ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΗΣ ΛΙΛΥΣ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ
Θέλω να αλλάξω το όνομά μου επειγόντως! Δεκάξι χρόνια τώρα πίστευα ότι
ήταν ο.κ, όλα καλά δηλαδή. Όταν ήμουν μικρή με λέγαν Σοφάκι και τσαντιζόμουν,
ήμουν κοριτσάκι κι όχι κάτι ουδέτερο. Να φανταστείτε ότι άρχισα να φοράω ό,τι
ροζ υπήρχε ξεχασμένο στην ντουλάπα ή να κάνω φιογκάκια τις κορδελίτσες από
ανθοδέσμες και τούρτες που μάζευε η μαμά στο ακριανό συρτάρι της κουζίνας. Όταν
η μαμά κατάλαβε τον λόγο των τόσων ροζ, άρχισε να με λέει Σοφίκα που ’λέγαν
λέει μια ξαδέλφη μου, αλλά εμένα μου θύμιζε κατσίκα και ούτε κι αυτό μου άρεσε.
Επέβαλα το Σοφία με το έτσι θέλω στην τρίτη δημοτικού και εξήγησα ότι αφού αυτό
το όνομα επιλέξανε για μένα μ’ αυτό ήθελα να με φωνάζουνε! Μπορεί να μην ήτανε
από τα τρισύλλαβα με τα λάμδα και τα ρο και την ιδιαίτερη μελωδικότητα, αλλά
ήταν ένα όνομα με βαρύτητα, σοβαρό και στέρεο, ένα όνομα που μετρούσε. Άσε που
μόλις είχα μάθει ότι η Αγία Σοφία είχε τρεις κόρες, τις Πίστη, Αγάπη και
Ελπίδα, οπότε το όνομά μου προκαλούσε συνειρμούς με τρεις ακόμη έννοιες που μου
άρεσαν.
Η μαμά έλεγε πως το όνομα το είχε επιλέξει η νονά, που ήταν συγγραφέας
και την είχε βοηθήσει πολύ μια εποχή που είχε προβλήματα με Εκείνον. Όπου
Εκείνος ο πατέρας μου που εντέλει μας εγκατέλειψε κάποια στιγμή και, μεταξύ
άλλων, της καταλόγιζε που δεν ’βγάλαν το παιδί, εμένα δηλαδή, Μερόπη που ήταν
το όνομα της μάνας του, της γιαγιάς μου. Τότε ήταν που ερωτεύτηκα το όνομά μου,
γιατί όπως και να το κάνουμε άλλη βαρύτητα το Σοφία κι άλλο το Μερόπη. Μετά
έμαθα και για την Αγιά Σοφιά στην Πόλη και τους αρχιτέκτονες της τεράστιας
βασιλικής μετά τρούλου, τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο∙ νομίζω ότι τότε ήταν που
πήρα την απόφαση να γίνω αρχιτέκτων, γιατί οι αρχιτέκτονες δίνουν ποίηση στη
στερεομετρία.
Πέρσι η μαμά μού έκανε δώρο γενεθλίων (και αρίστων σχολικών επιδόσεων)
ένα ταξίδι στην Ισταμπούλ. Πήγαμε με οργανωμένη εκδρομή (έτσι είναι φτηνότερα
ισχυρίζεται η μαμά) μαζί με την νονά που είναι αρχαιολόγος και θα ήταν πιο
ενημερωμένη για τα σχετικά, παρότι ο τομέας της είναι οι ενιάλιες αρχαιότητες, συνήθως
πολύ αρχαίες. Στην Αγιά Σοφιά θαμπώθηκα από την απίστευτη ομορφιά του όγκου (μα
όγκος και όμορφος!), πήγα και στον γυναικωνίτη, παρότι οι παλαιές αυτές ιδέες
με ταράζουν, στην έξοδο είδα την κρήνη με το περίφημο καρκινικό σύμβολο ΝΙΨΟΝ
ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ, που μου εξήγησε η νονά. Ένα καρκινικό σύμβολο δεν έχει
σχέση με τον καρκίνο αλλά με τον κάβουρα, το ξέρατε αυτό;
Στην επιστροφή κάθισα με τη νονά κι άφησα τη μαμά να ανταλλάσσει
εντυπώσεις με μια νεόκοπη φιλενάδα. Ώρες ατέλειωτες το οδικό ταξίδι, και είπαμε
πολλά, από το γιατί βγάζουν τα μάτια από τις αγιογραφίες οι μουσουλμάνοι μέχρι
το ότι έχω δίκιο που επιμένω ότι η πόλη λέγεται σήμερα Ισταμπούλ και πρέπει να
τη λέμε με το όνομα που την λέει το κράτος της. Με αντέκρουσε όμως, με την
εξήγηση ότι εν μέρει την λέμε/νε Πόλη, διότι λέγεται πως το Ισταμπούλ είναι
παραφθορά του «εις την Πόλιν». Την «ανέκρινα» επίσης γιατί επέλεξε να μου δώσει
το όνομα Σοφία και μου εξομολογήθηκε ότι Σοφία ήταν το πρώτο της «παιδί», ο
πρώτος χαρακτήρας που δημιούργησε (είναι και συγγραφέας, το είπαμε) αλλά ότι αν
είχε μάθει για το Μερόπη μπορεί και να μου το έδινε, αν και από τις Πλειάδες
(!) προτιμούσε το Αλκυόνη.
Είπα στους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου για το θαύμα της Αγιά
Σοφιάς, και τι ήταν να το πω; Πρώτη φορά άκουσα ένα σούσουρο όταν βγαίναμε για
γυμναστική (κοίταξα τη φόρμα μου μπας κι ήταν σκισμένη), ένα ακόμη όταν
υποστήριξα στο μάθημα της Ιστορίας ότι μπορεί και πραγματικά οι μουσουλμάνοι να
βγάζαν τα μάτια από τον Χριστό και τους αγίους, επειδή ήταν και δικοί τους
προφήτες και αυτοί αρνούνται την απεικόνιση. Μετά κατάλαβα ότι με κορόιδευαν,
επειδή τους τα είχα πρήξει με το ταξίδι στην Ισταμπούλ, που επέμενα να την λέω
Ισταμπούλ, και επειδή υποστήριζα με σθένος (αν και, εδώ που τα λέμε, δεν ήμουν
και σίγουρη) απόψεις που δεν είχαν ξανακούσει. Καλά, ότι είμαι ξεροκέφαλη το
ξέρω, αλλά όχι να με λένε πίσω από την πλάτη μου Αγιά Σοφιά ή και σκέτο Αγία.
Το θέμα ψιλοξεχάστηκε,
φαντάζομαι επειδή ακολούθησα τη συμβουλή της νονάς για πλήρη αγνόηση, μέχρι που
έσκασε φέτος αυτό με το τζαμί και τον ανισόρροπο. Όποτε πάω να μιλήσω, με
καθίζουν κάτω, και επανήλθαν τα Αγιά Σοφιά πίσω απ’ την πλάτη μου. Δεν είναι
κατάσταση αυτή, και γκουγκλάρω ανηλεώς να βρω τη λύση. Τελικά –παρά τις αντιρρήσεις
της μαμάς περί δυσκολιών– είναι σχετικά εύκολη η αλλαγή ονόματος. Μόνο μια
αίτηση στον δήμο και μια ανακοίνωση στις εφημερίδες. Κι απ’ τις Πλειάδες (που
είναι νύμφες τελικά) όντως το πιο εύηχο είναι το Αλκυόνη... Η νονά μου βέβαια θα
παραμείνει νονά, μόνο να θυμηθώ να διαβάσω το βιβλίο της με τη Σοφία, πριν
αποποιηθώ το όνομα. Άσε που λίγο θέλει να αλλάξουν οι επιθυμίες μου και για το
επάγγελμα. Να γίνω μήπως συγγραφέας; Τι λέτε;
Κωστής Βελώνης, Ghost Beggar, 2020, γύψος, ξύλο, κοντραπλακέ και ακρυλικό, 45 x 95 x 39 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου