20/1/19

Ξένη δραματουργία και μεταπολεμικό ελληνικό θέατρο

Πέπη Σβορώνου, Η αρπαγή (η Διαβολική μορφή), 1990, λάδι σε μουσαμά, 70 x 100 εκ. 



ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Ξένοι συγγραφείς στο ελληνικό θέατρο (1945-1967). Από τη μεριά της δραματουργίας, Ηρόδοτος, Αθήνα 2018, σελ. 564

Από όλες τις μορφές τέχνης, το θέατρο, στις καλύτερές του στιγμές, πλησιάζει τον ιδεότυπο του «ολικού έργου τέχνης» (μαζί με την όπερα, για την οποία, άλλωστε, ο Βάγκνερ χρησιμοποίησε τον όρο). Πρόκειται για μια μορφή τέχνης πολυπαραγοντική (κείμενο, σκηνοθεσία, ηθοποιία, μουσική κ.λπ.), η μελέτη της οποίας, στη συγχρονική ή στη διαχρονική της διάσταση, οφείλει να λαμβάνει υπόψη αυτόν τον πλουραλισμό, από τον οποίο προκύπτει για τον μελετητή η ανάγκη επιλογής οπτικής γωνίας, «σκοπιάς» από την οποία θα διερευνήσει το θεατρικό φαινόμενο και την ιστορία του.
Έχοντας συνείδηση του πλουραλισμού των δυνατών επιλογών, ο Γρηγόρης Ιωαννίδης, καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, διάλεξε να μελετήσει το ελληνικό θέατρο της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (1945-1967) καταρχάς μέσα από τις παραστάσεις του διεθνούς ρεπερτορίου· επέλεξε δηλαδή να ερευνήσει το ελληνικό θέατρο μέσα από τις συνθήκες πρόσληψης της διεθνούς δραματουργίας και, άρα, της επικοινωνίας του με την παγκόσμια θεατρική σκηνή –και τη θέση του στο διεθνές θεατρικό γίγνεσθαι.

Πέρα από αυτήν την αρχική επιλογή, ο συγγραφέας μελετά την ελληνική σκηνή της περιόδου από δύο διαφορετικές σκοπιές. Στον πρώτο τόμο του έργου του (Από τη μεριά των θιάσων, Ηρόδοτος, 2014) επέλεξε τη σκοπιά των θιάσων, δίνοντας βάρος στις εσωτερικές διαδικασίες συγκρότησης της πολιτικής ρεπερτορίου, αλλά και των ίδιων των «μονάδων ανάλυσης», που για την υπόψη περίοδο είναι οι θίασοι. Πρόκειται για μεθοδολογική επιλογή προσδιορισμένη από τις συνθήκες συγκρότησης του θεατρικού πεδίου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, καθώς οι θίασοι (αλλά και οι θιασάρχες, οι θεατρικοί επιχειρηματίες κ.ά.) διατηρούν πολύ πιο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του απ’ ό,τι, π.χ., ο σκηνοθέτης.
Στον δεύτερο τόμο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, η οπτική γωνία του ερευνητή στρέφεται στον άλλο διαμορφωτικό παράγοντα του πεδίου στην υπό εξέταση περίοδο: τον θεατρικό συγγραφέα.
Το διανοητικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προσλήφθηκε το έργο του εκάστοτε συγγραφέα από μεταφραστές, καλλιτέχνες, κριτικούς και κοινό ήταν αυτό της εθνικής δραματουργίας· η καταγωγή του συγγραφέα θεωρούνταν ένας παράγοντας ο οποίος τον ενέτασσε σχεδόν αυτομάτως σε μια ευρύτερη δραματουργία, που αντιμετωπιζόταν ως έχουσα, λίγο-πολύ, ενιαία χαρακτηριστικά, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό έναν αντίστοιχο ορίζοντα προσδοκιών για το κοινό. Έτσι, για παράδειγμα, το γαλλικό θέατρο προσλαμβάνεται ως συνώνυμο του ελαφρού βουλεβάρτου (αλλά, αργότερα, και ως συνώνυμο της δραματουργικής πρωτοπορίας), το αμερικανικό ως εκφραστής ανανεωτικών κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων κ.λπ. Μέσα από αυτές τις κατηγοριοποιήσεις διαμορφώνεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ένα «πολιτιστικό είδωλο» που διαμορφώνει, με τη σειρά του, τους όρους πρόσληψης του κάθε έργου.
Ερευνώντας την περίοδο 1945-1967 από τη σκοπιά της πρόσληψης της δραματουργίας, ο συγγραφέας επιλέγει μια ακόμη συναφή αναλυτική κατηγορία για να προσεγγίσει το υλικό του: τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο» έργο. Η σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές ποιότητες λειτουργεί, σε πολύ γενικές γραμμές, ως ένδειξη των ανανεωτικών τάσεων στο θεατρικό τοπίο, συχνά όμως υποκρύπτει περισσότερα απ’ όσα φανερώνει για τη δυναμική του, καθώς, όπως προειδοποιεί ο συγγραφέας, κάποτε η νέα προσέγγιση παλιών έργων αποδεικνύεται περισσότερο ανανεωτική από το διεκπεραιωτικό ανέβασμα κατ’ όνομα «νέων» έργων.
Οι αναλυτικές κατηγορίες τις οποίες επιλέγει για τη μελέτη του ο Γρ. Ιωαννίδης είναι ιστορικά προσδιορισμένες. Λειτουργούν, πιστεύω αποτελεσματικά, στη μελέτη αυτής της κομβικής, διαμορφωτικής περιόδου για το ελληνικό θέατρο. Γίνεται φανερό, όμως, πως όσο η αφήγηση προχωρά προς το τέλος της περιόδου, τα όρια αρχίζουν να θολώνουν και επιπλέον κατηγορίες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, που δείχνουν να ασφυκτιούν μέσα στην κατηγοριοποίηση των εθνικών δραματουργιών. Μια τέτοια κατηγορία αποτελεί, για παράδειγμα, η «πρωτοπορία», όρος ευρύς, με βάση τον οποίο προσλαμβάνονται όλο και περισσότερο οι ανανεωτικές απόπειρες, δραματουργικές αρχικά και σκηνικές στη συνέχεια, που αναδύεται κατά τη δεκαετία του 1960, όπως γίνεται φανερό στο ακροτελεύτιο κεφάλαιο της ανά χείρας μελέτης.
Τα ιστορικά όρια ισχύος των αναλυτικών κατηγοριών προσδιορίζουν και την περιοδολόγηση που επέλεξε ο Γρ. Ιωαννίδης: Η περίοδος 1945-1967 διατηρεί έτσι τη σχετική αυτονομία της (μολονότι άλλες αναλυτικές κατηγορίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν, εξίσου νόμιμα, σε άλλες περιοδολογήσεις), ως περίοδος κομβικής σημασίας, καθώς υπήρξε διαμορφωτική για το ελληνικό θεατρικό τοπίο, που εγκαταλείπει οριστικά, αν και όχι χωρίς πισωγυρίσματα, τις θεατρικές πρακτικές του Μεσοπολέμου για να εισέλθει στη σύγχρονη εποχή. Οι εσωτερικές χρονικές τομές που επιλέγονται δημιουργούν αρκετά ευρείες περιόδους, που ταυτίζονται με τις δεκαετίες, ώστε να παραμένουν λειτουργικές και συμπεριληπτικές, σε διάλογο με τις αντίστοιχες μείζονες πολιτικές και κοινωνικές τομές.
Το έργο του Γρ. Ιωαννίδη (που, όπως αναγγέλλει ο συγγραφέας, πρόκειται να ολοκληρωθεί με την έκδοση ενός τρίτου τόμου, γραμμένου από τη σκοπιά «των αριθμών και των ποσοτήτων, των δεικτών και των ποσοστών») αποτελεί, αναμφίβολα, μια εξαιρετικά σημαντική συμβολή στην, πενιχρή δυστυχώς, ιστοριογραφία του μεταπολεμικού μας θεάτρου. Η πολυπρισματική οπτική του, οι μεθοδολογικές καινοτομίες που εισάγει και η πλούσια τεκμηρίωσή του το καθιστούν ένα έργο αναφοράς, με το οποίο οφείλει να διαλεχθεί δημιουργικά οποιοσδήποτε επιδιώκει την παραπέρα μελέτη του θεάτρου αυτής της περιόδου, αλλά και εκείνης που ακολουθεί, τουλάχιστον μέχρι το 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια: