Ντόρα Γκαρθία, The Joycean Society [Σύλλογος Φίλων του Τζόυς], 2013, βιντεοεγκατάσταση, έγχρωμο, ήχος, 53΄ |
ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
[Από το Επίμετρο στο βιβλίο του Βασίλη
Αλεξίου, Λογολογίες. Θεωρητικές δοκιμές
στη γλώσσα και τη λογοτεχνία, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις
εκδόσεις Παπαζήση]
Ο
Βασίλης Αλεξίου είναι φιλόλογος, αλλά όχι μόνον αυτό και προπαντός όχι αυτό.
Είναι φιλόλογος, επειδή διαθέτει μια πραγματικά σπάνια για τα νεοελληνικά μας
ευαισθησία και οξυδέρκεια οσάκις προσεγγίζει τα κείμενα και τους δημιουργούς
τους. Δε θα υπερέβαλα αν έλεγα ότι οι αναγνωστικές προσεγγίσεις του Αλεξίου
συνιστούν όντως μια «κατάσταση εξαίρεσης» μέσα στο θολωμένο τοπίο της
περιπέτειας των φιλολογικών «εξορμήσεων», οι οποίες συχνότατα επιφέρουν
σοβαρότατες βλάβες στην κειμενικότητα τών κειμένων, συσκοτίζοντας μέσω της
ανελαστικότητας της φιλολογικής τους ορθοδοξίας, αντί να διαυγάζουν τις
διαθέσεις των κειμένων και την προθετικότητα των δημιουργών τους.
Είναι, άλλωστε, αυτή η «κατάσταση
εξαίρεσης» που συγκροτεί την αφετηρία της ερμηνευτικής εμμονής του Αλεξίου,
κατά το μέτρο που οι αναγνώσεις του εντάσσονται, με εξαιρετική λεπτότητα και
διεισδυτικότητα, στην ευρύτερη περιοχή του δοκιμιακού λόγου, εκεί δηλαδή που τα
κείμενα αναζητούν και βρίσκουν όχι μόνο τον επαρκή αναγνώστη τους, κατά τη
γνωστή προτροπή, αλλά επιπλέον και προπάντων τον αναγνώστη τους ως
αναδημιουργική θεώρηση και πράξη, ως τον «πολλαπλασιαστή» τους, ο οποίος
προσθέτει στη γραφή τους άλλες, καινούργιες ειδήσεις και έτσι τα εμπλουτίζει με
ίχνη και στοιχεία τα οποία υπολανθάνουν μέσα στη γραφή, χωρίς εντούτοις να
είναι εμφανή πριν από την ερμηνευτική τους ανάγνωση.
Όπως ασφαλώς θα διαπιστώσει ο
αναγνώστης των Δοκιμών του Βασίλη Αλεξίου, είναι δοκίμια με την πιο αυστηρή
έννοια του όρου, δηλαδή ανήκουν αποκλειστικά στο δοκιμιακό είδος, τόσο
μορφολογικά όσο και γραμματολογικά. Ανήκουν στο είδος μιας «άλλης τέχνης», όπως
ακριβώς την έχει ορίσει ο Georg
Lukács, με ανυπέρβλητη
διαύγεια και ακρίβεια, αποφαινόμενος: «το
δοκίμιο είναι ένα είδος τέχνης, με ιδιαίτερη και τελειωμένη μορφοποίηση μιας
ιδιαίτερης και ολοκληρωμένης ζωής […] Το δοκίμιο αντιμετωπίζει τη ζωή με την
ίδια χειρονομία που χρησιμοποιεί και το έργο τέχνης». Αυτή ακριβώς η
χειρονομία είναι που διακρίνει τις αναγνωστικές προσεγγίσεις του Αλεξίου και
μέσω αυτής της χειρονομίας καθίσταται ένας «πολλαπλασιαστής» των κειμένων, καθώς
πάνω στα κείμενα επιθέτει την άλλη τέχνη του δοκιμίου, η οποία νεύει προς τα
κείμενα και τα καθιστά υπόλογα του νεύματός της. Και αυτό το νεύμα απαιτεί, για
να επικαλεσθώ και πάλι τον Lukács, «τη μορφή
μόνον ως βίωμα, χρειάζεται, δηλαδή, μόνο τη ζωή, μόνο τη ζωντανή ψυχική
πραγματικότητα, που περιέχει η μορφή».
Ο «αναδιπλασιασμός του κειμένου», για
να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Jacques Derrida, τον
οποίο επιτυγχάνουν οι Δοκιμές του Αλεξίου, καθίσταται θεμελιώδες επίτευγμα μέσω
ακριβώς της μορφολογίας των προσεγγίσεών του, η οποία, οπωσδήποτε,
συνεπικουρείται από τη γραμματολογία, δηλαδή από τη στέρεη φιλολογική σκευή
του. Η μορφολογία, στην οποία αναφέρομαι, διανοίγει την ανάγνωση και όχι λίγες
φορές αναποιεί το κείμενο προκειμένου να το οδηγήσει σε κάποιες άλλες περιοχές,
εκεί ακριβώς που η χειρονομία της άλλης τέχνης του δοκιμίου επιθυμεί να το
τοποθετήσει ως σημαινόμενο, εντός ωστόσο του κειμένου. Έτσι, το κείμενο αποκτά
μια πολλαπλότητα σημαινομένων χάρη στη διάνοιξή του από τη ζωντανή ψυχική πραγματικότητα
τού αναγνώστη του, δηλαδή χάρη στη μορφή που περιέχεται μέσα σε αυτή την
πραγματικότητα και γενναιόδωρα προσφέρεται στο κείμενο.
Αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά προς τα
κείμενα τη διαπιστώνουμε εξακολουθητικά μέσα στις Δοκιμές του Αλεξίου, είτε μιλούν
για τον Σολωμό, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο, είτε για τον «λησμονημένο» Σαραντάρη
και τον Δημήτρη Χατζή, είτε για τους σύγχρονούς μας, τον Γιάννη Δάλλα και τον
Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, ή πάλι όταν διανοίγονται στο πέλαγος της Μπαχτινικής
ποιητικής –και ας την ονομάζει ο Αλεξίου «ηθική του λόγου», μη λησμονώντας
πάντως να μιλήσει ουσιωδώς γι’ αυτήν με όρους ποιητικής– και στον λαβύρινθο της
Μπενγιαμινικής διαλεκτικής ή του Μπρεχτικού gestus.
Σε όλες αυτές τις Δοκιμές του, ο
Αλεξίου κατορθώνει τελικά –και αυτό είναι πράγματι μια συμβολή στα νεοελληνικά
μας– να ωθήσει τα κείμενα έξω από τον εαυτό τους, ή, καλύτερα, να μιλήσει γι’
αυτά με το βλέμμα στραμμένο από το εντός των κειμένων στη μορφή που παίρνει
αυτό το πολύτιμο εντός όταν η επιδέξια αναγνώρισή του το κάνει να αναδυθεί
«εκτός εαυτού» και έτσι να λειτουργήσει «εξ ανάγκης» πολλαπλασιαστικά. Σε αυτή
τη διαδικασία της ερμηνευτικής ανάγνωσης, το όριο έχει τεθεί από τον Paul Ricoeur,
τον οποίο ασφαλώς ο Αλεξίου γνωρίζει καλά. Η ιδιαιτερότητα ή η ιδιοτυπία της
ερμηνευτικής των κειμένων την οποία αναλαμβάνει ο δοκιμιακός λόγος είναι,
διατείνεται ο Ricoeur, «η αναζήτηση μέσα στο ίδιο το κείμενο, από τη μια μεριά της εσωτερικής
δυναμικής, η οποία διέπει τη δόμηση του έργου και, από την άλλη, της δύναμης
που το έργο διαθέτει να προβάλλει τον εαυτό του έξω από τον εαυτό του και να
γεννά έναν κόσμο ο οποίος αληθινά θα μπορούσε να είναι το “αντικείμενο” προς το
οποίο αναφέρεται το κείμενο».
Ο Αλεξίου ακολουθεί ακριβώς αυτόν τον
«κανόνα», έστω και παίζοντας με τα όρια ή ακροβατώντας στα όρια, πάντως πάντοτε
επιχειρώντας να αποκαλύψει την εσωτερική δυναμική του κειμένου και εν συνεχεία
να αναδομήσει αυτή τη δυναμική –ή τις δυναμικές– κατά τρόπον ώστε το κείμενο να
προβάλλεται έξω από τον εαυτό του και να γεννά έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι ο
κόσμος του κλειστού χρόνου μέσα στον οποίο το κείμενο δημιουργήθηκε, αλλά ο
κόσμος ενός απεριόριστου χρόνου ο οποίος είναι πάντοτε «παρόν» και ο οποίος
είναι αναμφίβολα ο πραγματικός του χρόνος.[...]
Για τον Αλεξίου ο ποιητής και τα τεχνήματά
του απαιτούν να ξαναδούμε και να ξαναδιαβάσουμε τον κόσμο, να αποδεχθούμε την
Χαϊντεγκεριανή ξενότητά μας, την ανοικείωση που τα κείμενα μας προκαλούν όταν
είναι πράγματι κείμενα και όχι κειμενικές μιμήσεις, «το ρίγος της έκπληξής» μας
μπροστά σε αυτά τα κείμενα. Αλλά με αυτόν τον τρόπο ο δοκιμιακός λόγος
αναλαμβάνει το έργο του: να βγάλει το κείμενο από τη «μοναξιά» και την
«ιδιόμορφη ενικότητα» του εαυτού του και να γεννήσει έναν «κόσμο ο οποίος
αληθινά θα μπορούσε να είναι το “αντικείμενο” προς το οποίο αναφέρεται το
κείμενο».
Έχω την αίσθηση ότι το «εκτός εαυτού»
του κειμένου αποτελεί εντέλει την ιδιαίτερη μέριμνα και την κεντρική στόχευση
του Αλεξίου. Όχι βέβαια, προκειμένου να παρασύρει το κείμενο στις δικές του
προθέσεις και να το αποκόψει από την προοπτική του, αλλά, αντίθετα, προκειμένου
να διαμορφώσει τη διάθεση και την προοπτική της δικής του ερμηνευτικής
δοκιμασίας στο ύψος και το ήθος μιας παραπληρωματικότητα την οποία μαιευτικά
εξάγει από το κείμενο, κατά τρόπον ώστε η παραπληρωματικότητα της ερμηνείας να
συνάδει απόλυτα με την εκχώρηση του κειμένου στο νεύμα της ερμηνευτικής
προσέγγισης, και έτσι να το αποδίδει εμπλουτισμένο πίσω στον εαυτό του.
Με αυτό θέλω να πω ότι όλοι ο
πρωταγωνιστές (οι «Μπεάτοι», όπως θα έλεγε ο Εμπειρίκος) του δοκιμιακού λόγου
του Αλεξίου, είτε παλαιοί είτε σύγχρονοι, δημιουργούνται μέσα στη γραφή του
χάρη στη γενναιόδωρη προσπάθειά του να τοποθετηθούν στον κόσμο της «άλλης
τέχνης» και εκεί να αναδυθούν ως ήρωες μιας μορφής βιώματος, μιας ζωντανής
ψυχικής πραγματικότητας η οποία παράγεται όταν «το ρίγος της έκπληξης»
πλησιάζει αυτούς και τα έργα τους. Με αυτόν τον τρόπο η ανάγνωση του Αλεξίου
γίνεται πρωτίστως μια αληθινή αναποίηση του ποιητικού, δηλαδή το πιο σταθερό «αντικείμενο»
προς το οποίο αναφέρεται το κείμενο.
Αναποίηση του Βάρναλη, του Ρίτσου, του
Σαραντάρη, του Χατζή, του Δάλλα, του Λυκιαρδόπουλου, αλλά εξ ίσου αναποίηση της
ποιητικότητας του Μπαχτίν, του Λόρκα, του Σολωμού, της ποιητικής διαλεκτικής
του Μπρεχτ και του Μπένγιαμιν. Αυτή είναι η τιμιότερη, και άρα πολυτιμότερη,
συμβολή του Αλεξίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου