Για
την Τέχνη της Συναρμογής και την Πρακτική της Φροντίδας
Γιάννης Χαΐνης, Χωρίς τίτλο (μέρος τρίπτυχου), κολλάζ σε χαρτί, Ιδιωτική Συλλογή |
ΤΟΥ
ΖΗΣΗ ΚΟΤΙΩΝΗ
Μια
απλή παρατήρηση: ενώ την τελευταία δεκαετία η αγορά της τέχνης στην Ελλάδα
σχεδόν κατέρρευσε, αυξήθηκε εντυπωσιακά η πληθώρα τόσο των παραγώμενων έργων
τέχνης όσο και των γεγονότων περί την τέχνη στη δημόσια σφαίρα. Δεν χρειάζεται
να παραμείνουμε στην Ελλάδα αλλά να δούμε την παγκόσμια καλλιτεχνική παραγωγή.
Εμφανίζει έναν πλεονάζοντα ρόλο στην οικονομία του πολιτισμού και ταυτόχρονα τα
καλλιτεχνικά υποκείμενα -οι εργάτες της τέχνης- αναπτύσσονται σε έναν ενεργό,
μη αμειβόμενο υπερ-πληθυσμό. Μια πρόχειρη εξήγηση του φαινομένου δεν μπορεί να
παραβλέψει την on-line οικουμενική δραστηριότητα
επικοινωνίας και διεπαφής. Το παραγόμενο υλικό έργο μπορεί εύκολα, αν και στιγμιαία,
να υπάρξει σε οθόνες υπολογιστών πολύ περισσότερων από τα μάτια που θα θεαθούν
το έργο στον πραγματικό, εκθεσιακό χώρο. Έτσι, τα υλικά έργα έχουν μια σύντομη,
βίρτσουαλ ζωή. Αν και άυλα, με τη λειτουργία αυτής της συνεχούς σκηνής, ενός
απεριόριστου μουσείου του συνεχούς παρόντος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
συντελούν στην ολοένα αυξανόμενη παραγωγή, μιας πληθώρας υλικών έργων τέχνης,
που μετατρέπονται βαθμιαία σε απορρίμματα αυξάνοντας τον συνολικό όγκο
παραγωγής απορριμμάτων, στο υπερμεγέθες assemblage του φυσικο-πολιτισμικού
αποθέματος. Αυτά είναι τα δυσοίωνα συμπτώματα ενός διαδικτυακού μεταβολισμού
της καλλιτεχνικής παραγωγής συμβάντων και υλικών κατασκευών.
Από
αυτή την άποψη, η μετακίνηση της τέχνης προς επιτελεστικές πρακτικές είναι περισσότερο
βιώσιμη από τις μορφές μετασχηματισμού της ύλης σε καλλιτεχνική δημιουργία. Η
κατάσταση χρήζει μιας ριζικής επανεξέτασης. Ειδικά σε μια λογική υπέρβασης των
διπόλων της νεωτερικότητας πρέπει να επανεξεταστεί το δίπολο: χρήσιμο προϊόν -
άχρηστο έργο τέχνης. Μπορεί ακόμα το έργο τέχνης να εκκινεί από εκεί που
τελειώνει η επικράτεια της χρηστικότητας ή κάποιας μορφής επιτελεστικότητας
μέσα στην καθημερινή ζωή; Τι αντιπροσωπεύει σήμερα αυτό το υπερπλεονάζον έργο
της τέχνης;
Η
θεωρησιακή εμπειρία των φυσικοπολιτισμών μας επιτρέπει να σκεφτούμε την
υλικότητα της καλλιτεχνικής παραγωγής ως μέρος μιας διαδικασίας φυσικών και
τεχνητών ανασύρσεων και επικαθήσεων ύλης στο φλοιό της γης. Η καλλιτεχνική
παραγωγή, συμπεριλαμβανόμενης βεβαίως και της αρχιτεκτονικής και όλων των
πρακτικών συγκρότησης του υλικού περιβάλλοντος, του εξωσκελετού
όπως τον ονομάζει ο Manuel
De Landa, εμπλέκεται στο φυσικοπολιτισμικό
μόρφωμα σε μια διαδικασία στιγμιαίας αφομοίωσης. Αυτό το υλικό μόρφωμα δεν
είναι μόνο συνεχώς νέο αλλά παραμένει και διαρκώς αυξανόμενα μεταχειρισμένο. Οι
θεωρίες του Assemblage,
εκκινώντας από τις ιδέες των Deleuze
και Guattari
από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 επιχειρούν να δώσουν μεθοδολογικά εργαλεία
και ερμηνευτικές εκδοχές για την κατανόηση του σύνθετου κοινωνικού και φυσικού
φαινομένου των assemblage.
Η θεώρηση της ύλης, της ενέργειας, των δικτυακών διακλαδώσεων και του
κοινωνικού φαινομένου σε διαστρωματώσεις και η θεώρηση του πολιτισμού ως
“συλλογής ετερογενών συστατικών και εξαρτημάτων” επανέρχεται στην προσπάθεια να
κατανοηθεί η καλλιτεχνική παραγωγή έξω από τις αισθητικές κατηγορίες και την
αυτόνομη γλώσσα της κριτικής.
Είναι
κρίσιμο εδώ να σκεφτούμε ότι το assemblage
περισσότερο από επιστημονική μεθοδολογία υπήρξε από τα βάθη της ιστορίας μια
πρακτική διαχείρισης της υλικότητας στην δημιουργία όχι μόνο υλικών αλλά και
γλωσσικών κατασκευών. Ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, ο μουσικός, ο
μηχανικός εφήρμοζαν και εφαρμόζουν τεχνικές assemblage από ένα υφαντό σε ένα
κόσμημα, σε ένα τραγούδι ή ακόμα στην ρομποτική παραγωγή του αυτοκινήτου.
Ανακτώντας
την πρακτική του assemblage
από
το πεδίο της κοινωνικής θεωρίας ή της ιστορίας προς την περιοχή της
καλλιτεχνικής παραγωγής κρατάμε τη βασική ιδέα της “συλλογής ετερογενών συστατικών”.
Η ελληνική γλώσσα πλουτίζει το σημασιολογικό φάσμα της λέξης προσφέροντας δύο
συναφείς όρους για την μετάφρασή της: αυτόν της συνάθροισης (assembly)
και αυτόν της συναρμογής, ως
συνεκδοχές του νοήματός της. Η έννοια της συνάθροισης
εμπεριέχει τόσο τα πράγματα στη φυσική τους μορφή -ένας λόφος από πέτρες- όσο
και τα υποκείμενα - μια πλατεία με το πλήθος. Άρα είναι μια έννοια γεωλογική
όσο και πολιτική. Η έννοια της συναρμογής
(από τον αρμό, το συνδετικό στοιχείο) προϋποθέτει μια εμπειρική και τεχνική
γνώση, βάζει δηλαδή τη διάσταση της τεχνικής διάνοιας ενσωματωμένης στην
πρακτική για το σχηματισμό του assemblage,
ενός φυσικοπολιτισμικού μορφώματος.
Η
σημασία που δίνουμε στο assemblage
για
την θεώρηση του καλλιτεχνικού έργου έχει να κάνει με την ιδέα της λειτουργίας
των καλλιτεχνικών πρακτικών μέσα σε έναν μεταχειρισμένο κόσμο. Έτσι, η
καλλιτεχνική επινόηση δεν χρειάζεται να δημιουργεί μια νέα τάξη πραγμάτων
ξοδεύοντας πρωτογενή αποθέματα ύλης αλλά μετατοπίζεται στο να επανασυνθέτει και
να συναρμόζει την πρό-χειρη και μεταχειρισμένη ύλη. Και μια κι η λέξη “αρμός”
φέρνει στο νου τις πανάρχαιες λιθοδομές από τα κάστρα του ανθρώπινου
εξωσκελετού, η χρήση των λίθων, εν προκειμένω, στην κατάσταση που αυτοί
συλλέγονται από την επιφάνεια της γης, είναι ένα προνομιακό παράδειγμα του τί
μπορούμε σήμερα να ονομάζουμε πολιτισμικό assemblage. Μόνο που αντί για το
“φυσικό” υλικό των λίθων έχουμε μπροστά μας, και είμαστε εμείς οι ίδιοι με το
μεταβολισμό μας, υποκείμενα και ταυτόχρονα αντικείμενα αυτού του
μεταχειρισμένου κόσμου των πρωτογενών υλικών, των ενεργών μηχανών και της
πληθώρας των απορριμμάτων.
Το
assemblage
είναι
η ευρεία πρακτική συνεχούς επανενεργοποίησης ενός εμπράγματου, μεταχειρισμένου
κόσμου. Για την νεωτερική αντίληψη ο υλικός κόσμος είναι διαθέσιμος ως πρώτη
ύλη μιας ιδέας, ανεξάρτητος από αυτήν, αρκεί να αρμόζει η υπαγωγή της ύλης στην
υπηρέτηση της ιδέας. Αντίθετα με την “καθαρή” επινόηση, που εργαλειοποιεί τον
εμπράγματο κόσμο, στο επινοητικό assemblage
δεν
υπάρχει κάποια διαθέσιμη πρώτη ύλη που θα γίνει ένα νέο αντικείμενο αλλά
προϋπάρχουν οι προηγούμενες επινοήσεις ενσωματωμένες στα πράγματα. Πρόκειται
για μια πανσπερμία προϋπαρχουσών επινοήσεων, ένα είδος αμαλγάματος του
φυσικοπολιτισμού, στο οποίο η κάθε νέα επινόηση επισωρεύει νέα δεδομένα. Τα νέα
δεδομένα δεν υπηρετούν ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, αλλά το πρόγραμμα
προσαρμόζεται στα δεδομένα των “ετερογενών συστατικών”. Όσο μια κατασκευή assemblage δεν
υπηρετεί ένα λειτουργικό πρόγραμμα της οργανωμένης ζωής μπορεί να ονομάζεται τέχνη.
Όμως είναι αυτή η αμέλεια προς τη ζωή απάντηση στις ευθύνες της καλλιτεχνικής
πράξης σήμερα;
Η
θεωρία της Φροντίδας (Μέριμνας[1]) που εισήγαγε
η Joan Tronto από τη δεκαετία του 1970 και
εξελίσσεται συν τω χρόνω προερχόμενη από τις φεμινιστικές πρακτικές και τον
αναστοχασμό τους μπορεί να δώσει ενδείξεις για μια γενική πολιτική κατεύθυνση
διοχέτευσης της επαυξημένης, γενικής καλλιτεχνικής ενέργειας. Πέρα από τη
σχηματικότητα των διπόλων της νεωτερικότητας[2],
η θεωρία της Φροντίδας ιχνηλατεί το πεδίο δράσης στον μεταχειρισμένο κόσμο όχι
μόνο με την έμφυλα προσδιορισμένη σημασία της πρακτικής του “φροντίζειν -
μεριμνάν” αλλά και συγγενείς πρακτικές όπως είναι η συμπλήρωση, η ανασύνταξη, η
επιδιόρθωση της μεταχειρισμένης υλικότητας των φυσικοπολιτισμών. Οι σχέσεις
φροντίδας που αφορούν εξίσου τον κόσμο της εργασίας, τη συναισθηματική
διαμοιβή, την οικολογική δραστηριότητα είναι ευρύ πεδίο δοκιμής του assemblage, με τους όρους μιας
τέχνης που εμφανίζεται και αρμόζει στο πεδίο της καθημερινής και της οικιακής
ζωής. Πρόκειται κυρίως για ενσώματες, off-line
πρακτικές που θα μπορούν να νοηματοδοτούν την επινοητικότητα της τέχνης στο
πεδίο της καθημερινής ζωής. Αν θεωρήσουμε ότι το Bauhaus επαναπροσδιόρισε
τις καθημερινές, οικιακές πρακτικές εναρμονίζοντας τις κατευθύνσεις του με τις
δυνατότητες της βιομηχανικής παραγωγής, στη σημερινή εποχή, η μετα-βιομηχανική
συνθήκη επιτρέπει τον επαναπροσδιορισμό της επιτελεστικότητας της τέχνης μέσα
στον ορίζοντα της καθημερινής ζωής.
Το
assemblage,
οι συναρμογές, είναι ένας αστερισμός πρακτικών που εφαρμόζονται στο ενδεδυμένο
σώμα, τον πολιτισμικό μεταβολισμό, την κουζίνα, το νοικοκυριό, τις χρήσεις της
γλώσσας, την ενεργή συσχέτιση και διάδραση μεταξύ υποκειμένων και
μικρο-κοινοτήτων. Η επινοητικόητα της τέχνης, η μήτις της
ζωής υπάρχει ήδη εκεί έξω. Υπαγορεύει τη δυνατότητα μιας
ενοποιητικής προσέγγισης της ιδέας του assemblage στο
πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας με την ιδέα των συναρμογών στο πεδίο των
καλλιτεχνικών πρακτικών.
Μια
συγχρονική προσέγγιση της τέχνης υπαγμένης στις χρηστικές και τελετουργικές
επιτελέσεις της καθημερινότητας καθιστά μη διακριτά τα όρια μεταξύ τέχνης, design, διακόσμησης, ένδυσης, γαστριμαργίας,
γλωσσικών παιχνιδιών. Η πρακτική των συναρμογών είναι μια δυνατότητα που ξεκινά
από την απλή “συλλογή ετερογενών συστατικών” για την ανακατασκευή του
εμπράγματου, υλικού κόσμου και φτάνει στην συναρμογή μέσα στην ετερογένεια του
κοινωνικού σώματος. Αυτή η εν δυνάμει
ολο-ποιητική και εν ενεργεία θραυσματική διάσταση είναι και η πιο
ενδιαφέρουσα. Για το assemblage
τα
φύλα, τα πετρώματα, τα ζώα, τα φυτά, τα κοινωνικά μορφώματα είναι από κοινού
εκδοχές ενός αμαλγάματος δύσκολα εκλογικεύσιμου. Ποιά υπερ-επιστήμη και ποιά
ηθική της ευθύνης μπορεί να αδράξει αυτό το υπερ-υποκείμενο του assemblage που
ο Εμπεδοκλής το περιγράφει ως: “αγόρι και κορίτσι, και θάμνο και πουλί και
ψάρι”;
Ο
Zήσης Κοτιώνης είναι
αρχιτέκτων και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
[1]
Η Μ. Τσεβρενή μεταφράζει το care
ως μέριμνα και όχι ως φροντίδα στο: Joan
Tronto,
Για μια Πολιτική της Μέριμνας (care) σε έναν Ευάλωτο Κόσμο,
μτφ. Μ. Τσεβρενή, Πόλις, 2011
[2] Elke Krasny, Architecture
and Care στο Critical Care, Architecture and Urbanism
in a Broken Planet, ed. Angelika Fitz, Elke
Krasny, MIT Press, 2019, σ. 36
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου