ἡ
ζωγραφιὰ ξεφώνιζε πὼς κάτι ἀνάρμοστο εἶχε:
σβαρνοῦσαν
χῦμα χώματα τὸν φεγγοβόλο ἥλιο
κι
ἀγκαθωτὰ τὸν ξέσκιζαν τριβόλια στ’ ἄδειον
στέρνο
ἐνῷ τὰ πέλματα πατώντας τὶς λεωφόρους
τ’
οὐρανοῦ σ’ ἀπόμερα μοιράζονταν νεφοσκεπῆ
σοκάκια
κἂν μπόρες δὲν προβλέπονταν ἐκεῖ
ὅπου
στεγάζονται ὅσοι οἴκοι κατοικοῦνε μόλις
μι’
ἀποσιωπημένην λεπτομέρεια ξεφεύγοντες
ὅλοι
καὶ ὅλες περπατοῦν συχνὰ χαίρονται ζοῦν
ναὶ
ζοῦνε ὅμως ἀνάποδοι μὲ τὸ κεφάλι κάτω
μὰ
ὁ πειρασμὸς κατάδικος χρονία ἐκτίει τὴν ποινή –
(ποιός
ποιητὴς στὸν τοῖχο του δὲ σπέρνει αὐθαιρεσίες;)
Κώστας
Θ. Ριζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου