ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ, Η τέχνη που
αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας, εκδόσεις Μικρή
Άρκτος, σελ. 110
Σύμφωνα με τον Κώστα Κουτσουρέλη η ποίηση έχασε τον
δημόσιο χαρακτήρα της. Ο κύκλος των ποιητών μετατράπηκε σε στενή συντεχνία και
περιθωριοποιείται όλο και περισσότερο, εγκαταλειμμένος τόσο από τους αναγνώστες
και το ακροατήριό του όσο και από την κριτική. Πρόκειται για φαινόμενο το οποίο
επιδεινώνεται διεθνώς από τη δεκαετία του 1970, όταν η ποίηση άρχισε να γίνεται
επιδεικτικά εσωστρεφής, μονολογική και αυτοαναφορική.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην
ενδημική παθολογία της ποίησης, τη συσχετίζει όμως διαρκώς με ανάλογα
συμπτώματα έξω από την Ελλάδα. Συνοπτικά, σε δώδεκα κεφάλαια εξετάζονται τα
εξής: Ο εκδοτικός πληθωρισμός των ποιητικών βιβλίων και η αμελητέα ανταπόκριση.
Η αδυναμία της κριτικής να αποτιμήσει την τεράστια ποιητική παραγωγή. Η άγνοια
από τους ποιητές των προϋποθέσεων για την έμμετρη ποίηση, οι τεχνικές αδυναμίες
τους στα ελευθερόστιχα ποιήματα, ο παραγκωνισμός της προφορικότητας και η μη
εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ελληνικής γλώσσας στη σύνταξη, τη σύνθεση, τη
δημιουργία νεολογισμών. Η θεματική και ειδολογική συρρίκνωση της ποίησης. Η
αναφορική ασάφειά της. Οι αντιφατικές αισθητικές στάσεις που συνυπάρχουν στην
ποιητική ιδεολογία. Το μικροαστικό και κομφορμιστικό πλαίσιο όπου κινείται η
πλειοψηφία των ποιητών. Η αποτυχία των προσπαθειών για κοινωνική ποίηση. Το
δωδέκατο κεφάλαιο αποτελεί, κατά τον Κώστα Κουτσουρέλη, «αντιμανιφέστο» για μία
ποίηση η οποία: αποβλέπει στη συλλογικότητα, είναι ταπεινή και τερπνή, μπορεί
να παρεμβαίνει στα πράγματα, αφηγείται και περιγράφει με μεταδοτικότητα και
ακρίβεια, απαιτεί αυστηρή εργασιακή ηθική, τείνει προς την προφορικότητα,
αυξάνει τα είδη, τα θέματα και τα μέσα της και δεν περιορίζεται, τέλος, από
μανιφέστα και δόγματα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι
γραμμένο σε τόσο προσεγμένο και ισορροπημένο ύφος, ώστε, ενώ ο συγγραφέας
διατηρεί την εκφραστική ιδιοτυπία του, η σπάνια, η λόγια λέξη δείχνει εντελώς
φυσική. Αναπτύσσεται λοιπόν εδώ ένας εξαίρετος θεωρητικός λόγος. Όσον αφορά το
περιεχόμενο, η ανάλυση αποδεικνύεται οξυδερκής και τεκμηριωμένη. Η μελέτη και η
αξιολόγηση των ποιημάτων ή των ποιηματικών αποσπασμάτων δεν είναι απλώς
διεισδυτικές, αλλά ανάγονται σε παιδαγωγικό μοντέλο, επειδή υπαγορεύουν έναν
αντικειμενικό και συνεπή τρόπο προσέγγισης της ποίησης. Ταυτοχρόνως,
αντιπροσωπεύουν ένα υπόδειγμα κριτικής. Η σφαιρική πραγμάτευση του θέματος, σε
αντίθεση με ανάλογα εγχειρήματα, είναι επιτυχής, αφού διαγιγνώσκεται μία
πραγματική παθολογία και, επιπλέον, καταδεικνύονται τα βασικά αίτια των
συμπτωμάτων. Βέβαια, η ερμηνευτική αντιμετώπιση ενός φαινομένου στο σύνολό του
συνοδεύεται από συμβιβασμούς, κυρίως από την αναγκαία συμμόρφωση όλων των
περιπτώσεων προς το σχήμα της ερμηνείας, γεγονός που δεν επιτρέπει την προβολή
των αποκλινόντων στοιχείων, τα οποία παίζουν σημαίνοντα ρόλο. Έτσι
παραβλέπεται, για παράδειγμα, η κοινωνική ποίηση που γράφουν δημιουργοί όπως ο
Νάνος Βαλαωρίτης και ο Ντίνος Σιώτης.
Την προέλευση του ακραίου
υποκειμενισμού της ποίησης ο συγγραφέας την εντοπίζει σε ένα γενικότερο
πρόβλημα, την εξατομίκευση που κλιμακώνεται σε Ευρώπη και Αμερική (σελ. 107).
Εδώ μπορεί να προστεθεί και η μιντιακή συνέργεια, καθώς, εξαιτίας του
διαδικτύου, οι άνθρωποι αποσύρονται συστηματικά και αλγορυθμικά σε
περιχαρακωμένες εικονικές περιοχές. Η ανεξάντλητη, εξάλλου, παραγωγή των
πληροφοριών ενδέχεται να καταστήσει το άθροισμα των λογοτεχνικών έργων
συγκριτικά απειροστό και άρα ανύπαρκτο για το μεγαλύτερο τμήμα των χρηστών. Από
την άλλη, χάρη στη ψηφιακή εγγύτητα των ανθρώπων, όπως παρατήρησε αρχικά ο Marshall McLuhan, καθιερώνονται νέες μορφές της
προφορικότητας, υπέρ της οποίας συνηγορεί ο Κώστας Κουτσουρέλης. Τα προηγούμενα
συνιστούν μία μόνο ενδεικτική σειρά ζητημάτων, χωρίς να ανταποκρίνονται σε
ολόκληρο το εύρος του διαλόγου τον οποίο ανοίγει το αξιολογότατο βιβλίο του.
Γιάννης Μαλτέζος, Χωρίς τίτλο, 1964, Δωρεά Ελ. Μαλτέζου, Συλλογή ΕΠΜΑΣ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου