ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
«Δεν
γράφω για να διαβαστώ, αλλά για να ξαναδιαβαστώ»
Συμπληρώνονται φέτος τριάντα χρόνια από το
θάνατο του Νίκου Καλαμάρη/Nicolas Calas (1907-1988). Και πώς ο υπογραφόμενος
το παρόν κείμενο μπορεί να στοιχειοθετήσει μια «παρέμβαση»; Ας πιάσουμε τα
πράγματα από τη ρίζα. Δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως «παράδοξο», υπερρεαλιστικής
καταγωγής ή όχι, η οργάνωση από έναν Τομέα Φιλοσοφίας επιστημονικού συνεδρίου
με αφορμή τα ογδόντα χρόνια από το πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού,
όπως έγινε το 2004, ή το 2005 με αντικείμενο το έργο του θεωρητικού του, του Ν.
Καλαμάρη.
Η θεματική αυτού του δεύτερου συνεδρίου κατανέμεται σε
τρία μέρη: η ποίηση και η ποιητική – οι αισθητικές και οι φιλοσοφικές ιδέες –
οι πολιτικές αντιλήψεις. Ο ποιητής λοιπόν Νικήτας Ράντος, ο κριτικός και
πολιτικός αναλυτής Μ. Σπιέρος, ο Nicolas Calas των Παρισίων και της «μανχατανής Βαβυλώνας», αυτός τελοσπάντων που στις
αρχές της δεκαετίας του ’30 ζητούσε στον ουρανό του να τοποθετήσει «δυο
φεγγάρια ανόμοια», «το ’να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο», ποιος ήταν;
Ας μου επιτραπεί να πω ότι τον γνώρισα από κοντά μέσω
του «Πολιτικού και Πολιτιστικού Ομίλου Πρωταγόρας», όταν μού τον σύστησε ο
Μιχάλης Ράπτης/Pablo, τον Ιούνιο
του 1983, κατά τη συμμετοχή μου στο διεθνές συνέδριο: «Ο Karl Marx και η εποχή μας», με
την ανακοίνωση: «Για την επικαιρότητα της φιλοσοφίας του Marx». Ένα τμήμα της είχε
ήδη εμφανισθεί στην Αυγή (25.3.1983).
Ίσως η κατακλείδα της να αποτέλεσε το έναυσμα της πρόσκλησής μου από τον Ράπτη
καθώς και της συζήτησης που ανοίξαμε με τον Καλαμάρη που παρέμενε ευθυτενής με
απλανή και συνάμα διαπεραστικά μάτια. Δηλαδή: «Η ιστορική ανάπτυξη της
μαρξιστικής φιλοσοφίας βασίζεται σε έναν γόνιμο διάλογο της σκέψης του Marx με τα προβλήματα που
τέθηκαν ώς τις μέρες μας και αντιμετωπίσθηκαν με τη μέθοδο που αυτός καθιέρωσε.
Όλοι οι παράγοντες αυτού του διαλόγου δεν ήταν ποτέ δεδομένοι: ούτε η
διδασκαλία (αφού ήρθαν στην επιφάνεια έργα εντελώς άγνωστα) ούτε η μέθοδος (που
κατακτάται και δεν προικοδοτείται από καμιά κομματική επιφοίτηση) ούτε ο
προβληματισμός μιας εποχής».
Το τελευταίο μάλιστα σημείο υπήρξε και το αφετηριακό
μου ερέθισμα για την εκδίπλωση της μακράς αρχειακής έρευνας που οδήγησε στην
πεντάτομη σύνθεση: Η σοσιαλιστική σκέψη
στην Ελλάδα, όπου στον τρίτο τόμο απλόχερα βρήκε τη θέση του και ο
Καλαμάρης, καθώς και σε μικρότερες κατοπινές δημοσιεύσεις, χωρίς να παραλείπω
εδώ τις εκτενείς συζητήσεις μου με τον Pablo στο Café Zimmer των Παρισίων κατά το
πανεπιστημιακό έτος 1987/1988, λίγο πριν από το θάνατο τού Καλαμάρη και με
αντικείμενο το έργο του. Τα υπογραμμίζω όλα αυτά γιατί φαίνεται πως τα αγνοούν
όσοι και όσες, παλαιότερα και ιδίως τελευταία, καταγίνονται με τη βιβλιογραφική
επισκόπηση της ερευνητικής συγκομιδής και γενικότερα με θέματα της ιστορίας των
αισθητικών και πολιτικών ιδεών από το Μεσοπόλεμο ώς σήμερα.
Ο τιμώμενος θα πρέπει να ένιωθε αρκετά ήσυχος. Το φόβο
του που εξομολογήθηκε το 1939 στον Γ. Θεοτοκά, δηλαδή μήπως θα γυρίσει κάποτε
στην Ελλάδα σαν τον ήρωά του Ευριπίδη Πεντοζάλη και θα διηγείται την «ιστορία μιας αποτυχημένης ζωής» ή σαν τον
Καζαντζάκη που αποσύρθηκε σε κάποιο νησί, γράφοντας «κακά ποιητικά έργα», ήδη
τον έχει διασκεδάσει η παρουσίαση στα ελληνικά των κυριότερων έργων που
δημοσίευσε στη Γαλλία και τις Ενωμένες Πολιτείες καθώς και η αρκετά πλούσια
βιβλιογραφική συγκομιδή για τη μελέτη τους.
Θα μπορούσα να σταθώ, ειδικότερα, σε ένα σημείο του
προβληματισμού του Καλαμάρη. Στην απόπειρά του να ασκήσει «ιστορική κριτική»,
θέτει ως κανονιστικό πλαίσιο κατανόησης των μορφών ποιητικής τέχνης τον υπερρεαλισμό που λειτουργεί ωs «φάκελος αδιαλλαξίας»
για ό,τι προϋπήρξε. Τούτο άλλωστε σημαίνει ότι είναι σύμφωνος και με την
πρακτική και με τους θεωρητικούς
αυτού του κινήματος, όπως άλλωστε ο ίδιος μόλις το 1937 αποδέχεται την
προσχώρηση σ’ αυτό. Ειδικότερα, στον ιστορικό ορίζοντα τnς νεωτερικής τέχνης η
χεγκελιανή τελεολογία που υποβαστάζει το σχήμα τns «ανώτερης σύνθεσης» νομιμοποιεί την ιδέα για το
πλήρωμα τnς οικείας
ανάπτυξης, με την έννοια ότι ο υπερρεαλιστής Breton έχει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται πόσο κοντά στο
αισθητικό του ιδεώδες βρίσκονται όσοι προηγήθηκαν. 0 «κανόνας» και σ' αυτή την
περίπτωση ανανοηματοδοτεί την «παράδοση» με γνώμονα το αξιολογικό πρωτείο που
διασφαλίζει ό,τι σήμερα θεωρείται «μοντέρνο». Επομένως μόνον έτσι και ο
ρομαντισμός, είτε ως «πρόδρομος», παλαιότερα, είτε ως εντεταγμένος τώρα στον
υπερρεαλισμό, αποκτά θετικό πρόσημο. Μολονότι δεν επιμένει ο Καλαμάρης στην
ακριβέστερη ιστορική τοποθέτηση των απαρχών του ρομαντισμού, αρκούμενος στους
κοινούς τόπους για το πολέμιό του, δηλαδή για το «αναλυτικό, αρνητικό πνεύμα, το
διάδοχο του αιώνα των Φώτων», δεν παραλείπει να «γειώσει» τη λειτουργία του κανονιστικού
προτύπου των αισθητικών του προτιμήσεων στην κοινωνική και πολιτική συγκυρία.
Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος
καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Κύριλλος Σαρρής, Βιβλία-έργα, 2001, μονοκάναλο βίντεο, έγχρωμο, ήχος, 43΄ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου