Ηλίας Σιψάς, The shift |
JOHN WILLIAMS, Ο Στόουνερ, μτφρ. Αθηνά
Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 409
ΤΟΥ ΑΡΗ ΜΠΕΡΛΗ
Ο John McGahern (1934-2006), σημαντικός
Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, στο κείμενο που έγραψε για τον Στόουνερ (και
περιλαμβάνεται ως Εισαγωγή σε τούτη την έκδοση), σημειώνει ότι «αν κάποιος
θελήσει να ανιχνεύσει τη μία κεντρική ιδέα του βιβλίου, τότε αναμφίβολα θα
επιλέξει τον έρωτα, τις πολλές όψεις που παίρνει και τις δυνάμεις που τον
αντιμάχονται». Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Νομίζω ότι κεντρική ιδέα του
βιβλίου δεν είναι ο έρωτας αλλά η αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής, η τραγικότητα
της ζωής του κύριου ήρωά του αλλά και όλων των άλλων χαρακτήρων. Το βιβλίο
αφήνει μια πικρή αίσθηση και μια θλίψη, όχι μόνο στο τέλος αλλά σε κάθε του
σελίδα, ακόμη και στις πιο θερμές, εξαιρετικές περιγραφές της ερωτικής σχέσης
του Στόουνερ με την Κάθριν. Το μόνο αντίδοτο σε αυτή την επίμονη μελαγχολία που
διαποτίζει όλο το μυθιστόρημα είναι, πολύ απλά, η χαρά της ανάγνωσης, η
απόλαυση της αφήγησης, η ηδονή της λογοτεχνίας. Ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει
όταν διαβάζουμε τον Βασιλιά Ληρ (το
τραγικότερο και θλιβερότερο ίσως κείμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία) ή άλλες,
αναρίθμητες, τραγωδίες, σε στίχο ή σε πεζό. Γιατί υπάρχει αυτό το παράδοξο με τη
λογοτεχνία: Ενώ προωθεί και καλλιεργεί τη συναισθηματική ταύτιση (empathy) του
αναγνώστη, ενώ μας προτρέπει «να μπούμε στη θέση του άλλου», ταυτόχρονα
προσφέρει με την έντεχνη διεκτραγώδηση δεινών αισθητική ευχαρίστηση – σαν να
εκμεταλλεύεται πάθη και ανθρώπινη δυστυχία χάριν των δικών της καθαρά
καλλιτεχνικών σκοπών. Από αυτή την αισθητικοποίηση της τραγικής μοίρας των
ανθρώπων επωφελούμαστε κι εμείς ως αναγνώστες.
Ο Στόουνερ
είναι χρονικό μιας ολόκληρης ζωής, της ζωής του Γουίλιαμ Στόουνερ, από την
ηλικία των έξι ετών, όταν άρμεγε τις αγελάδες στο χωριό, μέχρι τον θάνατό του
από καρκίνο στα εξήντα πέντε του, στο τέλος μιας πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας
σαράντα ετών ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας. Αν και άμοιρος λογοτεχνικής
παιδείας (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό), ο Στόουνερ όταν ακούει στο πανεπιστήμιο
το 73ο σονέτο του Σαίξπηρ εντυπωσιάζεται τόσο, ώστε αποφασίζει να εγκαταλείψει
τις γεωπονικές σπουδές και να μεταπηδήσει στις φιλολογικές. Αυτό είναι το
ορόσημο στη ζωή του: ένα σονέτο πού μιλάει για τα νιάτα που μαραίνονται,
χρησιμοποιώντας καταθλιπτικές μεταφορές (κίτρινα φύλλα, τσουχτερός αέρας,
σύθαμπο, αποκαΐδια), αλλά με τη βεβαιότητα (ή την ελπίδα) ότι αυτή η άχαρη
πραγματικότητα θα ενδυναμώσει τον έρωτα του αγαπημένου (γιατί «Καθένας αγαπά
διπλά ό,τι γοργά θα χάσει»). Το ποίημα μιλάει για τον μαρασμό, όχι για τον
θάνατο, παρά μόνον αν τον δούμε σαν φυσική κατάληξη της φθοράς.
Έτσι, ένα αριστουργηματικό σονέτο του Σαίξπηρ
μύησε τον Στόουνερ στη λογοτεχνία, στην οποία αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Να σημειωθεί
ότι ο Στόουνερ δεν είναι από τους τυπικούς αναγνώστες, τους αδηφάγους αναγνώστες,
που τους συναρπάζει η λογοτεχνία και δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή χωρίς ένα
χορταστικό μυθιστόρημα στο χέρι. Η σχέση του με τη λογοτεχνία, όπως
αναπτύσσεται στη διάρκεια των σπουδών του και αργότερα στην καθηγητική
σταδιοδρομία του, είναι πρωτίστως φιλολογική. Τον ενδιαφέρει η ιστορικότητα των
λογοτεχνικών κειμένων και αναζητεί πηγές της αγγλικής αναγεννησιακής
λογοτεχνίας στη μεσαιωνική και αρχαία γραμματεία. Αυτά διδάσκει στους μαθητές
του με ιεραποστολικό ζήλο και επιμονή. Γι’ αυτό και αντιδρά έντονα (και μάλλον άδικα)
στη ρομαντική, υποκειμενική, ερασιτεχνική προσέγγιση της λογοτεχνίας από τον Τσαρλς
Γουόκερ. Εντύπωσή μου είναι ότι η απόλαυση που αντλεί ο Στόουνερ από τη
λογοτεχνία είναι η απόλαυση που δίνει η φιλολογική της ανάγνωση. (Μπορούμε
βασίμως να υποθέσουμε ότι ο Στόουνερ δεν θα απολάμβανε το μυθιστόρημα Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς όπως εμείς· μπορεί
και να μη διάβασε ποτέ νεότερη ή σύγχρονη λογοτεχνία.) Ωστόσο, οι αναγνώσεις
του δεν είναι στεγνές. Μολονότι είναι ανυποχώρητος στην τήρηση αυστηρών
μεθοδολογικών αρχών, η επαφή του με τα κείμενα, τουλάχιστον σε κάποια πρώιμη
φάση, βιώνεται σαν μυστική εμπειρία: «Φανερώνεται
ξαφνικά κάτι μέσα από τις λέξεις που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λέξεις».
Κι ακόμη:
Καμιά φορά τα βράδια στη σοφίτα του σήκωνε τα μάτια από το βιβλίο που
διάβαζε και κοίταζε τις σκοτεινές γωνίες του δωματίου, εκεί που το φως της
λάμπας τρεμόπαιζε μπροστά στις σκιές. Αν έμενε να κοιτάζει έντονα για πολλή ώρα,
το σκοτάδι συγκεντρωνόταν σ’ ένα φως, που έπαιρνε την άυλη μορφή αυτού που διάβαζε.
Και τότε ένιωθε ότι βρισκόταν εκτός χρόνου [...]. Το παρελθόν
ξεπρόβαλλε σύσσωμο από τα σκοτάδια όπου κατοικούσε, οι νεκροί σηκώνονταν για να
ζήσουν μπροστά στα μάτια του· παρελθόν και νεκροί αντάμα ξεχύνονταν μέσα στο
παρόν, ανάμεσα στους ζωντανούς, έτσι που για μια στιγμή γεμάτη ένταση έβλεπε σαν
σε όραμα πόσο πυκνός ήταν ο κόσμος όπου είχε ενσωματωθεί και ο ίδιος, και από
όπου δεν μπορούσε να δραπετεύσει ούτε είχε την παραμικρή επιθυμία να
δραπετεύσει. Ο Τριστάνος, η όμορφη Ιζόλδη περνούσαν μπροστά από τα μάτια του· ο
Πάολο και η Φραντσέσκα στροβιλίζονταν στο στιλπνό σκοτάδι· η Ελένη και ο ζωηρός
Πάρις, η έκφρασή του γεμάτη πίκρα για τις συνέπειες, έβγαιναν από τα σκότη. Κι εκείνος
ήταν μαζί τους μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν θα ήταν με τους συμφοιτητές του, με
όλους αυτούς που είχαν στήσει τη φωλίτσα τους στο μεγάλο Πανεπιστήμιο, στην
Κολόμπια του Μιζούρι, που έτρεχαν από μάθημα σε μάθημα και σουλατσάριζαν
ανασαίνοντας τον αέρα των Μεσοδυτικών Πολιτειών.
Οπωσδήποτε υπάρχει μια ένταση ή αμφιθυμία,
αλλά όχι απαραίτητα αντίφαση, μεταξύ φιλολογικής αυστηρότητας και αναγνωστικής
μέθεξης.
Πιο συγκεκριμένη είναι η επιθυμία του Στόουνερ
να είναι καλός δάσκαλος, αλλά εξίσου επίμονη είναι η αμφιβολία του αν μπορεί να
τα καταφέρει:
Ευθύς εξαρχής, όταν άρχισε να παλεύει με τα πρώτα τμήματα των πρωτοετών,
είχε επίγνωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτό που ένιωθε για το
αντικείμενό του και σ’ αυτό που μετέφερε στην τάξη. Είχε την ελπίδα ότι ο
χρόνος και η πείρα θα γεφύρωναν το χάσμα· δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Όλα αυτά που φύλαγε
με απερίγραπτη ευλάβεια μέσα στην ψυχή του ήταν και αυτά που εντελώς ανεξήγητα
πρόδιδε, όταν τα κατέθετε στην τάξη· ό,τι είχε τη μεγαλύτερη ζωντάνια
μαραινόταν μέσα από τα λόγια του· ό,τι τον συγκινούσε περισσότερο, με το που το
άρθρωνε, γινόταν ψυχρό. Η συνειδητοποίηση αυτής της ανεπάρκειας του προκαλούσε
τόση αγωνία, ώστε κατέληξε να του γίνει έξη, κομμάτι του εαυτού του, όπως το
κύρτωμα των ώμων του.
Ωσότου, τελικά, «με δέκα χρόνια καθυστέρηση»,
το όνειρό του πραγματώνεται:
Την αγάπη για τη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της
καρδιάς, πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και απροσδόκητους
συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά
– την αγάπη που κρατούσε κρυμμένη σαν να ήταν παράνομη ή επικίνδυνη, άρχισε πιά
να τη δείχνει, στην αρχή διστακτικά, μετά τολμηρά, στο τέλος υπερήφανα. [...] Ένιωθε
μέσα του ότι επιτέλους άρχιζε να γίνεται δάσκαλος, που σημαίνει ένας άνθρωπος
που λέει την αλήθεια, που διακονεί μια τέχνη, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την
κουταμάρα ή την αδυναμία ή την ανεπάρκειά του ως άντρα. Κι ήταν μια γνώση αυτή για
την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει, μα που τον άλλαξε ριζικά από τη στιγμή που την
κατέκτησε τόσο, ώστε κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξή της.
Ούτως ή άλλως, η διδασκαλική επάρκεια είναι
βασικό θέμα του βιβλίου. Ο Στόουνερ απορρίπτει τον Γουόκερ πιστεύοντας ότι θα
είναι ολέθριο να μπει κάποτε σε τάξη για να διδάξει. Αλλά ο Λόμαξ θεωρεί τον ίδιο
τον Στόουνερ ακατάλληλο για δάσκαλο. Στο αποχαιρετιστήριο δείπνο που παραθέτουν
οι συνάδελφοί του όταν συνταξιοδοτείται, ο Στόουνερ τούς ευχαριστεί που «του
επέτρεψαν να διδάξει». Αλλά στις τελευταίες σελίδες, όταν ετοιμοθάνατος
συγκεφαλαιώνει τη ζωή του, οι αμφιβολίες επανέρχονται:
Είχε θελήσει να γίνει δάσκαλος, και έγινε δάσκαλος· παρά ταύτα είχε
επίγνωση, όχι μόνο τώρα αλλά σχεδόν σε όλη του τη ζωή, ότι ήταν ένας αδιάφορος
δάσκαλος.
Στο πλαίσιο που ορίζεται από τη λογοτεχνία, τη
φιλολογία και τη διδασκαλία εγγράφονται δύο ερωτικές σχέσεις του Στόουνερ, μία
σύντομη και θνησιγενής, που εξελίσσεται σε μακρά και ατυχή έγγαμη σχέση, και
μία εξωγαμιαία, φλογερή και συνάμα τρυφερή όσο διαρκεί, αλλά με πικρό,
πικρότατο τέλος.
Αν επιτρέπεται στον αναγνώστη ή στον κριτικό να
έχει άποψη για την εξέλιξη της ιστορίας και τη διαγραφή των χαρακτήρων από τον
συγγραφέα, αν έχει το δικαίωμα να εκφέρει ηθικές κρίσεις για πρόσωπα και
πράγματα του μυθιστορήματος που μπορεί μεν να είναι πλαστά αλλά θα μπορούσαν
κάλλιστα να είναι υπαρκτά, τότε ας αρκέσουν δύο παρατηρήσεις.
Η Ίντιθ Μπόστγουικ, η μετέπειτα κυρία Στόουνερ,
είναι ένα πρόσωπο αντιπαθές, χωρίς τίποτε απολύτως το θετικό. Μια απόπειρα να παρουσιαστεί
σαν θύμα του μικροαστικού οικογενειακού της περιβάλλοντος και της πουριτανικής
αγωγής της, πέφτει στο κενό. Η γυναίκα είναι αδιόρθωτη μέχρι το τέλος, ανίκανη να
επηρεαστεί, να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον που ζει ούτε κατ’ ελάχιστο.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας δεν συμμερίζεται την άποψη ότι ο μυθιστοριογράφος
πρέπει να αγαπά ή να δείχνει κατανόηση ή να μην είναι προκατειλημμένος ή
τουλάχιστον να μη μισεί και να μην εκθέτει κανένα από τα πρόσωπα της ιστορίας
του. Δεν νομίζω ότι η σκιαγράφηση μιας συμπαθέστερης Ίντιθ θα αλλοίωνε ριζικά την
εικόνα του Στόουνερ όπως τη συνέλαβε ο συγγραφέας.
Το τέλος της ερωτικής σχέσης του Στόουνερ με την
Κάθριν αφήνει μια στυφή γεύση στον αναγνώστη και την αίσθηση πως ο Στόουνερ
δείλιασε ή έστω ότι δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Δεν νομίζω ότι αυτό το
τέλος υπαγορεύεται εξάπαντος από τη λογική του μυθιστορήματος, την τραγωδία σε
όλα τα μέτωπα. Σίγουρα, ακούγονται πειστικά τα λόγια της Κάθριν όταν
αποφαίνεται ότι «οι περισσότεροι δεσμοί έχουν κακό τέλος». Αλλά οι λιγότεροι; Εξυπακούεται
ότι έχουν «καλό τέλος» (τι σημαίνει αυτό άραγε;) ή κανένα τέλος; Ξέρουμε, από τη
ζωή και την εμπειρία, ότι τα ζεύγη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε αυτούς
που αποφάσισαν να χωρίσουν και σε αυτούς που αποφάσισαν να μη χωρίσουν. Ο Στόουνερ
και η Κάθριν αποφάσισαν να χωρίσουν· ο Στόουνερ και η Ίντιθ δεν συζήτησαν καν
χωρισμό. Αν το ένα τέλος είναι «κακό», το άλλο τι είναι; Η μυθιστορηματική
επεξεργασία αυτών των τελών ή μη τελών θα μπορούσε να προσφέρει πολύ πιο
σύνθετες –και ίσως πιο ενδιαφέρουσες– εκδοχές
από αυτές που προτείνει το μυθιστόρημα ως έχει.
Αλλά τότε το μυθιστόρημα θα ήταν διαφορετικό.
Και είναι πολύ πιθανό να ήταν πλουσιότερο, με την καλή αλλά και την κακή έννοια
της λέξης, να ήταν πολύχρωμο, να μην είχε αυτή την απίθανη ομοιογένεια και
συνοχή μέχρι το τέλος, αυτή την γκρίζα ευκρίνεια – μπορεί να μην έδινε εξαρχής αυτή
την αίσθηση του αναπόφευκτου και μοιραίου, να μη μετέδιδε από τις πρώτες
σελίδες ένα προαίσθημα ότι η ζωή του Στόουνερ δεν θα είναι φωτεινή, θα είναι μια
πορεία με κυρτωμένους ώμους, ενός ανθρώπου που αγαπούσε τα βιβλία περισσότερο
από τις γυναίκες. Στην εξαιρετική περιγραφή του θανάτου του Στόουνερ, σκηνή
θανάτου μοναδική στη λογοτεχνία, το βιβλίο πέφτει από τα χέρια του
ετοιμοθάνατου και μαζί με το βιβλίο πέφτει η αυλαία. Η σκηνή μας θυμίζει την
περίφημη αρχική σκηνή τού Αναζητώντας τον
χαμένο χρόνο:
Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια
μου έκλειναν τόσο γρήγορα ώστε δεν πρόφτανα να αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος».
Και μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν ν’ αναζητήσω τον ύπνο με
ξυπνούσε· ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια
μου και να σβήσω το φως. (Μετάφραση Παύλου A. Ζάννα)
Αλλά ο Στόουνερ δεν θα ξυπνήσει μισή ώρα
αργότερα. Δεν θα ξυπνήσει ποτέ. «Τα δάχτυλα λασκάρησαν, το βιβλίο που κρατούσαν
γλίστρησε, αργά στην αρχή, μετά πιο γρήγορα, πάνω στο ασάλευτο σώμα, κι έπεσε στη
σιωπή του δωματίου».
Αυτή η αξιομνημόνευτη στιλπνή πρόταση
ολοκληρώνει το νόημα του βιβλίου και συνάμα αποτελεί δείγμα μιας σπάνιας πια στην
πεζογραφία αφηγηματικής απλότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου