ΔΙΗΓΗΜΑ
Νάσος Δάφνης, Η-1-83, 1983, 100 x 140 εκ.
|
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Και πάλι στο σαλόνι του
ξενοδοχείου. Είναι λίγο αργά το απόγευμα. Η νύχτα πλησιάζει. Οι χαμηλές λάμπες
πάνω στα τραπεζάκια του καφέ έχουν ανάψει. Αντί να φωτίζουν γεμίζουν σκιές τα
πρόσωπα.
Πολύ κοντά στο δικό μου τραπέζι,
σχεδόν δίπλα μου κάθεται ένα ζευγάρι. Είχαν έρθει πριν από μένα κι έτσι έχασα
την είσοδό τους, την ευκαιρία να δω την σιλουέτα τους, το πώς κινούνται, πως
εκείνος τραβά ή δεν τραβά την καρέκλα για να καθίσει εκείνη. Γενικά να μου
εμφανιστεί όλο τους το παρουσιαστικό,
σαν να μου συστήνονταν διακριτικά, να μου έλεγαν το όνομά τους,
χαμηλόφωνα, έτσι που δεν ήμουν σίγουρος αν το άκουσα σωστά, κι άφηναν σε μένα
να αποφασίσω την ονομασία τους.
Εκείνη ήταν ντυμένη απλά, μια
φούστα ελαφρώς κοντή, που άφηνε να φαίνεται
όπως καθόταν σταυροπόδι το ένα της γόνατο, στρογγυλό με μια χαριτωμένη
βουλίτσα, σαν χαμογελαστό μάγουλο, η
γάμπα της μακριά και νευρώδης, σφιχτή σα γροθιά, έδειχνε έτοιμη να κλωτσήσει
τον καθένα που θα την ενοχλούσε, κι απ’ την άλλη ο πάνω κορμός της σφιγμένος,
ανήσυχος, της υπαγόρευε ν’ αλλάζει πολύ συχνά το ένα πόδι πάνω στο άλλο, όπου
κάπου κάπου εμφανιζόταν σαν θερμή σκιά
το εσώρουχό της. Η μπλούζα της βαμβακερή και εφαρμοστή, με λεπτές ράντες που
διέσχιζαν σαν φωτεινές ταινίες την γύμνια των νεανικών της ώμων τονίζοντας την,
όπου ο φίλος της άφηνε πάνω στον ένα, το μεγάλο του δάχτυλο να περιπλανιέται,
να ανασηκώνει την ραντούλα να χαϊδεύει από κάτω το δέρμα, σα να γινόταν αυτή η
κίνηση αφηρημένα και άσκοπα, χωρίς αίσθημα, που όμως μετέδιδαν σε κείνην
την αδιακρισία μιας παραβίασης που την
έκανε να σφίγγει το κορμί της, να μαζεύει τους ώμους της, έτσι που η ικμάδα του
στήθους της να συρρικνώνεται. Εκείνη την στιγμή η πόρτα της εισόδου άνοιξε και
μια ριπή αέρα ανασήκωσε τα μαλλιά της κι
ελαφρώς την φούστα της, και μάλλον μια ανατριχίλα διέσχισε το κορμί της, έτσι
που το τράβηξε από το δάχτυλο του
συνοδού της, το χέρι εκείνου έμεινε για λίγο ακίνητο στον αέρα κι ύστερα έπεσε αργά πάνω στο τραπέζι.
Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά είχε
κάτι που σε έλκυε. Μια υπόγεια σχεδόν ανέκφραστη υπερηφάνεια, ένα σταθερό όχι
που απευθυνόταν σε ότι προσπαθούσε να της επιβληθεί, να την επηρεάσει, να την
χειραγωγήσει.
Κι ο νέος δίπλα της το αισθανόταν
γι’ αυτό οι κινήσεις του ήταν προσεχτικές και ήρεμες σχεδόν αδιάφορες. Αντίθετα
με κείνην ήταν υπερβολικά όμορφος. Γαλανά αστραφτερά μάτια, μαλλιά καστανά και
λαμπερά, χείλη χαμογελαστά χωρίς να τα σφίγγει καμιά επίμονή, κανένα αφανές
πείσμα, με την επιδερμίδα του ηλιοκαμένη, φαίνεται πως είχε αρχίσει ήδη τα
μπάνια, ερχόταν σε αντίθεση με τη χλωμή όψη εκείνης, που καθώς έσκυβε κοντά της
έπεφτε πάνω της το φως από το πρόσωπο του δίνοντας και σ’ αυτήν μια έξαψη
στιγμιαίας θερμότητας. Το κορμί του το διέκρινα λιγότερο από κείνης λόγω της
θέσεώς του, αλλά καθώς το χέρι του απομακρύνθηκε από τον ώμο της, όρθωσε το
στήθος του προς τα πίσω επιτρέποντάς μου να θαυμάσω το φαρδύ στέρνο και τον
δυνατό λαιμό, έναν λαιμό αγέρωχο, όμως χωρίς έπαρση, απλώς μια καλόκαρδη
αυτοπεποίθηση. Το πουκάμισό του κοντομάνικο
με ξεκούμπωτα τα πάνω τρία κουμπιά άφηνε στα μάτια μου τον ίσκιο από την κλείδα
του, και το ελαφρώς μυτερό μήλο του Αδάμ, όπου μέσα απ’ αυτό το άνοιγμα
αναδυόταν θαρρείς ο λαιμός και το κεφάλι του σαν απρόσμενη υπερβολή. Όπως απ’
το μεγάλο σώμα ενός δεινόσαυρου έβγαινε ένα απίθανα μικρό κεφάλι. Καμιά
αντιστοιχία με την εμφάνιση του νεαρού, όμως η ανύπαρκτη αντίσταση του
βλέμματος του προς την γυναίκα, η υποταγή της ωραιότητάς του προς κάτι το
κατώτερό του, μείωνε τον όγκο του εγκεφάλου του μέσα σ’ αυτό το όμορφο συμμετρικό
κεφάλι κάνοντάς το να φαίνεται υπερβολικά μικρό κι ανυπεράσπιστο. Κατάλαβα
γιατί εκείνη είχε το πάνω χέρι. Ήταν μεγαλύτερή του. Εκείνος μικρότερος όχι
πολύ, δυο τρία χρόνια διαφορά ίσως, αρκετά σημαντική για την ωριμότητα της
γυναίκας και αρκετά ευάλωτη και σχεδόν παιδική για κείνον. Όμως παρά την μικρή
του ηλικία, τιθάσευε την ορμή της νεότητάς του υποχωρώντας μπροστά της.
Κάποια στιγμή εκείνη ανασηκώθηκε
από το κάθισμά της, εκείνος έσκυψε και της είπε κάτι, ίσως την συναίνεσή της σε κάτι απαγορευμένο, μιας
παράβασης, γιατί ήταν ιδιαίτερα
ταραγμένος,, το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει και το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβηκε
σαν τρομαγμένο. Η φωνή εκείνης ακούστηκε δυνατή, σταθερή και ψυχρή. Είσαι με τα
σωστά σου; Αμέσως εκείνος μαζεύτηκε σε
υποχώρηση, χαμήλωσε το κεφάλι κι ένοιωσα
πως άκουσα έναν κρυφό αναστεναγμό. Ότι πριν λίγη ώρα, υπαινισσόταν, κρυβόταν,
ήταν σε αναμονή, σα να άκουγε βαριεστημένα την μουσική ενός μηνύματος που σε
λίγο θα σταματούσε και η ζωντανή φωνή θα του έλεγε αυτό που επιθυμούσε, που
όμως τελικά ακούστηκε απειλητική και κάθε
άλλο παρά συναινετική στην επιθυμία του.
Εκείνη, πράγματι είχε επιβλητικό
παράστημα, δεν της φαινόταν όσο ήταν καθισμένη, απομακρύνθηκε, πήγε στη
ρεσεψιόν και παίρνοντας το κλειδί του δωματίου της κατευθύνθηκε προς το
ασανσέρ.
Εκείνος ανασηκώθηκε για λίγο απ’
την θέση του, έκανε μερικά βήματα , αλλά το βλέμμα που του έριξε εκείνη τον
καθήλωσε.
Η σερβιτόρα που τον πλησίασε είχε
ένα αυθάδικο πονηρό μουτράκι, τον κοίταξε με ευθύτητα μέσα στα μάτια, άπλωσε το
χέρι της και χαϊδεύοντας τα μαλλιά του,
σα να επρόκειτο για μικρό παιδί, του είπε καθίζοντας πλάι του, τόσο κοντά σχεδόν
στην αγκαλιά του, μην την ακούς, η δεσποινίς είναι εξπέρ στις απαγορεύσεις.
Ησύχασε, έρχομαι αμέσως, και πράγματι πήγε και ήρθε αεράτη μεταφέροντας μία
πάστα χιονισμένη από κατάλευκη σαντιγί. Εκείνος την καταβρόχθισε σχεδόν χωρίς
να την μασήσει. Του άφησε τα κλειδιά πιθανόν του δωματίου της λέγοντας πως σε
λίγο τελειώνει την υπηρεσία της και θα τον απολαύσει. Χαμογελούσε όταν απομακρύνθηκε
από κοντά του βάζοντας στην τσέπη της ένα χαρτονόμισμα που εκείνος διακριτικά
το είχε αφήσει στη χούφτα της και που δεν μπόρεσα να διακρίνω την αξία του,
Ταράχτηκα. Επρόκειτο για πόρνες
λοιπόν; Για γυναίκες που γυμνωνόταν μπροστά σε όποιο άντρα τις πλήρωνε; Κι ο
μικρός; Πως δεχόταν την απόρριψη από μια πόρνη; Και γιατί υπέφερε; Υπέφερε
πράγματι ή έτσι νόμιζα; Τον είδα, ή μου φάνηκε πως τον είδα, ένα λεπτό πριν, να
χώνει το χέρι του κάτω από την φούστα στα μπούτια της σερβιτόρας, να γέρνει πάνω της
σχεδόν να γλύφει την δαντελένια μπλούζα της νεαρής, θα σε περιμένω της είπε. Άντε χάσου, απάντησε
εκείνη.
Μόλις σηκώθηκε της έκανα νόημα,
έναν καφέ διπλό . Όταν ήρθε, σε ποιο δωμάτιο είναι η δεσποινίς, δείχνοντας το
άδειο κάθισμα στο διπλανό τραπέζι και της έχωσα ένα πενηντάρικο στο σφριγηλό
της μπούστο.
Φτάνοντας στην πόρτα με τον
αριθμό που μου είχε ψιθυρίσει η σερβιτόρα, την ακροάστηκα σαν γιατρός κι άκουσα
τους ήχους ενός εμφυσήματος άγριου και γρήγορου, όχι της καρδιάς, όχι των
πνευμόνων, αλλά της ηδονής των σωμάτων.
Την οραματίστηκα γυμνή ιδρωμένη
στα χέρια ενός άντρα χωρίς πρόσωπο, που άγγιζε κάθε κομμάτι της σάρκας της,
κάθε εσοχή , έμπαινε σε κάθε σχισμή της ρουφούσε τα υγρά και τους σπασμούς της,
την γονάτιζε, δάγκωνε τον λαιμό της κι
ύστερα αυτή πήγαινε να πλυθεί, κι αυτός κούμπωνε το παντελόνι του.
Όμως φυσικά δεν κουνήθηκα από την
θέση μου, ούτε ζήτησα από την σερβιτόρα τον αριθμό του δωματίου της, αν και
πολύ θα το ‘θελα να είχα ζητήσει και το κλειδί του, να έμπαινα μέσα, αυτή μισόγυμνη
και λαχανιασμένη μετά τις πληρωμένες περιπτύξεις της, να την χαστούκιζα που
τόσο αδιάντροπα περιέπαιζε τον νεαρό.
Ήθελα να τον υπερασπιστώ,
σύμμαχος μιας αντρικής νομοθεσίας που υπαγόρευε την υπεροχή μας απέναντι στην
γυναικεία αχαριστία, υποπροϊόν μιας
υποβόσκουσας βλακείας του είδους της. Σ’ αυτές τις γυναίκες , ... τι δύναμη που
έχει η πονηριά της βλακείας, όσους Παρθενώνες κι αν έκτιζε ο άνδρας, όσα έργα
τέχνης κι αν δημιουργούσε, όσα μουσεία και βιβλιοθήκες, δεν συγκρίνονταν γι’
αυτές, με τα καινούργια μοντέλα των αυτοκινήτων και των κινητών που θαύμαζαν με
πραγματική έξαρση. Κι όμως πίσω από τον δήθεν εξευτελισμό τους, της μίμησης του
ερωτικού ίστρου, εμείς είμασταν αυτοί που είχαμε εξευτελιστεί, μετατρέποντας την λάμψη του έρωτα σε χυδαίο
ανήθικο προϊόν. Και όχι μόνο. Να το απορρίψουμε, βγάζοντάς το έξω από το σώμα
μας, σαν κάτι βρώμικο και άρρωστο.
Εκνευρισμένος ήπια μονορούφι το
υπόλοιπο κονιάκ μου, ενώ ο νεαρός είχε σηκωθεί και τεντώνοντας την υπέροχη
κορμοστασιά του κατευθύνθηκε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στους πάνω
ορόφους, Δεν φαινόταν να τον απασχολεί η
γεύση από την ήττα που πριν λίγο είχε
γευτεί.
Χωμένος μέσα στον κόσμο τους δεν
αντιλήφθηκα μια ιδιαίτερη κίνηση. Κόσμος άρχισε να συρρέει προς το ασανσέρ
ντυμένος επίσημα σχεδόν, και οι θαμώνες του μικρού σαλονιού που ήταν δίπλα στην
είσοδο και την ρεσεψιόν του ξενοδοχείου σηκώνονταν και κατευθύνονταν κι αυτοί
ξοπίσω τους.
Η μικρή σερβιτόρα έσκυψε πάνω
μου.
Εσείς δε θα πάτε στην εκδήλωση, ρώτησε.
Τι; Ποια; Είπα χωρίς να καταλαβαίνω.
Στον πέμπτο όροφο, στην αίθουσα
δεξιώσεων. Νομίζω πως θα περάσετε καλύτερα από το να κάθεστε εδώ μόνος σαν τον
κούκο, και σχεδόν μου έσπρωξε τον ώμο , αλλά δεν αρκέστηκε σ’ αυτό, προσπάθησε να
μου τραβήξει και την καρέκλα, σε λίγο θα πάω κι εγώ, είπε λες κι επρόκειτο να
κάνει κάτι σπουδαίο και θαυμαστό.
Σηκώθηκα σαν πειθήνιο ρομπότ και
στήθηκα στην ουρά, εκνευρισμένος με τον εαυτό μου, που άφησα αυτό το πορνίδιο
να με χειριστεί.
Μπαίνοντας στην κατάφωτη αίθουσα,
όπου όλα έλαμπαν, ακούγοντας τον χαμηλόφωνο
βόμβο των συνομιλιών, πράγματι
αισθάνθηκα κι εγώ σαν ένα μέρος του όλου,
μέλος μιας εκλεπτυσμένης κάστας,
Το πρόγραμμα που ήταν πάνω στο
κάθισμα μου διευκρίνιζε την παρουσίαση ενός
μουσικού τρίο, φωνή, μπάσο και βιολί, Το
κονσέρτο, έργο κάποιου Σέρεν Μπογκέυ λεγόταν Καλίν, και οι
ερμηνευτές Έλενα Χρόνη, Αντώνιος Χρόνης
και Μάνος Χρόνης. Τα πάντα άγνωστα σε
μένα. Σίγουρα θα ήταν κάποιες απ’ αυτές τις σχεδόν τρελές, εκκωφαντικές διασκευές κάπου κλασσικού έργου, πονήματα που
τελευταίως ήταν πολύ στη μόδα. Μια ξέφρενη διαταραχή που παρέσυρε τους πάντες και τα πάντα. Όμως
όχι, δεν ήταν καθόλου έτσι. Μάλλον η διαταραχή βρισκόταν μέσα μου.
Τα φώτα έσβησαν τα
στριφογυρίσματα στα καθίσματα ηρέμισαν και ο ψίθυρος σταμάτησε. Τα φώτα έπεσαν
πάνω στην υπερυψωμένη εξέδρα
Μια γυναικεία σιλουέτα, ψηλή, μ’
ένα φόρεμα πράσινο γυαλιστερό, μακρύ που σκέπαζε τις γάμπες της, στερεωμένο στο
μπούστο χωρίς ράντες, άφηνε ολόγυμνους τους ώμους όπου πάνω τους ακουμπούσαν ολοκόκκινες
τρέσες τα μαλλιά της. Δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω την γυναίκα που πριν λίγο
καθόταν απεριποίητη στο διπλανό με μένα τραπέζι. Σιγουρεύτηκα, όταν μετά τα
θυελλώδη χειροκροτήματα εμφανίστηκε με το μπάσο του κι ο νεαρός, γεμάτος
αυτοπεποίθηση, πανέμορφος, με ένα μεταξωτό σαξ κουστούμι, ελαφρώς φουσκωμένο
στην κοιλιά, - να λοιπόν η αμαρτία των γλυκών που εκείνη του είχε απαγορεύσει- με τα πρώην
καστανά μαλλιά του να κυματίζουν βαμμένα μπλέ, ασορτί σχεδόν με τα μάτια και το
κουστούμι του. Κι ύστερα ένας ρωμαλέος άντρας, ο πατέρας τους μάλλον, είχε τα ίδια ολογάλανα μάτια με
τον νέο, κρατώντας πάνω στο στήθος το βιολί του, μ’ ένα χρυσό κρίκο στ’ αυτί να φεγγίζει κάτω από τα μακριά πυκνά μαλλιά
του.
Κι ύστερα η φωνή εκείνης θερμή,
υγρή και βαθειά, σα να έβγαινε από τα σπλάχνα της μυστικής ύπαρξης των όντων,
να ανεβοκατεβαίνει σε κόσμους αρχέγονους, βάραθρα κατακλυσμών, και λάβες
Ηφαιστίων, σε ξέφωτα δασών και βαθουλών κοιλάδων,
να εισχωρεί σε κάθε πόρο του
κορμιού μου, δίπλα σ’ ένα βιολί εντελώς ερωτευμένο με τους ανορθόδοξους ήχους
του, σα να στραβοπατούσε πάνω στις
κλίμακες και ύστερα ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του χαμηλόφωνα και γλυκά μας
οδηγούσε σε δωμάτια ζεστά και φωτεινά, σε δάση σκιερά, βροχούλες ψιθυριστές, ενώ το μπάσο να στριφογυρίζει σε κάθε αναπνοή
της φωνής της στα χέρια του νεαρού που κάθε άλλο παρά υποταγμένος ήταν, ή
μάλλον ήταν πλήρως υποταγμένος, γονατισμένος μπορώ να πω, στην ιεροτελεστία του
πάθους μιας μουσικής, σωματικής και πνευματικής ταυτόχρονα, την μουσικής της
ζωής.
Το σώμα του άρχισε να τρεμουλιάζει..
Έκλεισε τον υπολογιστή του, τον εγκατέλειψε πάνω στο γραφείο του, έσβησε
απ’ το κινητό του, εκείνο το τσιπ που του
επέτρεπε την διάδραση με την εικονική πραγματικότητα. ανέβηκε στο δωμάτιό του, μάζεψε όλες τις
μάσκες και τις έκαψε, πέταξε στην τουαλέτα τα αντισηπτικά, το σύγχρονο κινητό
του, διέλυσε την Σμαρτ τηλεόρασή, βγήκε στο
δρόμο και τράβηξε να δει μια ζωντανή παράσταση που γινόταν μυστικά στην
βιβλιοθήκη ενός συνοικισμού της πόλης, όπου ο φίλος του βιβλιοθηκάριος είχε οργανώσει.
Έξω στον ανοιχτό ορίζοντα ανάσανε
βαθειά φουσκώνοντας τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα, ενώ πέρα απ’ την άσφαλτο
και το μπετόν, αθέατα τα δέντρα, τα πουλιά, οι θάμνοι και τα βουνά, ανώνυμα και
τρυφερά τον χαιρετούσαν. Τα δέντρα που ζωγράφιζε η φίλη του κυμάτιζαν ζωντανά
δίπλα στο σπίτι της. Οι πίνακές της είχαν την μυρωδιά από τους περιπάτους της δίπλα τους κι ανάμεσά
τους. Μπορούσες να τα αγγίξεις. Και τα μικρά αηδόνια και οι τσαλαπετεινοί
φτερούγιζαν στο δωμάτιό της.
Η άλλη φίλη με τον δυνατό όμορφο
άντρα, χωμένοι μέσα στα χωράφια, στη μυρωδιά των χόρτων, να γράφει
τα ποιήματα του χώματος και των άστρων. Να μιλά με τους αθέατους τάφους
των γυναικών αυτής της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου