26/7/20

Το μυθιστόρημα σε κρίσιμη καμπή

Κωστής Βελώνης, Flower Girl (After Kazimir Malevichs Rectangle and Circle), 2017- 2018, ξύλο και ακρυλικό, 150 x 74 x 14 εκ.


ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

ΌΛΓΚΑ ΤΟΚΑΡΤΣΟΥΚ, Πλάνητες, μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 424

Ενόσω δεκαετίες, τώρα, ο κόσμος μας αποκτούσε την τηλε-διάσταση του, εμείς αρνούμασταν να πιστέψουμε πώς αλλοιωνόταν ριζικά και η ζωή μας. Μυθιστορήματα, ταινίες και σήριαλ επιστημονικής μυθολογίας μας διαβεβαίωναν για τη δύναμη της βιο-ψυχο-κοινωνικο-ιστορικής σύστασής μας να αντιστέκεται σθεναρά στην εισβολή στο ζωτικό μας πεδίο τηλεδεδομένων της ηλεκτρονικής τεχνολογίας που θα αλλοίωναν, αν δεν παραβίαζαν κιόλας τους μηχανισμούς μιας σε βάθος αναγνώρισης της πραγματικότητας που κατακτήσαμε με τη συνέργεια των επιστημών, της φιλοσοφίας, της θεωρίας, της λογοτεχνίας, της κριτικής.
Τέτοιες σκέψεις μου περνούσαν από το μυαλό, διαβάζοντας το βραβευμένο με τα βραβεία Booker και Nobel βιβλίο της Όλγκα Τοκαρτσούκ, Πλάνητες, το οποίο, στο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης, παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα, ενώ αποτελείται από ιστορίες που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς χώρους και εποχές: «Κουνίτσκυ, Νερό, Ι,ΙΙ» (σσ. 33-61), «Κουνίτσκυ, Γη» (σσ. 353-381), «Η γιορτή της τέφρας» (σσ. 90-107), «Χαρέμι, ιστορίες της Μεντιού» (σσ. 119-130), «Τα ταξίδια του Δόκτορος Μπλάου» Ι (σσ. 138-164) και ΙΙ (σσ. 158-178), «Η αχίλλειος πτέρνα» (σσ. 197-228), «30.00 γκίλντες» (σσ. 230-243), «Πλάνητες» (σσ. 244-280), «Θεϊκή ζώνη» (σσ. 293-326), «Η καρδιά του Σοπέν (σσ. 333-342), «Καιρός» (σσ. 388-417).

Οι δέκα αυτές ιστορίες διανθίζονται με ημερολογιακές σημειώσεις, πληροφορίες της Βικιπαίδεια, περιγραφές οπτικών πεδίων, εντυπώσεις, παρατηρήσεις, σχόλια ή ακόμη και επιστολές που σα σύνορα χωρίζουν τη μια ιστορία από την άλλη. Καρπός, όλα, σύντομων μάλλον περιηγήσεων της Όλγκα Τοκαρτσούκ ανά τον κόσμο, που διευκολύνουν ταξιδιωτικοί οδηγοί και δεδομένα της ταξιδιωτικής και ιντερνετικής ψυχολογίας.
Η συγγραφέας μας πληροφορεί ότι εκτός από την Βικιπαίδεια, ο ένας από τους δυο ταξιδιωτικούς οδηγούς που χρησιμοποιεί στις περιηγήσεις της είναι το μυθιστόρημα του Μέλβιλ Μπόμπυ Ντικ (ό.π. σ. 62), πράγμα που μας αφήνει κατάπληκτους, αφού το Μόμπυ Ντικ, χρωστά τον τραγικό χαρακτήρα της σύνθεσής του στην επίμονη αναζήτηση του ήρωα Ισμαήλ (που ενσαρκώνει συγγραφέα και αναγνώστες) ενός σχεδόν ανέφικτου σκοπού, χάριν του οποίου διασχίζει τους ωκεανούς. Αντίθετα, οι παρατηρήσεις, εξιστορήσεις, σχόλια στο Πλάνητες, απορρέουν από χρονικές στιγμές που χωρισμένες η μια από την άλλη, ακίνητες «αιωρούνται σα σεντόνια», σε έναν κόσμο φτιαγμένο από λέξεις που εκτόπισαν δράσεις και δρώμενα, πράξεις και πράγματα. Μέσα στον ακινητοποιημένο λεκτικά, κόσμο, η συγγραφέας πετά από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, μονίμως σε κατάσταση επιβίβασης προκειμένου να ικανοποιήσει το « ένστικτο», όπως το αποκαλεί, της έκφρασης που μας ωθεί να λέμε ιστορίες εαυτοίς και αλλήλοις («θέλουμε να μας προσέξουν… θέλουμε να νιώθουμε ξεχωριστοί...» διευκρινίζει - βλ. στο Επίμετρο της έκδοσης με τον τίτλο «Τρυφερός αφηγητής» ό.π. σ. 436).
Την κυριότητα των όσων λέει η Όλγκα Τοκαρτσούκ την εγγυάται η πρωτο-πρόσωπη γραφή του βιβλίου καθώς την σφραγίζει η ανεξάντλητη, όπως ισχυρίζεται, υποκειμενικότητα ενός Εγώ αποκομμένου από όλα τα άλλα Εγώ, στην προσπάθειά του να παραβλέψει τα δίκτυα των σχέσεων που το καθορίζουν και να βγει μπροστά ως ένα καθοριστικό μεν, αλλά α-καθόριστο άτομο, ικανό να φτιάξει τον κόσμο κατά πώς θέλει και μπορεί. Η απαράλλαχτη ματιά που εξακοντίζει αυτό το παντοδύναμο Εγώ επί αθώων και ενόχων, δικαίων και αδίκων, αξιώνει την οικουμενικότητα του πάλαι ποτέ κοινού αισθήματος που μοιράζονται πολλαπλά διασυνεδεμένα Εγώ που εγκαταβιούν στα ένδον μιας συγκεκριμένης κοινωνίας μιας ορισμένης εποχής.
Για την συγγραφέα, όμως, η υποκειμενική ματιά της γραφής της αρκεί για να μετατρέψει ένα άθυρμα εξιστορήσεων, περιγραφών, σχολιασμών ή παρατηρήσεων, σε εκείνη την ενότητα που συστήνουν μορφή, περιεχόμενο, θέμα του μυθιστορήματος, την οποία σωστά ο κριτικός, στη συνέχεια, αποδίδει στην σύνθεση που φέρουν σε πέρας συγγραφείς μυθιστορημάτων, από το Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι ή την Άννα Καρένινα, έως τα μυθιστορήματα του Μαξ Φρις ή του Ζέμπαλντ.
Στην πραγματικότητα, με την πρωτοπρόσωπη γραφή μικρότερων και μεγαλύτερων κειμένων και την παράθεσή τους σε σειρά, το ένα μετά το άλλο, η Όλγκα Τοκαρτσούκ επιδιώκει να καθιερώσει ένα νέο είδος μυθιστορήματος βασισμένου σε έναν υποκειμενισμό που περιφέρεται στο έξω και μέσα μιας ταινίας Μόμπιουμ, νοητά τεμαχισμένης σε μικρά ή μεγαλύτερα μέρη για να αποτυπώσει όσα χωρούν το καθένα, με την πρόθεση, αναδεικνύοντας ομοιότητες, ισοδυναμίες, επαναλήψεις, να προσδώσει στο άθυρμα των τεμαχισμένων τμημάτων τον χαρακτήρα ενιαίας ολότητας. Ένα τέτοιο νέο είδος μυθιστορήματος ανταποκρίνεται άριστα στα μέτρα της αποσπασματικής χρήσης του ηλεκτρονικού διαδικτύου και στον συμβιβασμό που επιβάλλει στα καθηλωμένα σώματα .
Η σύνθεση, αντιθέτως, που προϋποθέτει και συνεπάγεται το μυθιστόρημα, κλασικό ή μοντέρνο, δεν είναι καρπός ενός υποκειμενισμού (συμβολικού ή φορμαλιστικού) ούτε ενός νατουραλιστικού αντικειμενισμού, αφού και ο υποκειμενισμός και αντικειμενισμός πάσχουν από την αναγωγή του ενός όρου στον άλλο που καταλύει την παραβιασμένη διαλεκτική σχέση τους. Ο υποκειμενιστής είναι βέβαιος ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο αποφασίζει για τη σχέση τη δική του και όλων των άλλων με τον κόσμο, ο οποίος, χωρίς τη ματιά του, μπορεί κάλλιστα και να μην υπάρχει. Ο αντικειμενιστής είναι και αυτός βέβαιος ότι ο κόσμος, τον οποίο καλείται να καταγράψει με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια και τη μέγιστη δυνατή «αντικειμενικότητα», καθορίζει την σχέση τη δική του και των αναγνωστών του με τον κόσμο. Το λάθος και των δυο δεν θα ήταν ιδιαζόντως σοβαρό, αν τα βιβλία που έγραφαν , δεν ήταν εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα αυτής της βίαιης όσο και παραποιητικής αναγωγής.
Ο μυθιστορηματικός ρεαλισμός, είτε κλειστός, ανοιχτός, ή διευρυμένος είτε υπερπραγματικός ή μαγικός, με τρόπο διαφορετικό, υποφέρει και από τον υποκειμενισμό και από τον αντικειμενισμό, ανάλογα. Ο μυθιστορηματικός κόσμος τον οποίο σκιάζει, φωτίζει, παραμορφώνει ή διαστρεβλώνει το υποκειμενικό βλέμμα που τον στοιχειώνει, αλλά και ο αντικειμενικός κόσμος όπου μέσα του το συγγραφικό βλέμμα απέκτησε την μικρή ή μεγάλη αντιληπτική δύναμη του, χωριστά και ασύνδετα, διαμορφώνουν προβληματικές οπτικές γωνίες, ακατάλληλες να επιτελέσουν το έργο που τους αναθέτει το μυθιστόρημα. Επειδή ο υπαρκτός κόσμος με τον οποίο σχετίζεται ο συγγραφέας που τον περιγράφει, δεν είναι μόνον αντικείμενο παρατήρησης, όπως και ο συγγραφέας που αναδημιουργεί τον έξω ή τον μέσα του κόσμο, είναι γέννημα του κόσμου και στην αλληλόδραση με αυτόν χρωστά τη βιωματική και την ιστορική εμπειρία του.
Αυτό που φαίνεται να παραβλέπει η συγγραφέας, όταν αφήνει ανοιχτές τις ιστορίες της για να επινοήσει την έκβασή τους ο αναγνώστης, είναι η συνείδηση, αυτή η αναβαθμισμένη εγκεφαλική λειτουργία της διάνοιας, χωρίς την οποία, οι άνθρωποι θα αγνοούσαν ότι υπάρχουν και κινούνται μέσα στον μη ευθύγραμμο και μη αναστρέψιμο χρόνο της ιστορίας.
Στις ιστορίες της, η Όλγκα Τοκαρτσούκ δίνει ιδιαίτερο βάρος στις τεχνικές της ανατομίας και της ταρίχευσης που επιτρέπουν στους φυσιολόγους να μελετήσουν το σώμα ως μια ζωντανή μηχανή που γεννιέται και πεθαίνει καθώς, όπως υποστηρίζει, είναι γεγονός η καταφυγή μας στον ακραίο και χυδαίο εμπειρισμό του οράν=γνώναι και στα δυο αντίβαρα του, την φυσιολογία και την θεολογία. Αν δεν μας αρκεί η φυσιολογία, μπορούμε να καταφύγουμε στην θεολογία. Και τανάπαλιν. Διαβάζουμε την άκρως συζητήσιμη φράση: «Ωστόσο, είναι ολοφάνερο πως μπορούμε να στηριζόμαστε  μόνο στη φυσιολογία και στην θεολογία. Αυτές αποτελούν τους δυο στυλοβάτες της γνώσης. Ό,τι βρίσκεται ανάμεσά τους δεν μετράει καθόλου» (ό.π. σ. 227).
Εξαιρετική πάντως είναι η παρομοίωση του υπαρκτικού κενού των αποσυνδεδεμένων εγώ με άδειες πλαστικές σακούλες (ό.π. σ. 419) που πετούν πέρα δώθε στον αέρα, μια και το μόνο που ενδιαφέρει είναι να μετακινούνται, ασχέτως της κατεύθυνσής τους ή του σκοπού που θα εξηγούσε τον λόγο της κίνησής τους. Αυτές οι κενές περιεχομένου σακούλες αποδίδουν θαυμάσια το οντολογικό κενό όπου περιηγούμαστε, περιπλανώμενοι και πλανώμενοι μάλλον παρά πλάνητες, μια και οι σακούλες είναι άδειες γιατί κανείς δεν τις γεμίζει με σημασίες . Καθώς το τεχνητό και το αυθεντικό, το πρωτότυπο και το αντίγραφο έγιναν ένα (ό.π., σ. 423), λόγος και θέληση για το περιεχόμενο και τη μορφοποίησή έχουν εκλείψει.
Τελειώνοντας το βιβλίο, έμεινα με την απορία τι μένει να σώσει το μυθιστόρημα από την συνθήκη του κενού με την οποία παλεύει να συμβιβασθεί: η αναπαλαίωση, ο εκσυγχρονισμός ή η αναδημιουργία; Στο μεταξύ, από το αριστοτεχνικό μυθιστόρημα του Μαξ Φρις, Στίλερ (1954) ανακαλώ μια φράση : «ΥΓ. Αυτό είναι: δεν έχω γλώσσα για να εκφράσω την πραγματικότητα...» και μια ακόμη: «..Κάθομαι σα μπροστά σε ραδιόφωνο, ακούω τη φωνή ενός ανθρώπου που μιλάει προς τα έξω, στο κενό και δεν μπορεί να δει τον κόσμο που τυχαίνει να τον ακούει. Πώς μπορεί να ξέρει σε ποιον απευθύνεται; Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατές οι όποιες ενστάσεις, τα όποια νοήματα, ούτε καν κάποιο σημάδι περιστασιακής συγκατάβασης…»

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι συγγραφέας, ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: