9/8/20

Κατασκευάζοντας το «Βορειοηπειρωτικό» και τους «Βορειοηπειρώτες»

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ

ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, Έλληνες και εν δυνάμει Έλληνες. Η μειονότητα της Αλβανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2020, σελ. 357

Οι μέχρι πρόσφατα προβληματικές ελληνοαλβανικές σχέσεις έχουν ως επίκεντρο την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Με βάση τη μειονότητα αυτή η Ελλάδα οδηγήθηκε στο γνωστό ως «Βορειοηπειρωτικό», έναν αλυτρωτισμό που δεν είχε πειστική βάση, μια και το ποσοστό των πραγματικά Ελλήνων στη νότια Αλβανία ήταν συγκριτικά ελάχιστο και, επιπλέον, οι Έλληνες στην Αλβανία δεν υφίσταντο συστηματικές διακρίσεις ή διώξεις για να δικαιολογείται μια δυναμική ελληνική παρέμβαση με στόχο την αυτονομία ή την προσάρτηση στην Ελλάδα. Ο δε αλυτρωτισμός αυτός εμφάνιζε την Ελλάδα και μετά το 1945 (ξεκινώντας από την ελληνική διεκδίκηση στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, το 1946) μέχρι και το 1994 ως ένα από τα ελάχιστα αναθεωρητικά κράτη της Ευρώπης.
Το πρόσφατο βιβλίο του διακεκριμένου αλβανολόγου Λάμπρου Μπαλτσιώτη ρίχνει, με άξονα τη μειονότητα, περισσότερο φως και εξηγεί πιο πειστικά την ατυχή, κοντόφθαλμη και ενίοτε εμπρηστική ελληνική πολιτική, η οποία ευτυχώς στο τέλος εγκαταλείφθηκε, αν και άφησε πίσω τις πολλές πληγές μέχρι και σήμερα, μη επιτρέποντας την πλήρη ομαλοποίηση των ελληνοαλβανικών σχέσεων και την επίλυση διαφόρων ελληνοαλβανικών εκκρεμοτήτων (θέμα Τσάμηδων, αλβανικές περιουσίες, μεσεγγυήσεις, μειονοτική ζώνη στη Αλβανία, διατήρηση εμπόλεμου, υφαλοκρηπίδα κ.λπ.).

Όπως παρατηρεί συγγραφέας, «[ο] καθορισμός, τα μεγέθη και η κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία αποτέλεσαν ζητήματα τριβής του ελληνικού με το αλβανικό κράτος από τη δημιουργία του δεύτερου έως και σήμερα. Ακόμη πιο πριν, η αντιπαλότητα του αλβανικού με τον ελληνικό εθνικισμό είχε ως εδαφικό επίδικο την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, αλλά εδραζόταν ιδίως στο πώς καθορίζεται ο Έλληνας και ο Αλβανός, καθώς οι δύο πλευρές είχαν εντελώς διαφορετική άποψη» (15).
Ας ξεκινήσουμε με τις στρεβλές ελληνικές αντιλήψεις, που βέβαια οδήγησαν σε ατυχείς πολιτικές επιλογές.
Πρώτον, η αρχική θέση ότι «οι Αλβανοί δεν συνιστούν έθνος, ούτε μπορούν να εξελιχθούν σε έθνος, αλλά, αντίθετα, αποτελούν μια “ρευστή” εθνότητα» και πάντως φυλή «ομόαιμη» με τους Έλληνες» (16). Σε αυτή τη βάση, το «ιστορικό πεπρωμένο» τους ήταν η «μετατροπή των ορθόδοξων Αλβανών σε Έλληνες ... [η] “επανάκαμψή” τους σε αυτό που πάντα ανήκαν ή φυλετικά είναι» (18).
Δεύτερον, «[έ]ναν αιώνα μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η έννοια του γένους, του ελληνορθόδοξου μιλλέτ, κυριαρχεί στις ιδέες των ανθρώπων που χαράσσουν πολιτική στην Ελλάδα, αντανάκλαση του πώς αντιλαμβάνεται αυτές τις κατηγορίες καθολικά ο ελληνικός πληθυσμός. Η ελληνική πολιτική, κάνοντας χρήση παλαιών λογικών τύπου μιλλέτ και ανασύροντας απόψεις που κυριαρχούσαν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, θεώρησε καταρχήν ότι θα μπορούσαν να ανήκουν στην ελληνική μειονότητα αν όχι όλοι, πάντως ένα μεγάλο μέρος των καταγόμενων από ορθοδόξους, ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας» (263). Με άλλα λόγια, η Ελλάδα, κρίνοντας εξ ιδίων, από τον ελληνικό εθνικισμό και την ελληνική εθνική ταυτότητα, δεν μπορούσε -και ακόμη δεν μπορεί- να αντιληφθεί ότι η θρησκεία δεν παίζει κανένα ρόλο στην αλβανική εθνική ταυτότητα, ότι ο «αλβανικός εθνικισμός είναι ο μόνος καταστατικά γλωσσικός εθνικισμός στα Βαλκάνια» (19).
Τρίτον, βάπτιζε -και εν μέρει συνεχίζει να βαπτίζει- το σύνολο των ορθόδοξων Αλβανών και όλους τους Βλάχους της νότιας Αλβανίας «Έλληνες» ή «εν δυνάμει Έλληνες», φτάνοντας έτσι τη μειονότητα στους 200.000 στις αρχές του 20ού αιώνα, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξωπραγματικά, στους 400.000 (ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν κάπου 35.000 το 1920 και το πολύ 150.000 το 1990), διεκδικώντας είτε εκτεταμένη αυτονομία είτε ακόμη και απόσχιση (κατά το πρότυπο του Κοσόβου στη δεκαετία του 1990).
Τέταρτον, η ελληνική εξωτερική πολιτική επέτρεψε στα διάφορα ανεύθυνα βορειοηπειρωτικά σωματεία να «συνδιαμορφώνουν» την ελληνική αλβανική πολιτική (ακόμη και το ποιοι θα λαμβάνουν ειδικά πιστοποιητικά ομογενούς!), με σαφή αλυτρωτικά κριτήρια, ιδίως υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (και θα προσέθετα και τον υπουργό Εξωτερικών Α. Σαμαρά) απειλώντας την Αλβανία με «ακρωτηριασμό», κάτι που έχει μείνει ανεξίτηλο στο αλβανικό εθνικό αφήγημα μέχρι και σήμερα.
Πέμπτον, υπήρξε πλήρης άγνοια για τα πραγματικά μεγέθη της μειονότητας, το πώς ακριβώς διαβιούν (πέρα από τα γνωστά ως 99 χωριά) αλλά και ότι οι μειονοτικοί πληθυσμοί δεν ήταν οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο αλβανικό πληθυσμό, ούτε ποτέ επεκράτησαν στα αστικά κέντρα.
Έκτον, η αντίληψη της ελληνικής πλευράς για δύο «αδιαπέραστα μπλοκ», των «δικών μας» και των «άλλων», στην Αλβανία.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες που διαμόρφωναν την ελληνική πολιτική έναντι της μειονότητας δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πολιτική του Χότζα δεν είχε αποκλείσει κοινωνικοοικονομικά τους μειονοτικούς, ούτε εφαρμόστηκε πολιτική διακρίσεων εναντίον τους ή ακόμη λιγότερο διάλυσης της μειονότητας. Επί Χότζα και μετά οι Έλληνες της Αλβανίας σε καμία περίπτωση δεν ήταν κοινωνικά αποκλεισμένοι ή περιθωριοποιημένοι. Μεγάλος δε αριθμός μειονοτικών είχαν ενσωματωθεί στην αλβανική κοινωνία και κατείχε ψηλά αξιώματα (ως Αλβανοί πλέον και όχι ως Έλληνες). Επίσης, υπάρχει πληθώρα μεικτών γάμων μεταξύ μειονοτικών και μη μειονοτικών και «αρκετές χιλιάδες πολίτες στην Αλβανία παρουσιάζουν ένα συνεχές στάσεων και ταυτοτήτων» (268).
Πάντως, «για μεγάλο χρονικό διάστημα σκοπός της ελληνικής πολιτικής ήταν να συγκρατήσει τη μετανάστευση από την Αλβανία και, στον βαθμό που ήταν δυνατό, να δημιουργήσει αντίστροφη ροή. Στα μάτια κάθε εξωτερικού παρατηρητή η ευόδωση μιας τέτοιας πολιτικής ήταν αδύνατη, παρά τη σταθερή και σημαντική ροή χρημάτων προς την Αλβανία» (143).
Το βιβλίο του Μπαλτσιώτη προσφέρει επίσης πολύτιμα νέα στοιχεία για τον ερευνητή, ειδικά σε σχέση με το μέγεθος και το πού ακριβώς κατοικούσαν και κατοικούν οι Έλληνες της Αλβανίας (και πόσοι έχουν τελικά μείνει εκεί)· την ιδιόμορφη περίπτωση της Χιμάρας και των Χιμαριωτών· την περίπτωση των Βλάχων (αριθμός, πού ζουν, «ταυτοτική ευκαμψία», μετατροπή τους σε Έλληνες με τη διαδικασία του άθλιου «βλαχόμετρου»)· την ελληνική πολιτική για τους μειονοτικούς που ήρθαν στην Ελλάδα, που δεν τους επιτρεπόταν να αποκτήσουν ελληνική υπηκοότητα, με τα περίφημα Ειδικά Δελτία Ταυτότητας Ομογενούς· τις ελληνικές παρεμβάσεις σε σχέση με το μειονοτικό κόμμα στην Αλβανία κ.ά.
Και καταλήγω με ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα συμπεράσματα του Λάμπρου Μπαλτσιώτη: «Η ελληνική περίπτωση συνιστά ... ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανακατασκευής “στο εργαστήριο” μιας μειονότητας: μέσα από την κατηγοριοποίηση ως ομογενών σε Ελλάδα και Αλβανία ίσως μέχρι και 250 χιλιάδων προσώπων, δημιουργείται στην Ελλάδα ελληνική μειονότητα της Αλβανίας περί των 200 έως 220 χιλιάδων. Υπό μία έννοια, η λογική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας ... Η πολιτική αυτή, της θεώρησης άνω του ενός τρίτου των (νόμιμων) μεταναστών από την Αλβανία ως ομογενών, βοήθησε σημαντικά στην ένταξη του πληθυσμού στην Ελλάδα, είχε δηλαδή ένα θετικό αποτέλεσμα παντελώς άσχετο με τους στόχους των εμπνευστών της» (266).

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τζον Χριστοφόρου, Κόκκινος άντρας με γυαλιά, 1985, 146 x 114 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: