις περιπτώσεις των πιο ακραίων προστριβών και αντιθέσεων. 
Η Cameron επανειλημμένα αναφέρει ότι η «τεράστια εσωτερική ποικιλομορφία» στην ιστορία των φεμινισμών κάνει τη συσπείρωση των διαφορετικών ρευμάτων δύσκολη υπόθεση (σ. 13). Ιστορικά υπογραμμίζεται ότι «ο φεμινισμός κατάφερε να προσελκύσει μαζική υποστήριξη μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που οι πολιτικοί του στόχοι υπήρξαν συμβατοί με πολλές και διαφορετικές ιδεολογικές επιλογές και βλέψεις» (σ.13) , όπως για παράδειγμα το δικαίωμα ψήφου ή εργασίας. 
Κάθε φεμινιστική τάση θεωρητική ή ακτιβιστική συνοδεύεται «από διαφορετικές και θεωρητικά ασύμβατες απόψεις» (σ. 13) για τις έμφυλες κατασκευές, το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο. Κατατοπιστικά, η Cameron ασκεί κριτική στην εννοιολογική χρήση των «φεμινιστικών κυμάτων», υπογραμμίζοντας τη γραμμικότητα αυτής της προσέγγισης, η οποία «υπεραπλουστεύει την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, αφήνοντας να εννοηθεί πως κάθε νέο κύμα αναιρεί το προηγούμενο» (σ. 16). Μια τέτοια μονοδιάστατη θεώρηση επικροτεί τις γενικεύσεις, αποπολιτικοποιεί τη συνθετότητα των φεμινιστικών προσεγγίσεων και δε θίγει τη σύνδεση του φεμινισμού με άλλα ριζοσπαστικά κινήματα και επαναστατικές δράσεις (π.χ. τη γαλλική επανάσταση). 
Οι γενικοί ορισμοί είναι ελάχιστα χρήσιμοι, δηλώνει η συγγραφέας, ανοίγοντας το διαλογικό πεδίο για να αναπτυχθούν νέοι ορισμοί, όπως αυτός του «διαθεματικού φεμινισμού», οι οποίοι θα δίνουν έμφαση στην ανάγκη πολιτικής δράσης, αλλά και σε στοιχεία όπως η φυλή, η τάξη, η εθνικότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός. 
Η Cameron αρνείται να αναπαράγει τις δικές της τοποθετήσεις, ανάγοντας τη διλημματικότητα σε εργαλείο πολιτικού στοχασμού που συντηρεί τους διαλόγους και τα ερωτήματα ανοιχτά. Ωστόσο, επισημαίνει δύο διαπιστώσεις που συσπειρώνουν τις διαφορετικές τάσεις: οι γυναίκες συνεχίζουν, παρά τις αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, να παραμένουν σε υποδέεστερη θέση και η υποτέλεια αυτή δεν είναι ούτε αναπόφευκτη, ούτε επιθυμητή, αλλά αντίθετα προσκαλεί σε νέες ριζοσπαστικές τοποθετήσεις, οι οποίες θα αποφεύγουν την αναπαραγωγή του γενικού δίπολου «άντρας-γυναίκα». 
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε εφτά κεφάλαια, τα οποία χάρη στη μεταφραστική ευελιξία και συνθετότητα του Φιλώτα Δήτσα, συνδιαλέγονται μεταξύ τους και λειτουργούν ως κατατοπιστικός οδηγός των κυρίαρχων διεκδικήσεων των φεμινισμών διαχρονικά. Γίνεται, λοιπόν, λόγος για το ζήτημα της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων, της εργασίας, των κατασκευών της θηλυκότητας, του σεξ και των πολιτισμικών χρήσεων του φύλου, στις διάφορες ιστορικές συνθήκες. Ο βιολογικός ντετερμινισμός σε συνδυασμό με νέα φονταμενταλιστικά ακροδεξιά θρησκευτικά κινήματα παγκόσμια αναφέρονται επαναληπτικά στο βιβλίο ως οι κύριοι λόγοι επιστροφής στο δίπολο που ταυτίζει τον άντρα με τον ορθολογισμό, τη λογική και την εξουσία, και τη γυναίκα με τη φύση, τη μητρότητα, την ευαισθησία και τον ιδιωτικό χώρο. Παράλληλα, τίθεται η προβληματική των «περί δικαιωμάτων λόγων» για τα φύλα με την επισήμανση της σύνδεσής τους με φιλελεύθερες πρακτικές και πολιτικές, οι οποίες προβαίνουν δε γενικές κατηγοριοποιήσεις που δεν ισχύουν. Πολυεπίπεδα διαρθρώνονται και οι θέσεις για τη θηλυκότητα ως ένδειξη ενός ιεραρχικού συστήματος κατάταξης που πριμοδοτεί την αρρενωπότητα, αλλά λειτουργεί ιστορικά και ως «πολιτισμική επιταγή, ένα σύνολο προσδοκιών, οδηγιών και απαγορεύσεων που επιβάλλονται διαμέσου ενός συστήματος επιβραβεύσεων και τιμωρίας» (σ. 105). Στο ίδιο πλαίσιο, η Cameron σημειώνει ότι ακόμα το σεξ ορίζεται τις περισσότερες φορές με βάση την ικανοποίηση των ανδρών. Συμφωνεί όμως με τη Ντάουνιγκ πως, πέρα από τις διαφορετικές θέσεις που κινητοποιούν ζητήματα για το τι συνιστά ελεύθερη επιλογή και τι όχι, «όλες οι σεξουαλικές αναπαραστάσεις θα έπρεπε να υπόκεινται εξίσου σε κριτικό αναστοχασμό και αναθεώρηση» (σ. 139) και να κατευθύνονται στην κατασκευή των γυναικών ως αυτόνομων σεξουαλικών υποκειμένων. 
Σε μια «προβληματική» θεώρηση του μεταμοντερνισμού, η διάθεση για καταστροφολογικές τελεολογικές επικλήσεις, στον «θάνατο» του φεμινισμού, είναι άκαιροι και συντηρητικά προσανατολισμένοι. «Το θέμα είναι τι κάνουμε από κει και πέρα στην πράξη», γράφει στην εισαγωγή της η Cameron, προσκαλώντας με αυτόν τον τρόπο τους αναγνώστες στις δικές τους προσωπικές, αλλά και δημόσιες οικειοποιήσεις. Στην ανάλυσή της η Cameron προτάσσει την ανάγκη να εξεταστούν οι διάφορες πολιτικές θέσεις και προστριβές όχι ως γενεαλογικές συγκρούσεις, αλλά ως πολιτικές διεκδικήσεις και διαφορές. Οι πολιτικές δράσεις και η διαρκής κριτική αναθεώρηση των διαφορετικών φεμινιστικών θέσεων ανοίγουν τις προοπτικές για έναν διάλογο ως προς τις έμφυλες ταυτότητες, ο οποίος θα συνδέει θεωρία και πράξη. «Οι διαφωνίες είναι κομμάτι του μέλλοντος του φεμινισμού, όπως είναι κομμάτι του παρόντος του και της ιστορίας του» (σ. 185) σημειώνει η συγγραφέας. Αν και λίγοι άνθρωποι θα αμφισβητούσαν το γεγονός «ότι οι γυναίκες είναι άνθρωποι», σε κάθε διάκριση «γυναίκας-άντρα» τα διλήμματα παραμένουν, «εξαναγκάζοντας» τις γυναίκες να προβούν σε νέες περιχαράξεις γύρω από το φύλο τους, αλλά και σε νέα αιτήματα χειραφέτησης.

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Κατσαρού Ιόλη, «Χωρίς Τίτλο», 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια: