Της Μαρίας Μοίρα*
ΈΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ, Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 146
Ένα μικρό βιβλίο με εικοσιτέσσερις ποιητικές αφηγήσεις, γεμάτο πολύχρωμες και πλουμιστές εικόνες. Εικόνες που φτερουγίζουν και συστρέφονται, ίπτανται και λικνίζονται, καταδύονται και απογειώνονται, κι ας υπάρχουν στις σελίδες του μόνο λέξεις από κατάμαυρη τυπογραφική μελάνη. Λέξεις όμως ζωντανές «που καρδιοχτυπούν και ανασαίνουν» όπως γράφει η συγγραφέας. Αυτονομούνται και κάνουν του κεφαλιού τους θα προσέθετα εγώ, περιπαίζοντας την άκαμπτη και αδιάσειστη λογική, αλλάζοντας τον ειρμό και την ροή των γεγονότων, μεταφέροντας τον αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο σε απόκοσμα μαγικά τοπία και δυστοπικά περιβάλλοντα, στιγματισμένα από την ύβρη και την παράνοια του ανθρώπινου γένους. Λέξεις που φανερώνουν τους φτερωτούς αγγελιοφόρους του μυστικού, του άγνωστου, του ανείπωτου.
Ιστορίες ευφάνταστες, παράξενες, μελαγχολικές και ταυτόχρονα γνώριμες και οικείες, που άλλοτε μοιάζουν με ευφρόσυνα φωτεινά όνειρα και άλλοτε με δυσοίωνους σκοτεινούς εφιάλτες. Μιλούν για την απληστία και την αλαζονεία, τον εφησυχασμό και την αδιαφορία, την αφέλεια και την πίστη, την απόγνωση και την τρέλα, τον έρωτα και τον θάνατο. Η απώλεια της ευδαιμονίας του επίγειου παραδείσου και η επίμονη αφαίμαξη της φύσης, η εξάρτηση από την τεχνολογική επικοινωνιακή πλημμυρίδα και η αλλοτρίωση των σχέσεων, η έκπτωση των αξιών και η παρακμή των ιδεών, η οικονομική και πολιτική κρίση, βρίσκονται στον πυρήνα της ποιητικής κατάθεσης, αλλά δεν κραυγάζουν και δεν βοούν. Οι σκιές του πεπρωμένου έρχονται αθόρυβα σ’ αυτές τι μικρές αλληγορικές εξιστορήσεις, που εκκινούν από το πραγματικό και με απρόσμενες μετουσιώσεις και μετατοπίσεις αποκαλύπτουν έναν κόσμο αόρατο και ανεξερεύνητο, απλώνοντας ένα αδιαπέραστο σκοτεινό πέπλο πάνω στις βεβαιότητες και τις πλάνες των ανθρώπων.
Πόλεις από κοχύλια χτισμένες στη ράχη ενός ράθυμου γιγάντιου ψαριού, που οι κάτοικοί τους αποθησαυρίζουν μαργαριτάρια, πόλεις διαβρωμένες από την αδιάκοπη βροχή και την υγρασία που σαπίζουν, πόλεις ανεστραμμένες που αφήνουν να χαθεί στην άβυσσο όλος ο συσσωρευμένος περιττός και ασήμαντος πλούτος, θάλασσες νεκρές, δύσοσμες και μολυσμένες που εκσφενδονίζουν νάρκες και σπέρνουν τον θάνατο στους αμέτοχους, ανύποπτους και ανυποψίαστους θεατές.
Οι ήρωες είναι άνθρωποι μοναχικοί, ιδιαίτεροι, με ασύμμετρες ικανότητες και παράδοξες ιδιότητες, που ομφαλοσκοπούν και ταλανίζονται από εμμονές, φόβους και μονομανίες. Αυτάρεσκοι φιλόδοξοι κηποτέχνες που χάνονται στον τεχνητό λαβύρινθο που οι ίδιοι δημιούργησαν, πιστές στον τόπο και στο καθήκον οικονόμοι που παραμένουν στα μισοκαμένα ερείπια μέχρι την τελευταία τους πνοή, άνθρωποι που ζουν το παρελθόν σαν ένα διαρκές παρόν, γυναίκες με πάθος για την τελειότητα των λεπιδόπτερων, άνδρες που ταΐζουν με στοργή τα βουλιμικά περιστέρια. Καλλίφωνοι κορακόμορφοι ψάλτες - μισάνθρωποι και ανηλεείς, απολυμένοι γιάπηδες που καταλήγουν νεκροπομποί, ανθρωπόμορφα ρομπότ που ενσαρκώνουν την Οφηλία και γίνονται το αντικείμενο της υπέρτατης λατρείας. Άνθρωποι χωρίς χαρίσματα που γίνονται πειραματόζωα για να δώσουν νόημα στην ύπαρξή τους και ταλαντούχοι δημιουργοί βίαιων video games που παγιδεύονται στα ψηφιακά περιβάλλοντα που ίδιοι σχεδίασαν, κυνηγημένοι από τους εκτελεστές που με κόπο επινόησαν. Νεωκόροι και καντηλανάφτες, φαροφύλακες και φτεροσυλλέκτες, υψίφωνοι και μεσαιωνικές δέσποινες και τόσοι άλλοι.
Στο τέλος των περισσότερων ιστοριών περιμένει ο θάνατος σαν τιμωρία ή λύτρωση, δικαίωση ή εξιλέωση και τότε η αυλαία του βίου κλείνει απαλά και αθόρυβα ή κατακρημνίζεται με πάταγο και κουρνιαχτό.
Και ξαφνικά η ελπίδα εμφανίζεται στο προσκήνιο με μια απρόσμενη επιδέξια κίνηση του μαγικού ραβδιού της Έλσας Κορνέτη. Τα σύννεφα διαλύονται, τα νερά αποσύρονται, τα πουλιά φτερουγίζουν, οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν ιερότητα και περιεχόμενο, η ουράνια γαλήνη επιστρέφει και η επίγεια τάξη και αρμονία αποκαθίσταται. Η συγγραφέας βάζει σε λειτουργία ξανά τα γρανάζια του μύθου. Τινάζει από τις λέξεις την συσσωρευμένη σκόνη της αγωνίας για το αβέβαιο παρόν και το τραγικό μέλλον της αποπροσανατολισμένης ανθρωπότητας και παραδίνει τον πλανήτη μπρος στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη, λαμπερό και πρωτοφανέρωτο. Σαν νεογέννητο μωρό.
*Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό βιβλίο όπως και η ανάλυσή του
Δημοσίευση σχολίου