Νίκος Παπαδόπουλος, Άτιτλο, 2016- 2018, μολύβι και μελάνι, 55 x 75 εκ. |
(Μέρος 2ο)
ΤΟΥ
ΓΙΑΝΝΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Διά της
εκλαΐκευσης, κάθε έργο στο πεδίο της γνώσης παρουσιάζεται σαν ένας μικρός
λοφίσκος, που στην κορυφή του έχει κάποιες ταυτολογίες, οι οποίες
υποβαστάζονται από πυκνά στρώματα τεχνικής πολυπλοκότητας. Σχεδόν κανένας
μαθητής ή επίδοξος αναγνώστης δεν θέλει να ανέβει αυτόν τον λόφο, όταν δίπλα
του φυτρώνουν σωρηδόν οι παραλογοτεχνικές βιογραφίες που μιλούν «για τη ζωή και
το έργο» διάσημων επιστημόνων, φιλοσόφων, κλπ, οι οποίες γράφονται και
διαβάζονται χωρίς καθόλου μόχθο: μας πηγαίνουν μια ευχάριστη βόλτα, και μας
καληνυχτίζουν νωρίς.
Αλλά ακόμα
και αν αποφασίσει κανείς να ανέβει στον λόφο μέσω της εκλαΐκευσης, τότε εκτός
από κενό θαυμασμό εισπράττει και
απαξίωση απέναντι στην γνώση: σε όσο ψηλό λόφο κι αν βρίσκονται αυτές οι
ταυτολογίες, πάντα αντιμετωπίζονται ως νόμοι της φύσης. Κάθε καινούργια
«ανακάλυψη» απλώς στοιβάζεται μαζί με τις προηγούμενες, μαζί και κάθε «άγνωστη
αλήθεια». Η κοινωνική πλειοψηφία απλώς θαυμάζει τους επιστήμονες για όσα ήδη
ανακάλυψαν, και τις «άγνωστες αλήθειες» επειδή οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν
ακόμη να τις ανακαλύψουν. Ο ηδονοβλεπτικός χαρακτήρας της ημιμόρφωσης (τον
οποίο ανέφερα την προηγούμενη εβδομάδα) είναι εκείνος που εμποδίζει τον θεατή
να συμμετάσχει άμεσα στην διεργασία της γνώσης, να πιάσει στα χέρια του το πρωτότυπο
«κείμενο».
Ιδιαίτερα
στην σχολική εκπαίδευση, η διδακτέα ύλη είναι ένα σύνολο πληροφοριών, το οποίο
παρουσιάζεται ως η εκλαϊκευμένη μορφή ενός απομακρυσμένου δεματιού ταυτολογιών
που είναι σφιχτά δεμένο με τεχνικές λεπτομέρειες. Οι διαφορετικές ερμηνείες
απουσιάζουν· η κατασκευασθείσα αφήγηση για το γνωσιακό αντικείμενο μοιάζει σαν
να μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω οποιασδήποτε διαδρομής, ανεξάρτητα από την έποψη
που θα αποτελεί το σημείο εκκίνησης. Σε αυτό το σημείο, ο Wittgenstein είναι
βοηθητικός και αφοπλιστικός: «η ταυτολογία συνάγεται από όλες τις προτάσεις:
δεν λέει τίποτα»[1].
Η
εκλαΐκευση κατασκευάζει μια ψευδή κοινωνική σχέση, από την οποία αντλεί την
ισχύ της: φιλοτεχνεί το εικόνισμα μιας πεφωτισμένης «τάξης», που πλέον δεν
υπάρχει, προκειμένου η μαζική εκπαίδευση να έχει χαρακτηριστικά στοιχειώδους
«εξανθρωπισμού» της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο, οποιαδήποτε
απαίτηση για εις βάθος γνώση έχει ακυρωθεί εκ των προτέρων, από τον ρόλο που
μαθαίνουν να υιοθετούν οι μαθητές στην ίδια την διαδικασία της μάθησης.
Το
εκπαιδευτικό σύστημα, σήμερα, δεν είναι τόσο ένας «ιδεολογικός μηχανισμός του
κράτους της αστικής τάξης», αλλά, μάλλον, βασιλικά ανάκτορα δίχως βασιλέα, και
η εκλαΐκευση ψαλμωδία των υπηκόων, στο μνημόσυνο του βασιλιά που χάθηκε, ενώ
πασχίζουν να βρουν τον διάδοχο – κι αυτός δεν εμφανίζεται.
Στο πλαίσιο
του νεοφιλελευθερισμού, η εκλαΐκευση επιχειρεί να καταστήσει επίκαιρες
εκπαιδευτικές αντιλήψεις όπως του Thomas Malthus, νεκρανασταίνοντας συμβολικά
το κουφάρι της κραταιής αστικής τάξης του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τον
Malthus, η εκλαΐκευση έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα για τις πλατειές μάζες: «Αν
διδάσκονταν επίσης μερικές από τις απλούστερες
αρχές της πολιτικής οικονομίας, το όφελος για την κοινωνία θα ήταν σχεδόν
ανεκτίμητο. [...] Η γνώση αυτών των αληθειών είναι απολύτως σαφές ότι συνήθως
προάγει την ειρήνη και την τάξη, μειώνει την ισχύ των εμπρηστικών γραπτών και
αποτρέπει κάθε παράλογη και εσφαλμένη αντίσταση στις κατεστημένες αρχές»[2].
Με κάπως
σαρκαστική διάθεση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βασικό πρόβλημα αυτών των
αντιλήψεων για την εκπαίδευση, δεν είναι ότι θέλουν να αποτελέσει τον
ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους της αστικής
τάξης, αλλά να λειτουργήσει σαν να ήταν ο ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους εκείνης της αστικής τάξης, του 18ου
αιώνα.
Ένα άλλο
λάθος, που μπορεί να κάνει κάποιος σε σχέση με την σύγχρονη εκπαίδευση, είναι
να αντιμετωπίζει τους περισσότερους μαθητές ως προλετάριους, και κάποια αστική
τάξη ως ακόμη κυρίαρχη, επειδή το ιδεολογικό σχήμα στο οποίο είναι εγκλωβισμένος
προϋποθέτει, επίσης, την διαχρονική ύπαρξη της αστικής τάξης του 18ου
αιώνα. Έτσι, αναπόδραστα, θα καταλήξει στην εξής θέση: η λύση είναι μια
εκπαίδευση η οποία θέτει στο επίκεντρο κάθε γνωσιακού πεδίου τις πολιτικές του
συνδηλώσεις, ώστε να εκφράζει «τα πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας», και η
οποία μπορεί να υπάρξει μόνο αν έπεται
μιας βαθειάς κοινωνικής και πολιτικής τομής.
Η υιοθέτηση
αυτή της θέσης συνεπάγεται την πλήρη υπεράσπιση της εκλαΐκευσης, και δεν είναι
παρά ένας εύκολος δρόμος για να μην απαντά κανείς στα καίρια ερωτήματα της
εποχής του, τα οποία θα συνεχίσουν να τίθενται με τρόπο αμείλικτο και
επιτακτικό, ακόμη και χωρίς τον ίδιο. Άλλωστε, ο Γκαίτε μας ψιθυρίζει: «Να
δυσπιστείτε για τα όνειρα της νεότητάς σας· στο τέλος πραγματοποιούνται όλα»[3].
Ο Adorno μας δίνει
μια απάντηση, σε δυο διαφορετικές στιγμές του, για την σύγχρονη μορφή της
μόρφωσης: «Η μόρφωση δεν έχει όμως άλλη δυνατότητα επιβίωσης παρά μόνο τον
κριτικό αυτοαναστοχασμό πάνω στην ημιμόρφωση, στην οποία αναγκαία οδηγήθηκε»[4], και, «η εκπαίδευση θα
είχε εν γένει νόημα μόνο ως εκπαίδευση στον κριτικό αυτοαναστοχασμό»[5]. Αυτός ο κριτικός
αυτοαναστοχασμός μπορεί να ξεκινήσει με την επιστροφή στο πρωτότυπο «κείμενο»,
σε ό,τι συνήθως ατενίζουμε σαν να φοράμε τα κιάλια μας
ανάποδα: νομίζουμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι μακριά, ενώ βρίσκεται δίπλα μας.
Όλα τα
παραπάνω δεν σημαίνουν μια γενική άρνηση έναντι οιασδήποτε απόπειρας
απλοποίησης σύνθετων εννοιών. Σημαίνουν, όμως, ότι οποιαδήποτε απλούστευση
οφείλει να γίνεται εντός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εμφανίζονται οι υπό
πραγμάτευση έννοιες, αλλά και να βαθαίνει έτι περαιτέρω το στοιχείο της
ιστορικότητας, καθιστώντας την κάθε έννοια διαυγέστερη. Επωφελής απλούστευση
είναι, για παράδειγμα, η κατά το δυνατόν αποφυγή της δύσκαμπτης τεχνικής
ορολογίας, καταδεικνύοντας ιστορικά το ίδιο το μονοπάτι που οδήγησε στην
καθιέρωση των τεχνικών όρων, ελαττώνοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα στον μη
εξειδικευμένο αναγνώστη και στο πρωτότυπο κείμενο, φέρνοντάς τον ολοένα και πιο
κοντά σε αυτό.
Από τις πιο
μικρές ρωγμές σε ένα σύστημα σκέψης, ως τις πιο μεγάλες επιστημονικές και
φιλοσοφικές επαναστάσεις, όλες έχουν κάτι κοινό, όπως μας θυμίζει ο Alexandre
Koyré: «Ακόμα κι οι επαναστάσεις χρειάζονται κάποιο χρόνο για να
πραγματοποιηθούν. Ακόμη κι οι επαναστάσεις έχουν ιστορία»[6].
Ο
Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης είναι φοιτητής του Μαθηματικού Πατρών
[1] L. Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus, εκδ. Παπαζήση, σελ. 89
[2] Thomas Malthus, «An Essay on the
Principles of Population As it Effects the Future Improvement of Society», παρατίθεται στο Brian Simon, The two nations and
the educational structure, 1780-1870 (1960), σελ. 142. Το λαμβάνουμε από το έργο του Andy Green, Εκπαίδευση και Συγκρότηση του Κράτους, εκδ. Gutenberg, σελ. 375. Η έμφαση στην λέξη «απλούστερες» είναι δική
μας.
[3]
Αναφέρεται στο έργο του Ζαν Κλωντ Μισεά, Η
Εκπαίδευση της Αμάθειας, εκδ. Βιβλιόραμα, σελ. 84
[4] Th. Adorno, ό.π., σελ. 84
[5] Th. Adorno, Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, εκδ. Νήσος, σελ. 19
[6]
Αλέξανδρος Κοϋρέ, Από τον Κλειστό Κόσμο
στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, σελ. 8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου