29/7/18

Ο ριζοσπάστης Κοραής

Ο αντιρωσισμός του και η «επίθεσή του» στον Καποδίστρια, η εξιδανίκευση της γαλλικής επανάστασης, η προσφυγή του στο αμερικάνικο παράδειγμα, το «προφητικό» σύμβολο του δρεπάνου

Έργα των Ηλία Σιψά, Απόλλωνα Γλύκα, Μαίρης Αντωνοπούλου και Γιώργου Παλαμάρη 


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ, Τί πρέπει να κάμωσι οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις. Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος [Εκ της τυπογραφείας Χρυσίππου του Κριτοβούλου, Βενετία 1805]

Πρόκειται για ένα πρωτίστως πολιτικό κείμενο με θέση, και όχι τόσο για σατιρικό ή φιλοσοφικό διάλογο παλαιότερου τύπου. Εντάσσεται περισσότερο στην κατηγορία των φυλλαδίων με διάφορες ειδολογικές μορφές και συγκεκριμένη απόβλεψη και λειτουργία. Η ρητορική σκευή χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να προβάλει τη θέση υπέρ της Γαλλίας και του γαλλικού πολιτισμού, ενάντια κυρίως στον ρωσικό παράγοντα, στον οποίο ο Αριστοκλής φαίνεται να αντιτίθεται παθιασμένα (και λιγότερο προς τον αγγλικό.) Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Κοραής φροντίζει να πλάσει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, περσόνες του ιδίου, αν και δεν κάνει αυτό που ήταν τυπικό σε ένα διάλογο παλαιότερων εποχών, δηλαδή ο ένας να έχει μία γνώμη και ο άλλος την αντίθετη. Εδώ, ο ένας κάνει σχεδόν μάθημα στον άλλο και ακούμε μάλλον μία φωνή, δηλαδή ο μονολογικός χαρακτήρας προκύπτει από τη θεματική και τη ρητορική της πειθούς που αποβλέπει στο να προβάλλει τη μία και μόνο άποψη, με την οποία συμφωνούν εν τέλει και οι δύο, και ο Αριστοκλής, πιο δυνατός και μορφωμένος, και ο Κλεάνθης, πιο αδύναμος ομιλητής που τα θέλει όλα λιανά να του τα εξηγεί (5). 
Ο Κοραής, χρησιμοποιώντας τις μυθοπλαστικές περσόνες, με παιγνιώδη, ήτοι λογοτεχνικό τρόπο, όπως άλλωστε κάνει σε μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου του, θα βάλει και τους δύο ήρωές του να υπερασπίζονται σθεναρά τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, ίσως επειδή θέλει να χτυπήσει τον Καθολικισμό. Ωστόσο, η “προφητική” τάση του σε κάποιο σημείο (16) φαίνεται ειρωνική για τα αντίστοιχα κείμενα αγαθαγγελικού τύπου, αν και δεν στοχεύει μόνο ή τόσο στη θρησκεία όσο στην πολιτική στάση των ρωσόφιλων, παρόλο που αναγνωρίζει ότι η πρώτη προσπάθεια απελευθέρωσης έγινε από εκείνους. Η στάση αυτή καλύπτει και αρμονικά εντάσσει στον διάλογο τη φρασεολογία των ριζοσπαστών και μετριάζει την άσχημη εικόνα του όχλου, που γίνεται άδικος και καταστρέφει, ενώ αποκρύπτει και την εξέλιξη του Ναπολέοντα, που γίνεται τυραννικός και δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Ρώσο μονάρχη.

Σε αυτό τον διάλογο λοιπόν χρησιμοποιείται πολύ περίτεχνα η ρητορική σκευή, για να δώσει στο κοινό μια εικόνα εκλαϊκευμένη, η οποία του επιτρέπει να μιλά ενίοτε αφοριστικά. Για τον λόγο αυτόν συχνά, είτε με απαίτηση του Κλεάνθη είτε από μόνος του, ο Αριστοκλής ανακεφαλαιώνει ή συνοψίζει (π.χ. 20), για να γίνεται κατανοητό ό,τι είπε. Το απαιτεί εξάλλου η μεγάλη έκταση του διαλόγου. Άλλο ένα στοιχείο εκλαΐκευσης είναι ότι τα παραθέματα από παλαιότερες μορφές της γλώσσας τα προσαρμόζει σε λόγο πιο κατανοητό. Όμως, ο αναγνώστης πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του ότι διαβάζει λογοτεχνία και ότι ο Κοραής μιλάει μόνο έμμεσα, δια των ηρώων του.
Θα λέγαμε ότι σε κάποια σημεία η εκλαϊκευμένη κωδικοποίηση των απόψεων του Αριστοκλή προς τον Κλεάνθη επαναλαμβάνει κάποιους επαίνους για τη Γαλλία και μια γιββωνικού τύπου επίθεση στη βυζαντινότροπη μοναρχία της Ρωσίας, που θυμίζουν συνθήματα πολιτικού κόμματος, τα οποία θα επαναλάβει ο Κλεάνθης (σ. 36). Είναι χαρακτηριστική η εικόνα για το κράτος, με τους άξεστους και αφώτιστους Κοζάκους και όλους τους “Σκύθας” (σ. 30), με ελάχιστους τους πεφωτισμένους ανθρώπους. Η σύγκριση των Ρώσων με Τούρκους και Γάλλους είναι διαφορετική, για να προβάλει τους Γάλλους πάλι. Στην ουσία, ο Κοραής προβάλλει τη δυτική άποψη για οτιδήποτε ανατολικό, ασχέτως αν είναι χριστιανικό ορθόδοξο ή μουσουλμανικό, αφού και η διάκριση Ρωμιός-Έλληνας είναι ακριβώς το ίδιο παιχνίδι, με τον πρώτο να ταυτίζεται με ένα βάρβαρο βυζαντινό Ανατολίτη και τον δεύτερο με το παρελθόν και το προβαλλόμενο από τη Δύση ταιριαστό μέλλον. Η ρητορική του ήρωά του φτάνει σε σημείο να θεωρήσει στον αρχαίο κόσμο τους Έλληνες ανώτερους από τους Ρωμαίους, και άρα να υποστηρίξει ότι το “Ρωμιός” είναι λάθος όνομα και κατάλοιπο παρακμής ενώ το “Έλλην” καλύτερο. Σε αρκετά σημεία του διαλόγου επαναλαμβάνονται οι κλισέ έπαινοι της Γαλλίας, και ειδικά του Παρισιού, ως δεύτερης Αθήνας, όπως και της Γαλλικής Δημοκρατίας ως της πιο κοντινής στην Αθηναϊκή, ενώ παράλληλα επαναλαμβάνονται οι ψόγοι για τους Ρώσους “Κοζάκους” και “Καλμούκους”.
Παράλληλα, προς το τέλος του έργου ωραιοποιεί ακόμα και τη στάση του Ναπολέοντα που είχε γίνει ήδη Αυτοκράτορας, αλλά και τη δολοφονία από το πλήθος του Βασιλιά μετά την επανάσταση του 1789, ή τις μέρες του Ροβεσπιέρου. Εν τέλει, πρόκειται για έναν διάλογο που εντάσσεται στην ευρύτερη παραγωγή των φυλλαδίων, που στόχο έχουν όχι μόνο την επανάσταση αλλά και την κατεύθυνση προς την ομπρέλα μίας συγκεκριμένης δύναμης, ήτοι ένα κείμενο με πρώτιστο σκοπό όχι την αισθητική και τη λογοτεχνική αξία του κειμένου, αλλά τη λειτουργία του επί του αποδέκτη, την πολιτική καθοδήγησή του, έναν στόχο καθαρά εξωλογοτεχνικό και εξωκειμενικό.

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ, Τί συμφέρει εις την ελευθερωμένην από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας, Διάλογος δύο Γραικών, Εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, Εν Παρισίοις 1830 και δεύτερος διάλογος το 1831

Κινούμενος ειδολογικά και ιδεολογικά στο ίδιο πλαίσιο, εδώ ο Κοραής υιοθετεί και πάλι περσόνες και στήνει ένα μυθοπλαστικό σκηνικό, όπως και στον προηγούμενο διάλογο. Ο διάλογος του 1830, είναι ένα κείμενο καθαρά στρατευμένο, με στοχευμένη ρητορική σκευή, πολλές αποσιωπήσεις, ειδικά της εξέλιξης και πτώσης του Ναπολέοντα, ενώ εδώ είναι η πρώτη φορά που διαφαίνεται να θεωρεί παράδειγμα προς μίμησιν περισσότερο το αμερικανικό μοντέλο και ειδικά τους προέδρους Washington και Jefferson, αν και οι διαφορές του με τις απόψεις των Αμερικάνων προτεσταντών στην αντίληψη της ισοπολιτείας είναι πολλές[1]. Η ρητορική είναι το ίδιο στιβαρή, αλλά η ιδεολογία που προβάλλει αλλάζει επί το ριζοσπαστικότερον. Εννοείται ότι η Γαλλία είναι το κράτος που προβάλλει ως υπόδειγμα και η Ρωσία το παράδειγμα προς αποφυγήν για άλλη μια φορά. Παρόλο τον έντονο διδακτισμό του κειμένου, που ενίοτε φτάνει να μοιάζει με φυλλάδιο πολιτικού κόμματος, ο Κοραής εντάσσει τις περσόνες που υιοθετεί στο ευρύτερο μυθοπλαστικό σύμπαν της παραγωγής του. Ειδικά με το ρήμα “εμακρύνθης” της πρώτης σελίδας του κειμένου είναι σαν να υπονοεί την ύπαρξη μιας “προϊστορίας” της κυρίως σκηνής του Διαλόγου (ίσως παραπέμπει σε εκείνον του 1805), όπως το κάνει και με άλλες (συχνά μυθοπλαστικές) επιστολές του, αρχής γενομένης εκείνης προς τον Βασιλείου.
Η έναρξη in medias res είναι μια παγιωμένη τεχνική του παρελθόντος που ο Κοραής υιοθετεί. Παράλληλα με τα επιχειρήματά του, χρησιμοποιεί παραθέματα από τις Γραφές, προφανώς επειδή είναι αποτελεσματικότερα για το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται, δηλαδή χρησιμεύουν ως εργαλείο εκλαΐκευσης. Το ίδιο ισχύει και για την επίθεση κατά των Ιησουϊτών, που μετατρέπει τον Διάλογο σε επίθεση κατά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία φυσικά και θα γινόταν αποδεκτή με χαρά από το ορθόδοξο κοινό. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο αποκαλυπτικός τόνος με τη χρήση της εικόνας του δρεπάνου από την Προφητεία του Ζαχαρία ως μοτίβο-σύμβολο που διατρέχει μεγάλο μέρος του διαλόγου, για να δείξει κάτι που μόνο με τη θρησκεία ή τη μεταφυσική δε σχετίζεται, αλλά αφορά στην εκδίκηση των λαών απέναντι στα τυραννικά καθεστώτα και την πλουτοκρατία.
Εν ολίγοις τα παραθέματα και η αποκαλυπτικής ρητορικής αναφορά στην “εποχή του Δρεπάνου” (το οποίο αργότερα θα γίνει το σύμβολο των “σοσιαλιστών”), συνυπάρχουν με μια ιδεολογία καθαρά ριζοσπαστική, κατά της Μοναρχίας και κατά κάθε είδους Αριστοκρατίας, ερειδόμενης από τα επαναστατικά κινήματα, όχι μόνο γενικά στην Ευρώπη κατά μοναρχών, αλλά ειδικότερα στη Γαλλία κατά του Καρόλου το 1830, με σαφέστατη αναφορά στην επιδίωξη των εργατών να συμμετάσχουν στο μοίρασμα (κατανομή) του πλούτου μιας χώρας, την επανάστασή τους με οδοφράγματα και την εκδίωξη του βασιλιά (σσ. 35-37). Το δρέπανο φαίνεται να είναι κάτι εντελώς κυριολεκτικό, ενώ η μεταφυσική χρησιμοποιείται ως ρητορικό ψιμύθιο, σε έναν λόγο που “χαμελαιοντίζει” θα λέγαμε. Ωστόσο, πάνω από όλα είναι προφητικό για έναν σοσιαλισμό avant la lettre. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αριστοκρατία συνδέεται με τις αιρέσεις, ειδικά των Ιησουιτών, και έτσι ρητορικά η ριζοσπαστική ιδεολογία ενδύεται ένα ντύμα (39-41), στο οποίο αρέσκεται το ορθόδοξο κοινό.
Η αντίθετη ομάδα είναι οι αδικημένοι, στους οποίους κατατάσσει τους είλωτες, τους δουλοπάροικους, τους μαύρους σκλάβους από την Αφρική, τους παρίες στην Ινδία. Ωστόσο, είναι πολύ ενδεικτικό της διορατικότητας του Κοραή ότι βάζει τον ήρωά του να προφητεύει τη δολοφονία του Καποδίστρια και την επιβολή Βασιλιά, αλλά ταυτόχρονα είναι και ειρωνεία της τύχης, και πολύ σχετικό με την όλη αναφορά στην εποχή του δρεπάνου, με την πρόβλεψη στην ουσία της επανάστασης των λαών κατά των πλουσίων. Σε όλα εμφανίζεται ριζοσπαστικός, εκτός από το κόμπλεξ που εκφράζει προς τους Ρώσους.
Ο δεύτερος διάλογος, του 1831, είναι δυσανάλογα μεγαλύτερος, καταλαμβάνοντας διπλάσιο αριθμό σελίδων και με πολύ έντονα επιθετικό τόνο κατά του κυβερνήτη, με μία αναφορά στον ρόλο κλειδί του διαλόγου και της σχέσης του με τη Μενίπποια Σάτιρα (σ. 48). Παράλληλα, έχουμε και την επιθετική στάση και την πρόκληση αισθήματος εχθρικού για τον Κυβερνήτη, από τον πρώτο ήδη διάλογο. Αν και στο προλογικό σημείωμα του δεύτερου διαλόγου φαίνεται σχεδόν να απολογείται για την επιθετικότητα αυτή κατά του προσώπου του δολοφονηθέντος πια Καποδίστρια, πρόκειται για ένα μάλλον φιλολογικό ή λογοτεχνικό τέχνασμα για να μην θεωρηθεί ασεβής προς αυτόν, αφού θα μπορούσε να μην είχε δημοσιεύσει τον Διάλογο. Μοιάζει σχεδόν ειρωνεία της τύχης η ανάγνωση του διαλόγου, για τον αναγνώστη που και τότε ήξερε την είδηση της δολοφονίας, αλλά και ενίοτε ιερόσυλο για τον νεκρό, παρόλες τις διαβεβαιώσεις ότι γράφτηκε πριν.
Πάντως, η πιο σημαντική πλευρά και αυτού του Διαλόγου είναι το αντιρωσικό πνεύμα του, κάτι που συνδέεται περισσότερο με το αντικαποδιστριακό του μένος.
Η ταύτιση των ρωσόφιλων με Κοζάκους και το παράδειγμα του αντιρωσισμού των Πολωνών, αποτελεί μια εμμονή των Δυτικών με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία θα αλλάξει περιτύλιγμα, αλλά θα παραμείνει ίδια στην ουσία της κατά τον 20ό αιώνα έως και τις μέρες μας. Θεωρεί ότι ακόμα και με τον θάνατο Καποδίστρια ο ρωσικός κίνδυνος παραμένει (32-33) και υμνεί τους Πολωνούς για την αντίσταση κατά Ρώσων (37). Θα λέγαμε ότι το πιο σημαντικό μέρος του κατηγορητηρίου του είναι οι κατηγορίες που εξαπολύει ο Κοραής στον Καποδίστρια για αρχαιοκαπηλεία[2].
Η ειδολογική ταυτότητα διευρύνεται με τον πρόλογο δημιουργώντας ένα ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο, στο οποίο ο Διάλογος ως είδος εγκιβωτίζεται. Το αφηγηματικό αυτό πλαίσιο έχει έναν αφηγητή-εκδότη, ο οποίος εγκιβωτίζει στο όλο “αφήγημα” εναντίον του Καποδίστρια τους δύο οξείς στην επιθετικότητά τους “διαλόγους”. Το σημαντικό είναι ότι σε αυτόν τον τελευταίο διάλογο ο Κοραής αποκαλύπτει ένα στοιχείο που καθιστά την ταύτιση περσόνας και συγγραφέα πιο εύκολη, αφού δίνει την ηλικία του στη σ. 7 ήδη. Κατά τον ίδιο τρόπο με τα δύο προηγούμενα παραδείγματα, τα επιχειρήματά του εντός του διαλόγου ντύνονται με ένα ρητορικό περιτύλιγμα που σχετίζεται με το χριστιανικό αίσθημα του λαού, αφού κατηγορεί και τους βασιλιάδες που σκοτώνουν με πολέμους (σ. 38) και τους ψηφοφόρους που θεοποιούν τους πολιτικούς ως καθόλου καλούς χριστιανούς. (σ. 52) Παράλληλα, τονίζεται η δύναμη της τυπογραφίας και η ανάγκη αναθεώρησης της στρατευμένης (κατά τη γνώμη του) αρθρογραφίας προς την κατεύθυνση της (δια)μόρφωσης του ευρέος αναγνωστικού κοινού. Συνδέει δηλαδή την τυπογραφία με την πολιτική και την άσκησή της (35).
Πρόκειται, τηρουμένων των αναλογιών, για ένα εκλαϊκευμένο με λογοτεχνίζοντα χαρακτήρα δοκίμιο πολιτικής επιστήμης, με έμφαση στην ιδέα ότι οι λαοί είναι οι μόνοι κύριοι του κράτους. Πρόκειται για ένα πολιτικό πρόγραμμα, στο οποίο επιχειρείται συνταγματικός προσδιορισμός της μορφής του πολιτεύματος που θεωρεί ότι πρέπει η Ελλάδα να έχει, με παραδείγματα από την Ευρώπη (μετά τη σ. 30) και την Αμερική, όπου θεωρεί ότι η Βασιλεία δεν ευδοκιμεί.[3] Τονίζει μάλιστα πως και στις “βασιλοπολιτείες” [=βασιλευόμενες δημοκρατίες] ο βασιλιάς πρέπει να είναι “ανεύθυνος”, δηλαδή στολίδι όπως σήμερα. Ο βασικός ήρωας παρουσιάζει τη νεολαία του Παρισιού, της μητρόπολης του πολιτισμού, ως το πιο σημαντικό κομμάτι του λαού, ενώ θεωρεί ότι (για το καλό του κράτους) όλα πρέπει να βασίζονται στον κοινό νου, δηλαδή στη μέση τάξη:  με τους εμπόρους, γεωργούς και τεχνίτες και όχι προγόνους αριστοκρατών[4]. Απορρίπτει εκτός από την αριστοκρατία και την επιβεβλημένη από την Ευρώπη Βασιλεία (σ. 71-2), αν και μπροστά στον ρωσικό κίνδυνο εθελοτυφλεί στην εμφανή τροπή της ζυγαριάς όχι προς τη Γαλλία αλλά προς την επιβολή της γερμανόφερτης δυναστείας, την οποία δεν αποκλείει (σ. 72).
Το πιο αξιοπρόσεκτο, και αρκετά πρωτοποριακό για την τόσο πρώιμη αυτή εποχή, είναι ότι επικαλείται την Αμερικανική Βοήθεια (σ. 71), επειδή εκεί δεν υπάρχει Βασιλεία. Παράλληλα υποστηρίζει, όπως ήταν φυσικό, και την αβασίλευτη δημοκρατία. Το πιο περίεργο, εκ πρώτης όψεως, είναι πως θεωρεί ότι καθοδηγητές του λαού για την περίοδο εκλογών πρέπει να είναι οι ιερείς (“Λαόν... διδαγμένον από τους ιερείς μας πώς χρεωστεί να φέρεται εις τας αρχαιρεσίας”: σ. 73). Πρόκειται άραγε για ένα ρητορικό πυροτέχνημα, αφού ο Κοραής δεν πίστευε ότι πρέπει ο κλήρος να ανακατεύεται με την πολιτική δράση; Ίσως απλά προβάλει μια προωθημένη άποψη, που αναδεικνύει τον γενικότερο ενθουσιασμό για νέες επαναστάσεις τον 19ο αι., ο οποίος θέλει τον κλήρο να υπερασπίζεται τον λαό (σ. 82).

Συμπέρασμα:

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως ο Κοραής χρησιμοποιεί λογοτεχνικά τεχνάσματα (αποκαλυπτικός τόνος, χρήση συμβόλου από Παλαιά Διαθήκη για πολιτική στόχευση, θεματοποίηση καθολικισμού εντός του κοινωνικού ιστού με επίθεση στους Ιησουίτες), αλλά  όχι τόσο νεκρά ρητορικά σχήματα, σε ένα πολύ γνωστό είδος (τον Διάλογο) και, με το κατάλληλο εκλαϊκευμένο ύφος, επιδιώκει να περάσει σε ένα ορθόδοξο κοινό μια ριζοσπαστική ιδεολογία για την ισότητα των ανθρώπων (τη εξαιρέσει των Ρώσων) και το δημοκρατικό πολίτευμα. Ως γνωστόν, θεωρεί ότι το κράτος πρέπει να είναι βασισμένο στον κορμό της “μέσης τάξης” και με γνώμονα τον “κοινό νου”[5], κραδαίνοντας παράλληλα το σύμβολο του δρεπάνου ως άλλου είδους λύση πάνω από την ταραγμένη και καταπιεσμένη μάζα των λαών της Ευρώπης.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

[1] Δες Ν. Μαυρέλος «Ο Αδαμάντιος Κοραής για τις ΗΠΑ», ένθετο Αναγνώσεις, Κυριακάτικη Αυγή 19/9/2015. Επίσης δες J. Israel, Democratic Enlightenment. Philosophy, Revolution, and Human Rights 1750-1790,  Oxford University Press, Oxford-New York 2011, 256-269.
[2] Ενώ στον Παπατρέχα ο Κοραής αναφέρει τους Άγγλους ως αρχαιοκάπηλους και βλέπει στο Παρίσι ότι και οι Γάλλοι είχαν κατακλέψει τα ελληνικά μνημεία, εδώ φαίνεται να τα ξεχνάει αυτά. Ίσως πρόκειται απλά για άλλο ένα βέλος εσκεμμένα παραποιημένο. Βέβαια, ο Κοραής ποτέ δεν βρέθηκε στο ελληνικό κράτος και οι πληροφορίες που έπαιρνε για τον Καποδίστρια ήταν από συγκεκριμένους ανθρώπους, ενώ δεν μπορούσε φυσικά να έχει πλήρη εικόνα και να ακούει και τις απόψεις της άλλης πλευράς. Για μια επίθεση στην ομάδα των αντιρωσόφιλων και την έμφαση στο ρόλο του ιερωμένου Pradt για το αντιρωσικό μένος που του το εμπνέουν οι Καθολικοί Πολωνοί και το μεταλαμπαδεύει στην Ευρώπη, βλ. τον Διάλογο περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γρηγόριου Ζαλύκου [=Ζαλίκογλου] (1822).
[3] Φυσικά, δεν υιοθετεί πλήρως την άποψη του συντηρητικού και παράλογου προτεσταντισμού (Israel, ό.π., 268-269) των Αμερικάνων αλλά επιτίθεται στους Ρώσους όπως όλοι οι Ευρωπαίοι (Israel, ό.π., 270-272).
[4] Στο στόχαστρό του μπαίνουν δύο ομάδες που θεωρεί αριστοκρατικές, οι Επτανήσιοι και οι Φαναριώτες, μια πολιτική ομαδοποίηση η οποία ήταν σταθερή στο νεότευκτο ελληνικό κράτος και αποτυπώνεται και στη λογοτεχνική πραγματικότητα, τηρουμένων των αναλογιών.
[5] Το κοινό σημείο Γάλλων και Σκοτσέζων-Αμερικάνων Διαφωτιστών με διαφορά στην έννοια της ηθικής και της προώθησης εκ μέρους προτεσταντών Αμερικάνων της αριστοκρατίας, κάτι που ο Κοραής απέρριπτε, όντως πιο  κοντά στη Γαλλία (Israel, ό.π., 257-269).

Δεν υπάρχουν σχόλια: