Ρώσοι στοχαστές και καλλιτέχνες
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΛΕΟΝΤΙΕΦ και ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΣΟΛΟΒΙΟΦ, Το Βυζάντιο στη Ρωσία. Δοκίμια Ιστορίας και
φιλοσοφίας, εισαγωγή-μτφρ. από τα ρωσικά Όλεγ Τσυμπένκο, εκδόσεις
Καστανιώτη
Αυτό που θα ανέμενε κανείς, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της
μελέτης του πολιτικού φιλοσόφου, λογοτεχνικού κριτικού και μυθιστοριογράφου Κονσταντίν
Λεόντιεφ (1831-1891), θα ήταν να υπάρξει συνέχεια στην επαφή του ελληνικού
αναγνωστικού κοινού με το έργο ενός συγγραφέα παραγκωνισμένου από το σοβιετικό
καθεστώς και ειδικά με εκείνες τις μυθοπλαστικές πτυχές του λογοτεχνικού του
έργου που άπτονται ελληνικού και ομοερωτικού ενδιαφέροντος. Είναι καιρός να
μεταφραστούν στη γλώσσα μας το (και ελληνικού ενδιαφέροντος) διήγημα Ο Χαμίντ και ο Μανώλης (1869) και το μοναδικό
για τη θεματική του πρωτοτυπία ψυχογράφημα Η
εξομολόγηση ενός συζύγου (1867). Ειδικά αν σκεφτούμε ότι ο ερωτικός
προσανατολισμός αλλά και το φιλοσοφικό-ιδεολογικό τους credo κατέστησαν «ανεπιθύμητους» και καταδίκασαν
στην σιωπή ή στην παραχάραξη του έργου τους από το σοβιετικό καθεστώς, δημιουργούς
όπως ο Nikolai Przhevalsky, ο Nikolai Kliuev, ο Mikhail Kuzmin, ο Σεργκέι Γεσένιν, η Μαρίνα
Τσβετάγεβα, η Sophia Parnok (βλ. Simon Karlinsky, «Russian Literature»,
στο μνημειώδες The Gay and Lesbian Literary Heritage. A
Reader’s Companion to the Writers and Their Works from Antiquity to the
Present. Revised Edition, Routledge,
2002, 571-577).
Η παρούσα έκδοση, βέβαια, παρότι είναι προσανατολισμένη στα
μη μυθοπλαστικά από τα συγγραφικά πεδία του Λεόντιεφ, λόγω της κατατοπιστικής
πολυσέλιδης (σ. 9-56) εισαγωγής του μεταφραστή της μελέτης Όλεγ Τσυμπένκο, αποτελεί
και μια χρήσιμη γνωριμία με τον συγγραφέα. και την εποχή του. Πέρα από την
τοποθέτηση των δύο συγγραφέων του τίτλου στα ιδεολογικά και καλλιτεχνικά τους συγκείμενα,
γίνεται σαφής η πρόθεση της συστέγασης των δύο κειμένων. Ο διάλογος/αντιπαραβολή
ανάμεσα στα δύο δοκίμια (Λεοντίεφ: «Ο Βυζαντινισμός και οι Σλάβοι», σ. 57-237
και Σολοβιόφ: «Ο Βυζαντινισμός και η Ρωσία», σ. 239-306) εμπλουτίζει τη γνώριμη
από το έργο και άλλων σπουδαίων και μεγάλων λογοτεχνών και κριτικών (Ντοστογιέφσκι,
Τολστόι, Μπελίνσκι) σύγκρουση ανάμεσα στους σλαβόφιλους και δυτικόφιλους, την χριστιανική
ορθοδοξία και τον δυτικότροπο εκσυγχρονισμό. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση με
ρίζες σε βάθος χρόνου που προσδίδουν βασικά χαρακτηριστικά της
ρωσικής/σοβιετικής κοινωνίας. Αντιπαράθεση γνώριμη και στα ελληνικά κλίματα. Στις
γραμμές που ακολουθούν θα διατρέξουμε συναφή θέματα στο χώρο του θεάτρου.
Ο σημαντικός Ρώσος κριτικός λογοτεχνίας Βησαρίων Μπελίνσκι (1811-1848),
πριν από τα 1840 και επηρεασμένος από τους Γερμανούς ρομαντικούς θεωρητικούς, τόνιζε
την οργανική ενότητα, τη στενή σχέση της καλλιτεχνικής έκφρασης και του εθνικού
πνεύματος, αλλά και την απαλλαγή της τέχνης από διδακτικές προθέσεις. Στα τέλη
του 1840, το ενδιαφέρον του ίδιου για την προστασία του καλλιτέχνη προκειμένου
να μη γίνει φορέας «ευτελών παθών και ενθουσιωδών παραληρημάτων», τον οδήγησε
σε πλήρη διαχωρισμό της Τέχνης από τα κοινωνικά ζητήματα. Με στόχο να διατηρηθεί
η κοινωνική λειτουργία της τέχνης αλλά και να προστατευθεί, συγχρόνως, η αισθητική
της ακεραιότητα. Σε δραματικό ερμηνευτικό σχόλιο για τον Επιθεωρητή ο συγγραφέας του Νικολάι Γκόγκολ αναφέρεται στη λειτουργικότητα
του γέλιου και την ισχυρή δύναμη της ποιήσεως για τον εξευγενισμό της
ανθρωπότητας, προκειμένου να καταλήξει ότι το γέλιο δεν οδηγεί στην επανάσταση αλλά
συμβάλλει στην ανεκτικότητα και την κατανόηση. Όταν ο Γκόγκολ, στα μεταγενέστερα γραπτά του, μετατοπίστηκε από τα
κοινωνικά στα θρησκευτικά ζητήματα, εξακολούθησε να διατηρεί την άποψη ότι το γέλιο
αποτελεί σπουδαίο απελευθερωτικό μέσον. Ακόμη και όταν σε άλλο του δοκίμιο ο αριστουργηματικός
Επιθεωρητής ερμηνεύεται όχι ως
κοινωνικό σχόλιο αλλά ως μια θρησκευτική αλληγορία: Δεν αναφέρεται πια σε μια
αντιπροσωπευτική ρωσική πόλη, αλλά «στην πόλη των ψυχών μας», ενώ ο αληθινός
επιθεωρητής είναι «η άγρυπνη συνείδησή μας που απότομα κι αιφνίδια μας
υποχρεώνει να κοιτάξουμε μέσα μας με καθαρό βλέμμα». Όσοι έχουν τη δύναμη να γελούν
με εκείνα που εντοπίζουν εντός τους συμμετέχουν σε έναν αγώνα όχι για τη γήινη
ελευθερία (δικαιώματα και προνόμια) αλλά για την Ψυχή. Η συγκεκριμένη οπτική για
την ανώτερη αποστολή της ποίησης και του δράματος έδωσε στον Γκόγκολ το έρεισμα
για την υπεράσπιση της Τέχνης έναντι συγγραφέων, όπως ο Κόμης Α.Π. Τολστόι
(1801-1873), ειδικά όταν ο τελευταίος επανέφερε πολλά από τα παλιά
εκκλησιαστικά επιχειρήματα εναντίον του θεάτρου. Για τον Γκόγκολ όλα στον
κόσμο, μπορούν να είναι ένα εργαλείο στην υπηρεσία του Θεού και το θέατρο στην
ιδανική του μορφή μπορεί να εκπληρώσει αυτήν τη λειτουργία, «ανακαινίζοντας» το
θεατή που «βιώνει αναπαραστάσεις ανώτερων πράξεων». Παρά ταύτα, η πλειοψηφία
των Ρώσων κριτικών που ακολούθησαν τον Μπελίνσκι συνέχισε να δίνει έμφαση στην
κοινωνική σημασία της ποίησης, αντίθετα από εκείνους που εστίασαν σε συμβατικά
ή οργανικά ζητήματα και θεωρήθηκαν η αισθητική ή συντηρητική σχολή. Αν στα μέσα
του 19ου αιώνα οι δύο δυναμικές ομάδες είχαν ίση επιρροή στη ρωσική
ζωή, η δεύτερη σχολή θα περιπέσει στην αφάνεια κατά τη σοβιετική περίοδο.
Ο φιλόσοφος Nikolai Chernyshevsky (1828-1889) υπήρξε ο
αρχηγός μίας ομάδας συγγραφέων οι οποίοι προάσπιζαν τον επιστημονικό υλισμό, τον
ωφελιμισμό και την κοινωνική πρόοδο. Ο Chernyshevsky βρήκε τη μεταφυσική βάση της
εγελιανής αισθητικής εντελώς απαράδεκτη και στα σχόλια του για την τραγωδία
αφαιρεί όλα τα ίχνη υπερβατικότητας. Σύμφωνα με τον Chernyshevsky, η ιδέα μιας
δύναμης στο σύμπαν που καλείται μοίρα αποτελεί πρωτόγονο κατάλοιπο της τάσης
του ανθρώπου να προσωποποιεί δυνάμεις στη φύση. Από την άλλη, οι θέσεις του Apollon
Grigoryev (1822-1864) αντανακλούν δύο σπουδαίες επιρροές, τον γερμανικό
ρομαντισμό, ιδιαιτέρως την άποψη του Schelling για την τέχνη ως οργανική
διαδικασία, και την κίνηση του «pochvennichestvo» που ιδεολογικοποιούσε τη
ρωσική ιστορία και αντιδρούσε στον εξευρωπαϊσμό. Ο Grigoryev
αναγνώρισε τη σύνθεση αυτών των δύο επιρροών και κατευθύνσεων στα θεατρικά έργα
του Αλεξάντερ Οστρόφσκι (1823-1866) ως έναν επιζητούμενο καθρέφτη της ρωσικής εθνικής
συνείδησης.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα
Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Γιάννης Παπαδόπουλος, Νεφοσκεπής λίθος, λάδι σε πανί |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου