ΜΙΚΡΟΔΙΗΓΗΜΑ
Περνάω μέσα απ’ τις στοές με τα
γυάλινα φανάρια. Μισά σβηστά, μισά αναμμένα. Ο αέρας μυρίζει μελλοντικό κατακλυσμό.
Λοξός βαδίζει ο παροξυσμός στ’ όνειρο, βγαίνει από μένα, τρελό σκυλί που
ακολουθώ. Τρέχοντας φτάνω κάποτε στη θάλασσα. Βλέπω από μακριά τον υδράργυρο
του καθρέφτη της να εξατμίζεται, σταγόνα-σταγόνα ανεβάζει μικρές ασημένιες
αποικίες στον αέρα. Κάπου βαθιά κάτω απ’ τα μάτια μου ανοίγεται κρατήρας. Σκύβω
και βλέπω σπλάχνα μαβιά. Μέσα της ανθίζουν παλιά ναυάγια, ολοκαίνουργα λάστιχα
αυτοκινήτων, κάτασπρα οστά εραστών λειασμένα, μοτοσυκλέτες, πέρλες,
κλιματιστικά, λαμαρίνες, όστρακα, πλαστικές σαγιονάρες σ’ όλα τα χρώματα του
καλοκαιριού που πέρασε. Φτιάχνουν ένα στρόβιλο που αρχίζει να ελίσσεται. Τα
αντικείμενα πετούν τώρα απαλά πάνω απ’ το νερό σε κυκλικό χορό. Μια ανάληψη
είναι έτοιμη να συντελεστεί… συντελείται· όταν από τη μεριά της στεριάς ακούγονται
θόρυβοι.
Ένα μπλε
φορτηγό με έλα και με όπα γεννοβολάει μες’ στα βελούδα της νύχτας, μια ξύλινη
βαρκούλα με πορτοκαλί πανί, στην άκρη της θάλασσας.
Και το
όνειρο συνεχίζεται.
ΗΡΩ
ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου